Ο Ζωρζ Λαμπικά, τον οποίο είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε από κοντά πριν ένα περίπου χρόνο στις εκδηλώσεις που διοργανώσαμε για τον Μάη του ’68, έφυγε από τη ζωή τον Φλεβάρη. Ο Ζωρζ Λαμπικά ήταν ένας από τους σημαντικότερους κομμουνιστές φιλοσόφους της εποχής μας. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους, δεν ανακάλυψε όψιμα τις «αρετές» του φιλελευθερισμού, ούτε επίσης αναδιπλώθηκε σε μια δογματική εκδοχή μαρξισμού. Τουναντίον επέμεινε στην προοπτική μιας επαναστατικής ανανέωσης του μαρξισμού. Αυτό είναι άλλωστε εμφανές στο κείμενο που ακολουθεί (ομιλία σε μια εκδήλωση για τον Λένιν στις αρχές του 2004), καθώς η επιστροφή στον Λένιν δεν ενέχει κανενός είδος δογματισμό, αλλά εντάσσεται σε μια προσπάθεια ανάλυσης της «τωρινής στιγμής». Από αυτήν την άποψη, κατά τον Ζωρζ Λαμπικά, δύο είναι τα κύρια διακυβεύματα μιας σύγχρονης αναφοράς στον Λένιν: αφενός η έννοια της πολιτικής πρακτικής, αφετέρου ο ιμπεριαλισμός.
Ο Λένιν εξαφανίστηκε ακόμη κι από εκεί όπου θα ήταν κανείς βέβαιος ότι θα τον συναντήσει. Στα κόμματα που επικαλούνται τον κομμουνισμό, όλα συμβαίνουν ωσάν να απαλλάσσονται σταδιακά από οτιδήποτε σχετίζεται με τον Λένιν. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα, και ελπίζω οι συνέπειες να μην είναι αρνητικές, είναι ο τρόπος που η LCR εγκατέλειψε τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Ο Μαρξ διατηρεί τη θέση του επειδή οι θεωρητικοί, οι οικονομολόγοι και οι φιλόσοφοι της κυρίαρχης τάξης μιλούν με καλά λόγια γι’ αυτόν, επειδή είναι ένας φιλόσοφος, μια φιγούρα καθιερωμένη στο πάνθεον των διασημοτήτων της Δύσης. Στον αντίποδα, ο Στάλιν υφίσταται τη γενική κατακραυγή.
Να δοθεί ένα όπλο στο προλεταριάτο
Και ο Λένιν; Ο Λένιν, σε όλη αυτήν την ιστορία, είναι εκείνος που έκανε μια επανάσταση.
Ο Μαρξ, ο Ένγκελς και οι φίλοι του, προσπάθησαν αλλά δεν έκαναν καμία επανάσταση. Μίλησαν γι’ αυτήν, τη στοχάστηκαν, αλλά δεν την έκαναν. Ο Λένιν, όμως, κάνει μια επανάσταση. Αυτό του κοστίζει, μέχρι σήμερα, το μίσος και τη δυστροπία των απανταχού κατεχόντων.
Το στοιχείο που καθιστά επίκαιρο τον Λένιν, το στοιχείο που του προσδίδει μια διάσταση μονιμότητας είναι ακριβώς η πράξη αυτής της επανάστασης. Χάρη στον Λένιν μαθαίνουμε ότι είναι δύσκολο να κάνουμε μια επανάσταση, γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη εκ των προτέρων και γιατί πρέπει κάθε στιγμή να την επινοούμε.
Ο Λένιν έχει ένα πλεονέκτημα συγκριτικά με τον Ροβεσπιέρο: γνωρίζει τον Μαρξ, γνωρίζει τη θεωρία της επανάστασης και του στόχου της –να δοθεί τέλος στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Πολύ γρήγορα, όμως, ο Λένιν αντιλαμβάνεται ότι πάνω σε αυτή τη βάση, μπορεί πραγματικά (αυτός ακριβώς είναι ο στόχος του Τι να κάνουμε) να δοθεί στο προλεταριάτο ένα όπλο που είναι η πολιτική του οργάνωση –το Κόμμα– σε συνδυασμό με τα καθήκοντα του Κόμματος, τη μόρφωση, την προπαγάνδα, τη θεωρητική εργασία κ.λπ.
Κυρίαρχο στοιχείο στον Λένιν είναι συνεπώς η πολιτική πρακτική, η σύζευξη θεωρίας και πρακτικής, που υποβάλλει τις ιδέες στη δοκιμασία των πραγματικών αντιφάσεων.
Μια σοσιαλιστική δημοκρατία των εργαζομένων
Οδηγός είναι η θεωρία του Μαρξ, η οποία πρέπει επομένως να διατηρηθεί ενάντια σε κάθε κίνδυνο που την απειλεί, ενάντια σε όλες τις επιδρομές της αστικής ιδεολογίας που κυριαρχεί ευρέως στη Ρωσία και η οποία διαπερνά ακόμα και τους ίδιους τους επαναστάτες, όπως παλαιότερα τους ποπουλιστές που θωρούσαν ότι αρκεί να δολοφονήσουν τον Τσάρο για να ξεκινήσει η επαναστατική διαδικασία. Χρειάζεται να επιμείνουμε σε αυτήν την ιδέα για την πολιτική πρακτική και στο γεγονός ότι η επανάσταση μας οδηγεί κάθε φορά να επινοούμε νέα πρωτόκολλα για να την κατανοούμε, να την ακολουθούμε, να την πραγματοποιούμε.
Χρειάζεται να επιτευχθεί, μέσω των εννοιών και των πρακτικών, η πληρέστερη κατανόηση του συσχετισμού δυνάμεων, τόσο εντός της χώρας όσο επίσης, κυρίως μετά το 1917, σε διεθνές επίπεδο. Οι δυτικές χώρες χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα, από τον πόλεμο μέχρι τη διπλωματία, στην προσπάθειά τους να πλήξουν τη σοβιετική εξουσία, απ’ έξω, με τη στρατιωτική συμμαχία, αλλά και για να την υποσκάψουν εκ των έσω με τον Λευκό Στρατό.
Τα κείμενα του Λένιν καθιστούν σαφές πόσο δύσκολο είναι να οικοδομηθεί μια σοσιαλιστική κοινωνία σε μια χώρα που δεν ήταν καν επαρκώς καπιταλιστική. Ο Μαρξ θεωρούσε ότι ο σοσιαλισμός θα εμφανιστεί όταν ο καπιταλισμός θα είναι πολύ αναπτυγμένος, σε χώρες, λόγου χάρη, σαν τη Γαλλία ή τη Μεγάλη Βρετανία. Γι’ αυτό ακριβώς ο κομμουνισμός θεωρούταν τάση του καπιταλισμού.
Ασφαλώς, ο κομμουνισμός δεν θα μπορούσε να ξεπροβάλλει από μόνος του, έπρεπε να βοηθηθεί. Ο Μαρξ γράφει, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ότι χρειάζεται ένα Κόμμα, μια οργάνωση, αγώνες με σωστό προσανατολισμό. Όσο για τον Λένιν, επιμένει ότι όσο εύκολο ήταν να ξεκινήσει η επανάσταση στη Ρωσία, τόσο δύσκολο θα ήταν μετά να εγκαθιδρυθεί ένα κράτος εργαζομένων. Υπολόγιζε πρωτίστως στην επεκτατική δύναμη του ρωσικού παραδείγματος, έξω από τα σύνορα, και κυρίως στη Γερμανία. Η ρωσική επανάσταση δεν θα μπορούσε να επιτελέσει το καθήκον της παρά αν τη διαδέχονταν κι άλλες επαναστάσεις. Αλλά η Σοβιετική Ένωση έμεινε μόνη.
Μέχρι τον θάνατό του, το 1924, ο Λένιν αναμετρήθηκε με το πολύ δύσκολο εγχείρημα της οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας των εργαζομένων, ελλείψει των απαραίτητων μέσων. Όπως ακριβώς ο Λένιν έθετε το 1902 το ερώτημα «Τι να κάνουμε», ομοίως αναρωτιέται τώρα: «Ποιος θα νικήσει; Ο σοσιαλισμός ή ο καπιταλισμός;». Τα εμπόδια είναι σημαντικά και προκαλούν συζητήσεις, πολεμικές και έντονες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του μπολσεβίκικου κόμματος. Αποτέλεσμα: επινοείται μια λύση που ισχυρίζεται ότι συμφιλιώνει τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, η Νέα Οικονομική Πολιτική, δηλαδή η ΝΕΠ.
Ο Λένιν γνωρίζει πολύ καλά πόσο μεγάλη είναι η οπισθοχώρηση. Δεν μπορώ να αναφερθώ εδώ σε αυτήν την εξόχως διδακτική ιστορία. Θα επισημάνω απλώς ότι οδηγεί στη συγκρότηση μιας γραφειοκρατίας, ενός πανίσχυρου μηχανισμού που θα σφετεριστεί την εξουσία και συνεπώς θα τη στερήσει από το προλεταριάτο. Στο τέλος της ζωής του, ο Λένιν γνωρίζει ποιος νίκησε. Δεν είναι ο σοσιαλισμός. Είναι ο σταλινισμός, ένα νόθο σύστημα που δανείζεται από τον καπιταλισμό την ενδυνάμωση του κράτους, αντί για τον μαρασμό του, όπως επίσης και τις διάφορες εξαναγκαστικές μεθόδους που τη συνοδεύουν.
Good Bye Lenin
Μετά τον θάνατο του Λένιν, οι παλαιοί μπολσεβίκοι και σύντροφοι του Λένιν λένε: κάναμε την επανάσταση σε μια υπανάπτυκτη χώρα, σε πολύ αντίξοες συνθήκες, με ισχυρή αγροτιά, με ολιγάριθμο προλεταριάτο, σε ένα βαθύτατα εχθρικό διεθνές πλαίσιο. Έχει επομένως πολλές ιδιαιτερότητες. Όσοι συμμερίζονται αυτήν την εκτίμηση δεν θα αργήσουν να εξουδετερωθούν. Οι εκφραστές αυτής της άποψης εξαλείφονται. Μια άλλη άποψη θα υπερισχύσει, η άποψη του Στάλιν που ισχυρίζεται ότι η επανάσταση στην οποία προσέβλεπε ο Μαρξ, η σοσιαλιστική επανάσταση, έχει πραγματοποιηθεί, και ότι εκπέμπει ένα οικουμενικό μήνυμα. Η θέση αυτή θα επιβληθεί στη Διεθνή και στο σύνολο των κομμουνιστικών κομμάτων. Θα αποτελέσει αιτία για πολλά λάθη, για να μην πούμε καταστροφές. Στην ίδια τη Ρωσία θα εγκαθιδρυθεί ένα κράτος που δεν θα είναι το κράτος των εργαζομένων, που δεν θα είναι η δικτατορία του προλεταριάτου αλλά η δικτατορία επί του προλεταριάτου, παρά τα θετικά αποτελέσματα τα οποία υπενθυμίζει το Good Bye Lenin, αυτή η υπέροχη ταινία. Σε διεθνές επίπεδο, τα πράγματα θα είναι παρόμοια.
Αυτή η κατάσταση θα παραγνωρίζεται επί μακρόν, επειδή η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης και του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» εξέφραζε την πιο ενθουσιώδη ελπίδα για τους εργαζόμενους ολόκληρου του κόσμου και αποτέλεσε για δεκαετίες την αναντικατάστατη αναφορά των αγώνων τους. Ο μαρξισμός δεν έχει καμία σχέση με μια συνταγή που μπορεί απλά να εφαρμοστεί, σαν να τοποθετούσαμε ένα έμπλαστρο σε ένα ξύλινο πόδι.
Παγκοσμιοποίηση, οικουμενοποίηση ή ιμπεριαλισμός;
Σήμερα, όλα αυτά τα στοιχεία παραμένουν στον ορίζοντα: η πολιτική πρακτική, η ειδοποιός διάσταση των ιστορικών καταστάσεων, το ίδιο το μίσος με το οποίο συνοδεύει η αστική τάξη κάθε βούληση για μετασχηματισμό. Γι’ αυτό ακριβώς η σημερινή σας εκδήλωση επιδεικνύει εξαιρετικό θράσος και πετυχαίνει διάνα μιλώντας για εκείνον για τον οποίο πρέπει να μιλήσουμε διότι κανείς δεν το κάνει, δηλαδή για τον Λένιν.
Η πρώτη διαπίστωση που ακούγεται είναι ότι η κατάσταση του σημερινού κόσμου έχει ελάχιστη σχέση με τον κόσμο του 19ου αιώνα, ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει, η δημοκρατία έχει εξαπλωθεί, η ανθρωπότητα έχει βελτιωθεί αν δεν έχει πλουτίσει ολάκερη, ο κόσμος της εργασίας και η ολότητα των διαδικασιών παραγωγής και ανταλλαγής έχουν μετασχηματιστεί εκ βάθρων, οι τεχνολογικές αλλαγές της πληροφορίας έχουν δημιουργήσει νέες πολιτισμικές πρακτικές…
Αν όμως κοιτάξουμε την ουσία, οφείλουμε να συμφωνήσουμε ότι όχι μόνο η δομή της κοινωνίας παραμένει ίδια με την εποχή του Μαρξ, ότι δηλαδή οι καπιταλιστικές σχέσεις εξακολουθούν να κυριαρχούν σε πλανητική κλίμακα, αλλά ότι ενώ μας υποσχέθηκαν ένα νέο κόσμο μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, την οικουμενική κυριαρχία της δημοκρατίας, την αρμονία μεταξύ των εθνών, την ειρήνη κ.λπ., όλες οι στατιστικές των διεθνών οργανισμών καταγράφουν μια άνευ προηγουμένου επιδείνωση των ανισοτήτων, φονικές απειλές που στρέφονται κατά του πλανήτη, την ίδια στιγμή που η ηγεμονική πολεμοκαπηλεία και ο νόμος του ισχυρότερου καλύπτονται πίσω από διακηρύξεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου, το κράτος δικαίου και το διεθνές δίκαιο.
Μια μόνο υπερδύναμη κυριαρχεί στον κόσμο, η οποία εφεξής, χάρη στην πτώση του τείχους του Βερολίνου, δεν φοβάται κανενός είδους ανταγωνισμό –λειψό έστω. Η υπερδύναμη των ΗΠΑ είναι η δύναμη του πολέμου. Ο Μπους δεν κρύβει πλέον την απόφαση των ΗΠΑ να ελέγξουν όλο τον κόσμο, καταρχάς τις ενεργειακές πηγές του και ακολούθως απαγορεύοντας κάθε αυτόνομη εθνική ανάπτυξη. Αυτή είναι η ουσία του «προληπτικού πολέμου» και της αλαζονείας του.
Τι όνομα να δώσουμε σε αυτήν την κατάσταση; Παγκοσμιοποίηση; Οικουμενοποίηση; Αν θέλουμε όμως να χαρακτηρίσουμε τη σημερινή περίοδο, ένα τέτοιο όνομα δεν λέει σχεδόν τίποτα! Από την αρχή ήδη του Μανιφέστου, ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξηγούν ότι ο καπιταλισμός έχει την τάση να επεκτείνεται στο σύνολο του πλανήτη, να παγκοσμιοποιείται, να επιβάλλει σε πλανητική κλίμακα τις παραγωγικές σχέσεις του καταστρέφοντας τις προηγούμενες μορφές παραγωγικών σχέσεων. Βιώνουμε την ολοκλήρωση αυτής της κατάστασης, που χαρακτηρίζεται, όπως γνωρίζουμε, από την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, του κερδοσκοπικού κεφαλαίου, εμβληματική εικόνα του οποίου είναι το χρηματιστήριο.
Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι ο καπιταλισμός που υποτάσσει την παραγωγή στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, περιγράφεται ήδη στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου του Μαρξ! Ο καπιταλισμός, που αντιπροσωπεύεται από την εξίσωση χρήμα-εμπόρευμα-χρήμα, μπορεί να υπερπηδήσει το ενδιάμεσο στάδιο του εμπορεύματος για να αναχθεί στη σχέση χρήμα-χρήμα, με την έννοια ότι «το χρήμα παράγει χρήμα όπως η αχλαδιά κάνει αχλάδια». Για την εποχή εκείνη αυτό ήταν κάτι αδιανόητο, για εμάς σήμερα είναι η ουσία της καθημερινότητας.
Ποια λόγια είναι αισχρά;
Βέβαια, όλα αυτά είναι επίπλαστα, επιφανειακά και προσωρινά, στο βαθμό που η οικονομία ως παραγωγός πλούτου παραμένει ο κύριος παράγοντας. Το όνομα αυτού του συνδυασμού, αυτού του σταδίου στο οποίο έφτασε ο καπιταλισμός, το έχει πει ολοκάθαρα ο Λένιν: όχι παγκοσμιοποίηση, αλλά ιμπεριαλισμός. Μέχρι πριν ένα ή δύο χρόνια, ο κόσμος απέφευγε να πει τη λέξη «ιμπεριαλισμός». Σαν να επρόκειτο για απρέπεια, για βωμολοχία. Είχα επισημάνει στους φοιτητές μου ότι σε ώρες υψηλής ραδιοφωνικής ακροαματικότητας οι εκφωνητές δεν κοκκίνιζαν να λένε λέξεις όπως «αρχίδια» ή «πούτσος» (σοβαρολογώ!) αλλά ήταν πολύ σπανιότερο να κάνουν λόγο για «ταξική πάλη» ή «ιμπεριαλισμό». Ποια λόγια είναι αισχρά λοιπόν, όπως λέγαμε στο σχολείο;
Αν υπήρχαν ενδείξεις ότι ο διεθνισμός είναι ο πυρήνας της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης», οι φόβοι μας θα ήταν ασφαλώς λιγότεροι, γιατί κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε τη συνάθροιση των προοδευτικών δυνάμεων που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο και συνεπώς μια διαφορετική κοινωνική βάση που δεν θα περιοριζόταν στα μεσαία στρώματα. Ο Μαρξ και οι διάδοχοί του είχαν ταχθεί υπέρ μιας τέτοιας συμμαχίας. Όμως, με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, με τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, πλήττονται οι μεσαίες τάξεις και όχι μόνο οι εργαζόμενοι.
Ας σκεφτούμε επίσης την ιδεολογία που αντανακλά συχνά με τρόπο απολύτως πιστό τις συμπεριφορές της τάξης που την παράγει. Έτσι, τις παραμονές του τελευταίου Κοινωνικού Φόρουμ, ο Ζοζέ Μποβέ δήλωνε: «Δεν θέλουμε να ξεκινήσουμε μια επανάσταση, η επανάσταση είναι μια ιδέα που ανήκει στον 19ο αιώνα, είναι μια απαρχαιωμένη ιδέα. Αυτό που εμείς θέλουμε είναι μεταρρυθμίσεις, διαδοχικές μεταρρυθμίσεις. Προφανώς, πρόκειται για ένα δύσβατο μονοπάτι». Φαίνεται ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν ανήκουν πλέον στον 19ο αιώνα. Δεν γνωρίζουμε άραγε, από την εποχή του Μπερνστάιν και από την ευρεία κλίμακα των σοσιαλιστικών εμπειριών, τι σημαίνει ρεφορμισμός;
Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε ο πρόεδρος της ATTAC σε ένα περιοδικό, μετά το Φόρουμ, ο δημοσιογράφος ζητά να μάθει ποια ριζοσπαστικότητα κομίζει η εν λόγω κίνηση. Ο Ζακ Νικονόφ απαριθμεί τις εξαίρετες προτάσεις της ATTAC και προσθέτει: «πάντως, κάτι τέτοιο αποκλείει ριζικά την ιδέα της επανάστασης, διότι η μεγάλη νύχτα έλαβε τέλος». Αναγνωρίζουμε σε αυτά τα λόγια τη γλώσσα του Κομμουνιστικού Κόμματος όταν εγκατέλειπε τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η μεγάλη νύχτα έλαβε τέλος! Τι θα την αντικαταστήσει; Η συζήτηση, οι συναντήσεις, η συναίνεση, ο διάλογος; Δεν υπάρχουν πλέον τάξεις, μόνον κοινωνικοί εταίροι, αυτοί ακριβώς που διαπραγματεύονται με κάποιον σαν τον Σεϊλιέρ, τον πρόεδρο των Ευρωπαίων Εργοδοτών.
Η επανάσταση είναι η ολοκλήρωση της δημοκρατίας
Από τον Λένιν μαθαίνουμε κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο ιμπεριαλισμός και η ταξική πάλη εξακολουθούν να υπάρχουν. Ορισμένοι κοινωνιολόγοι ισχυρίζονται το αντίθετο. Όσοι όμως ανήκουν στο προλεταριάτο, γνωρίζουν τι υφίστανται. Αυτοί πλήττονται από την ανεργία και τις απολύσεις κάθε είδους. Απαρτίζουν την κατηγορία των «νεόπτωχων», όπως τους λένε οι επονομαζόμενοι κοινωνιολόγοι. Και δεν αναφέρω τίποτα για το γεγονός ότι σε παγκόσμια κλίμακα το μέγεθος του προλεταριάτου δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται κατά τις τελευταίες δεκαετίες…
Γνωρίζουμε καλά ότι δεν πρόκειται για δομικά φαινόμενα και λίγη σημασία έχει αν το πρώτο άρθρο του Συντάγματος εγγυάται το δικαίωμα στην εργασία –κανείς δεν νοιάζεται. Να επισημάνουμε ότι από τον κατάλογο των άρθρων που απαρτίζουν την Οικουμενική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ένα μόνο τηρείται πραγματικά και ολοκληρωτικά: το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.
Η επανάσταση του Λένιν είναι επίσης η δικτατορία του προλεταριάτου. Δηλαδή η εξουσία της πλειοψηφίας που αντιπαλεύει και αντικαθιστά τη δικτατορία της μειοψηφίας. Σήμερα, οι λεγόμενες δημοκρατίες, είναι –είτε το θέλουμε, είτε όχι– δικτατορίες της αστικής τάξης, η φύση των οποίων είναι ασφαλώς λιγότερο εμφανής από άλλοτε γιατί αναδιοργανώθηκε μέσα σε ενάμισι αιώνα κοινωνικών αγώνων, χάρη κυρίως στους μαρξιστές και τους λενινιστές. Αλλά η άσκηση της εξουσίας καλά κρατεί. Αρκεί να δει κανείς τη συνεχή άνοδο των ποσοστών αποχής στις εκλογές. Αν οι πολίτες απαρνούνται το πρώτο δικαίωμά τους, την ψήφο, μπορεί να περιμένει κανείς ότι θα καταθέσουν τα όπλα σε πολλούς ακόμα τομείς!
Δεν μπορούμε να παρακάμψουμε τη δικτατορία του προλεταριάτου ως εξουσία των εργαζομένων. Ποιος πιστεύει ότι άνθρωποι σαν τον Σεϊλιέρ θα αποσυρθούν «συναινετικά» μετά από μια συζήτηση «μεταξύ πολιτών» που θα έχουν μαζί μας και ότι θα μας παραδώσουν τα κλειδιά του σπιτιού;
Θέλουμε να μάθουμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, μιας πραγματικής δημοκρατίας, απαλλαγμένης από αλλοτριώσεις, εξαναγκασμούς και άλλες μορφές εκμετάλλευσης; Ο Λένιν έχει μιλήσει γι’ αυτό, παρότι επιβάλλεται επιμελώς μια σιωπή εξόχως συμβατική, ακόμη και εντός της αριστεράς, για την πραγματικά θεμελιώδη θέση που υποστήριξε ακολουθώντας τον Μαρξ και δηλώνοντας ότι η επανάσταση και η δημοκρατία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Η επανάσταση είναι η πλήρης άνθηση της δημοκρατίας. Είναι η είσοδος στη δημοκρατία όλων εκείνων που είχαν προηγουμένως αποκλειστεί, de facto ή de jure, με άλλα λόγια των εργαζομένων, δηλαδή των μη ιδιοκτητών.
Μετά από αυτήν την εξαιρετικά σύντομη περιήγηση, ένα συμπέρασμα έρχεται στη σκέψη μου, το οποίο θα δανειστώ από έναν παλαιό επανάσταση από τις ΗΠΑ (κι όμως!), ο οποίος έλεγε πριν εξήντα περίπου χρόνια: «Ως συνήθως, πρέπει να επιστρέψουμε στον Λένιν!».
μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ