Ταλαντούχοι συγγραφείς που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’90 και άσκησαν κριτική και στην αριστερά, όντας με μια έννοια παιδιά της, γρήγορα εξελίχτηκαν σε ακραίο κέντρο. Δεν έγινε μόνο στη δική μας νότια άκρη των Βαλκανίων, μα και αλλού. Ο Ουελμπέκ, από ανερχόμενος συγγραφέας, γρήγορα μετατράπηκε σε τηλεοπτικό μαϊντανό της χώρας όταν και καλλιέργησε μια προσωπικότητα με επίκεντρό της την πρόκληση, βάσει της οποίας κατάφερνε να διατηρείται στην επικαιρότητα. Τον Γενάρη του 2015 κυκλοφόρησε το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Υποταγή (ελλ. έκδ.: Εστία, 2015). Η καμπάνια πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου περιλάμβανε προβοκατόρικες αφίσες με την ερώτηση «Γίνεται η Γαλλία ισλαμική;», που θα ζήλευε το Εθνικό Μέτωπο. Την ημέρα της κυκλοφορίας του βιβλίου, 8 Γενάρη 2015, πραγματοποιείται η επίθεση στο Charlie Hebdo, με αποτέλεσμα να σταματήσει το προμοτάρισμα του βιβλίου και να αποσυρθούν οι αφίσες – πολύ γρήγορα θα γίνει μπεστ σέλερ βέβαια. Την προηγούμενη μέρα είχε κυκλοφορήσει η εφημερίδα με μια καρικατούρα του Ουελμπέκ στο εξώφυλλο που έλεγε ότι το 2022 θα τηρήσει το Ραμαζάνι.
H ιστορία του βιβλίου τοποθετείται χρονικά στις προεδρικές εκλογές του 2022. Στο ενδιάμεσο οι μουσουλμάνοι της Γαλλίας έχουν οργανωθεί στα πρότυπα των αδελφοτήτων της Βόρειας Αφρικής. Η εξέλιξη της ιστορίας βασίζεται στο γνωστό δίλημμα του δεύτερου γύρου των γαλλικών εκλογών. Σε αυτόν, περνάει η Λεπέν και οριακά ο εκπρόσωπος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Με μια προβοκάτσια αναβάλλεται για έναν μήνα ο δεύτερος γύρος και μέχρι τότε οι μουσουλμάνοι έχουν ανακοινώσει την κυβέρνηση που θα σχηματίσουν με τη συμμετοχή σοσιαλιστών και την ανοχή των δεξιών. Η πρόταση της Αδελφότητας προς τα παραδοσιακά κόμματα είναι να αναλάβουν αυτά τα της οικονομίας, που δεν ενδιαφέρουν τους μουσουλμάνους, και να δώσουν τη στηριξή τους στους μουσουλμάνους σε μια σειρά συντηρητικά κοινωνικά μέτρα που θέλουν να προωθήσουν.
Τις εξελίξεις τις παρακολουθούμε μέσω του Φρανσουά, ενός μεσήλικα επίκουρου καθηγητή γαλλικής λογοτεχνίας. Ο ήρωας βρίσκεται σε επαγγελματικό και συναισθηματικό τέλμα λίγο πριν από τα γεγονότα. Τότε αναπτύσσει ερωτική σχέση με μια φοιτήτριά του, τη Μύριαμ, η οποία καθώς είναι Εβραία εγκαταλείπει φοβισμένη τη χώρα λίγο πριν αναλάβει η Αδελφότητα τη διακυβέρνηση. Ο Φρασνουά πηγαίνει σε ένα μοναστήρι στην περιοχή της καταγωγής του στη νότια Γαλλία, όπου προσπαθεί να επανασυνδεθεί με τη χριστιανική παράδοση πριν επιστρέψει στο Παρίσι. Εκείνη την περίοδο η Αδελφότητα νομοθετεί ταχύτατα τα πρωτεύοντα της ατζέντας της, όπως την κατάργηση της ισότητας των φύλων και τη νομιμοποίηση της πολυγαμίας των αντρών. Η χώρα μετατρέπεται αμέσως σε ισλαμικό κράτος και ταυτόχρονα βελτιώνονται όλοι οι οικονομικοί δείκτες (πετροδόλαρα φτάνουν με τα τσουβάλια καθώς διάφοροι εμίρηδες κάνουν επενδύσεις, οι γυναίκες δεν δουλεύουν και εκμηδενίζεται η ανεργία), ενώ ταυτόχρονα εθνικοποιούνται τα πανεπιστήμια, στα οποία όμως μόνο όσοι είναι ακόλουθοι του Ισλάμ επιτρέπεται να διδάσκουν. Στον πενηντάχρονο Φρανσουά προτείνεται μια πολύ αυξημένη σύνταξη για να σταματήσει να διδάσκει. Καθώς προβληματίζεται για το τι να κάνει, συναντά διάφορους συναδέλφους –που θεωρεί κατώτερους– οι οποίοι ασπάστηκαν το Ισλάμ και αναβαθμίστηκαν, απολαμβάνουν πλέον τεράστιους μισθούς και έχουν παντρευτεί ελκυστικότατες νεαρές κοπέλες. Καπού εκεί ο πρωταγωνιστής φαίνεται να γλυκαίνεται και να ονειρεύεται με νέα ζωή με ακαδημαϊκό στάτους και πολλές νεαρές ερωμένες: όλα δείχνουν ότι αποφασίζει να ακολουθήσει κι αυτός το Κοράνι.
Το βιβλίο, λοιπόν, μέσα από το το υποθετικό σενάριο που χτίζει, σκιαγραφεί πλήρως τη λογική του ακραίου κέντρου· ό,τι δεν χωράει στη συνθήκη των μονόδρομων που μαθαίνουμε τις τελευταίες δεκαετίες οδηγεί σε ακραίες καταστάσεις που μόνο η εμπιστοσύνη στο business as usual των αγορών μπορεί να αποτρέψει – εν αντιθέσει με το business as usual των δικαιωμάτων, που οδηγεί στην επικράτηση του σκότους. Μάλιστα, σε μια συνέντευξή του, ο συγγραφέας δήλωσε: «Ο Διαφωτισμός έχει πεθάνει, αιωνία του η μνήμη».
Πρόκειται για σενάριο επίκαιρο ενόψει των συζητήσεων του δεύτερου γύρου των γαλλικών εκλογών, στις οποίες το ακραίο κέντρο κάνει πάρτι για τον Μακρόν και εγκαλεί την αριστερά που δεν παίρνει ξεκάθαρα αντιλεπέν θέση, αντίστοιχη με το 2002, την ίδια στιγμή που είναι σαφές ότι το ακραίο κέντρο δεν θα στήριζε τον Μελανσόν, για παράδειγμα, σε περίπτωση που περνούσε εκείνος στον δεύτερο γύρο. Όλα αυτά σε μια Γαλλία που κοντεύει δύο χρόνια σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης μετά το χτύπημα στο Μπατακλάν, συνθήκη η οποία υπερψηφίζεται κάθε φορά από τη συντριπτική πλειοψηφία του κοινοβουλίου – συμπεριλαμβανόμενων του Μελανσόν και του ΓΚΚ. Σε μια Γαλλία των εκατομμυρίων αποκλεισμένων στα γκέτο και με την άκρα δεξιά να καθιερώνεται ως δεύτερη δύναμη του πολιτικού σκηνικού.
Τελικά ο Ουελμπέκ βλέπει ως απάντηση σε όλα αυτά οτιδήποτε κατευθύνεται αντίθετα από τα κοινωνικά δικαιώματα: οι μουσουλμάνοι –έχοντας πολιτικά δικαιώματα– καταλαμβάνουν τη χώρα, οι καταπιεσμένοι από τα γυναικεία δικαιώματα άντρες φθονούν τη φαλλοκρατία του ισλαμικού κράτους κ.λπ. Καταλήγει έτσι σε μια αφήγηση που θα ζήλευε ο Καρατζαφέρης, για το πώς η γενιά του Μάη θα μας «φορέσει τη μαντίλα» στο τέλος από την πολλή «ανεκτικότητα». Ή μάλλον, ακριβέστερα, περιγράφει αυτό που θα ήθελε ο Τραμπ για αντίπαλο δέος.
Ο ίδιος ο συγγραφέας απαντάει στις κατηγόριες εναντίον του υιοθετώντας τους όρους «μηδενισμός» και «μισανθρωπισμός» (πολύ δημοφιλείς και στην alt-right). Η κατηγορία ότι οι «προοδευτικοί» θα προτιμούσαν οποιονδήποτε εκτός από τους φασίστες αποκαθηλώνεται με την αφήγηση του βιβλίου, με έναν τρόπο που προφανώς σε τελική ανάλυση θα σήμαινε ότι υπάρχουν και χειρότερα, άρα μπορεί να πρέπει να στηριχτούν και αυτοί. Και η γαλλική αριστερά για άλλη μια φορά (και στην πραγματικότητα και στο μυθιστόρημα) εγκλωβισμένη στο δίλημμα.
Το NPA είναι η μόνη δύναμη που προσπαθεί να ξεφύγει απο τα δίπολα που δημιουργεί το προεδρικό σύστημα ζητώντας συνταγματικές αλλαγές ώστε να μην εκλέγεται κατευθείαν με προσωπική ψήφο ο πρόεδρος. Ωστόσο, δεν φαίνεται να βρίσκει ιδιαίτερη ανταπόκριση. Το γεγονός ότι οι υπόλοιποι κράτησαν διαφορετική στάση από το 2002 δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα για όλους τους σχηματισμούς, τα οποία εκδηλώνονται και σε άλλες περιστάσεις (π.χ. μαντίλα). Προφανώς συνεχίζει να εκκρεμεί μια πιο συνολική απάντηση για το πώς θα επιτευχθεί η απογκετοποίηση – δίχως να θιγούν οι διαφορετικές ταυτότητες, σε πραγματικό επίπεδο και πέρα από τη συνθηματολογία.
Μακριά από εμάς η λογική των αγιογραφιών και των άθικτων ζητημάτων. Αλλά είναι εξοργιστικό ότι όποια κριτική στα κοινωνικά κινήματα καταλήγει άμεσα σε ακροδεξιές θέσεις (είτε παραδοσιακές είτε νεοφιλελεύθερες).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ