Η πρόσφατη παρέμβαση του Τόνι Νέγκρι και του Σάντρο Μετζάντρα υπέρ της υποψηφιότητας του Αλέξη Τσίπρα για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχολιάστηκε περισσότερο για τη διάσταση της υποτιθέμενης αναγνώρισης του ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ από την ιταλική Αριστερά παρά για τον πυρήνα της τοποθέτησης που ήταν η επιμονή, καταναγκαστικά σχεδόν, στον μη αντιστρέψιμο χαρακτήρα της ενοποίησης και κατά συνέπεια η προκαταβολική άρνηση οποιασδήποτε ευρωσκεπτικιστικής πολιτικής επιλογής ή στοχοθεσίας.
Η αθεράπευτη ευρωφιλία της ευρωπαϊκής Αριστεράς
Άλλωστε, η αναμέτρηση με την ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελεί, όχι μόνο σήμερα αλλά εδώ και αρκετό καιρό, ένα από τα πολιτικά όρια της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Αντιμέτωπες με το σημαντικό πολιτικό σχέδιο που ξεδιπλώθηκε από τη μεριά των αστικών δυνάμεων στον ευρωπαϊκό χώρο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς στις περισσότερες παραλλαγές τους δεν κατάφεραν να αναδείξουν μια εναλλακτική πρόταση απέναντι στη σταδιακή μετάλλαξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε ατσάλινο κλουβί καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και εμπέδωσης του πιο επιθετικού νεοφιλελευθερισμού.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει το ακόλουθο παράδοξο στις τοποθετήσεις των κομμάτων της ευρωπαϊκής Αριστεράς είτε μιλάμε για δυνάμεις που προέρχονται από τον κομμουνιστικό ρεφορμισμό είτε για δυνάμεις που προέρχονται από την αντικαπιταλιστική Αριστερά: την ίδια ώρα που παρατίθενται και διεκτραγωδούνται όλα τα δεινά από την τρέχουσα νεοφιλελεύθερη και αντιδημοκρατική μετάλλαξη της Ε.Ε., εντούτοις ο στόχος παραμένει, με όρους τελετουργικής επίκλησης σχεδόν, η «άλλη Ευρώπη» που θα διαθέτει μεν κοινή τράπεζα, κοινό νόμισμα, προτεραιότητα των κοινών θεσμών, αλλά θα έχει αναδιανομή, δικαιοσύνη και μια άλλη αναπτυξιακή κατεύθυνση. Το πώς θα γίνει αυτό παραμένει ασαφές και παραπέμπεται απλώς σε μια διαρκώς αναμενόμενη άνοδο της Αριστεράς και αλλαγή των συσχετισμών, που ποτέ δεν έρχεται.
Μια ιστορία προσαρμογής
Φυσικά η τοποθέτηση αυτή έχει την ιστορία της. Ήδη από τη δεκαετία του 1970, η φιλοΕΟΚ στάση κυριαρχούσε στην πολιτική των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων, κυρίως του ιταλικού αλλά από ένα σημείο και μετά και του γαλλικού. Το αποκορύφωμα αυτής της στροφής σημειώθηκε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980, όταν τα κομμουνιστικά κόμματα πρωτοστάτησαν σε σχέδια για μια «δημοκρατική» και «κοινωνικά προσανατολισμένη» ευρωπαϊκή ενοποίηση που θα αποτελούσε σοσιαλδημοκρατικό ανάχωμα απέναντι στον ανερχόμενο νεοφιλελευθερισμό και πεδίο ειρήνης απέναντι στο διπολισμό. Μόνο που αυτό το σχέδιο, το οποίο στήριζαν και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ηττήθηκε και μάλιστα νωρίς.
Ήδη από το πέρασμα της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης το 1986 αλλά και –κυρίως– όλη την εκκίνηση της διαδικασίας για το Μάαστριχτ και το κοινό νόμισμα είχε φανεί ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για τέτοια, έστω και σοσιαλδημοκρατική, ενοποίηση: απόρριψη της κοινωνικής χάρτας και συνολικά κάθε σχεδίου για εγγυημένα κοινωνικά δικαιώματα· προνομιμοποίηση των περίφημων «δεικτών» που εμπέδωναν τη νεοφιλελεύθερη ρύθμιση (και δεν αναπληρώνονταν από τα ταμεία συνοχής και τα πλαίσια στήριξης)· επιλογή ενός αντιδημοκρατικού συνταγματισμού που εξασφαλίζει ένα ευρωπαϊκό κεκτημένο απελευθέρωσης των αγορών και περιορισμού των εθνικών κατακτήσεων των εργαζομένων· αποστείρωση της όλης διαδικασίας απέναντι στον λαϊκό παράγοντα.
Όλη η πορεία προς το κοινό νόμισμα, από το Μάαστριχτ ως στις Λευκές και Πράσινες Βίβλους της δεκαετίας του 1990 και την υποχρεωτική ιδιωτικοποίηση κρίσιμων πεδίων, με την επίγνωση ότι ενιαίο νόμισμα σ’ ένα χώρο με διαφορές παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας αναγκαστικά θα οδηγούσε μόνο σε ένταση των ανισοτήτων και σε αποδιαρθρωτικές τάσεις, καθώς και η απουσία μιας ουσιαστικής πολιτικής πάλης ενάντια στο ευρώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (πέραν φραστικών απορρίψεων) σηματοδότησαν τη σταδιακά πλήρη προσαρμογή της ευρωπαϊκής Αριστεράς στην ενοποίηση ως αναπόδραστη πραγματικότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η πάλη ενάντια στη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη γινόταν πολύ περισσότερο στο όνομα μιας γενικόλογης αντινεοφιλελεύθερης και αντιπαγκοσμιοποιητικής ρητορικής, ως μια ειδικά ευρωπαϊκή εκδοχή του «ένας άλλος κόσμος –εν προκειμένω μια άλλη Ευρώπη– είναι εφικτός» και όχι ως μια σύγκρουση με τις υλικές μορφές της ενοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η μεγάλη και νικηφόρα μάχη ενάντια στο ευρωσύνταγμα δόθηκε σε λίγες μόνο χώρες, μένοντας κι αυτή μετέωρη χωρίς να συνοδευτεί από άλλη πολιτική στροφή, ενώ ακόμη και τότε υπήρξαν φωνές μέσα στην Αριστερά –μία απ’ αυτές ήταν και του Τόνι Νέγκρι–, που εναντιώθηκαν στην απόρριψη του ευρωσυντάγματος.
Το σκιάχτρο του «εθνοσοβινισμού»
Εκείνη την περίοδο θα διαμορφωθεί και μια ορισμένη ρητορική στρατηγική που θα σπεύδει να χαρακτηρίζει ως εθνικιστική αναδίπλωση οποιαδήποτε φωνή διεκδικούσε αιτήματα υλικής ρήξης με την ενοποίηση. Αυτό έγινε από δύο πλευρές: η μία ήταν αυτή της εξέλιξης του προηγούμενου ευρωκομμουνιστικού ρεφορμισμού, που εξαρχής υποστήριζε σθεναρά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά οι ευρωβουλευτές της Αριστεράς –και των Πρασίνων– ήταν οι πρωταθλητές των ερωτήσεων στο Ευρωκοινοβούλιο ή της επίκλησης των ευρωπαϊκών θεσμών. Ήταν σαν να φαντασιώνονταν εμμονικά μια δημοκρατική Ευρώπη, που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Έτσι όμως λειτούργησαν ως το μεγάλο άλλοθι της ενοποίησης. Ποιος θυμάται τις εποχές που ο βασικός λόγος π.χ. του Συνασπισμού στην Ελλάδα ήταν να εγκαλεί όλα τα άλλα κόμματα ή τις κυβερνήσεις ότι δεν εφαρμόζουν όσο πρέπει τις κοινοτικές οδηγίες και τις ντιρεκτίβες;
Η άλλη πλευρά ήταν των τμημάτων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, κυρίως των τροτσκιστικής προέλευσης. Εδώ το βασικότερο πρόβλημα ήταν η μηχανιστική ταύτιση του διεθνισμού με την αποδοχή των ευρύτερων υπερκρατικών οντοτήτων ως αυτονόητων και αναγκαίων, εφόσον επιτρέπουν το διεθνιστικό ξεδίπλωμα κοινών αγώνων. Και αυτό, παρότι σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες υπήρχαν αρκετές φωνές και ρεύματα που ήταν πολύ πιο αποτελεσματικά ακριβώς ως δυνάμεις εναντίωσης στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα τη Δανία και τις αντιΕΕ συμμαχίες εκεί. Αυτού του είδους ο γραμμικός διεθνισμός λειτούργησε σαν μια προληπτική απαγόρευση σκέψης άλλων ενδεχομένων και δεν προετοίμασε το έδαφος για μια πραγματική αριστερή εναλλακτική απάντηση, ιδίως όταν η κρίση του 2007-08 γκρέμισε την αρχική «ευρωευφορία».
Στην πραγματικότητα πίσω από το προπέτασμα του διεθνισμού και την αναπαραγωγή τοποθετήσεων που θυμίζουν τμήματα του διεθνούς εργατικού κινήματος στις αρχές του 20ού αιώνα (π.χ. την υποτίμηση των αιτημάτων αυτοδιάθεσης στο όνομα της ταξικής ενότητας εντός των μεγάλων αυτοκρατοριών), που στην περίπτωσή μας μεταφράζεται στον υποτιθέμενα ευνοϊκότερο συσχετισμό σε επίπεδο Ε.Ε., ουσιαστικά νομιμοποιούν τη νομοτελειακή αποδοχή της διαδικασίας της ενοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι καταγγελίες για «σοσιαλσοβινισμό» σε σχέση με αιτήματα όπως η ρήξη με την Ε.Ε. δεν ήρθαν μόνο από τη μεριά των δυνάμεων του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς αλλά και από τμήμα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Γι’ αυτό ακόμη και σήμερα, που έχουμε ζήσει την κρίση, που γνωρίζουμε πώς το ευρώ λειτούργησε ως καταλύτης και επιταχυντής υφεσιακών τάσεων, που έχουμε δει τις συνέπειες της φυγής προς τα εμπρός, τα μνημόνια, τα πακέτα μέτρων σε χώρες όπως η Κύπρος, εξακολουθεί ιδίως το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς να μη μετατοπίζει κατ’ ελάχιστον τη θέση του υπέρ του ευρώ, υπέρ της ΕΚΤ, υπέρ της προτεραιότητας των ευρωπαϊκών θεσμών, σε πείσμα ακόμη και διαφορετικών τοποθετήσεων στο εσωτερικό του, όπως για παράδειγμα ήταν η συζήτηση στο Die Linke υπέρ της εξόδου από το ευρώ, με αφορμή την έκθεση Λαπαβίτσα και Flassbeck.
Η εκχώρηση χώρου στην Ακροδεξιά
Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά εκχωρούν κρίσιμο πολιτικό χώρο στην Ακροδεξιά. Σήμερα από διάφορες πλευρές προβάλλεται σαν μπαμπούλας ο ευρωσκεπτικισμός. Αυτό είναι λογικό αφού αποτυπώνει την επίγνωση της μεγάλης απονομιμοποίησης που έχει υποστεί το «ευρωπαϊκό όνειρο» στα μάτια ευρύτερων τμημάτων των λαϊκών τάξεων στην Ευρώπη ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας, των επιπτώσεων της κρίσης και της εμφανούς αδυναμίας της Ε.Ε. να προσφέρει διέξοδο, αλλά και της απόστασης που υπάρχει ανάμεσα στην καθημερινότητα των πολιτών και την αποστειρωμένη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο επίπεδο των ευρωθεσμών. Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι παράλογο ευρύτερα στρώματα να διεκδικούν την επιστροφή σε έναν αναβαθμισμένο ρόλο των εθνικών κρατών ως μορφή άμυνας απέναντι στη βία της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, έστω και με αντιφατικό τρόπο.
Το πρόβλημα είναι ότι απέναντι σ’ αυτή την εύλογη ανησυχία τα περισσότερα τμήματα της Αριστεράς στην Ευρώπη προτιμούν να απαντούν με γενικόλογες επικλήσεις στο αίτημα μιας άλλης αντινεοφιλελεύθερης πορείας της Ε.Ε., που ολοένα και περισσότερο φαντάζει σαν κενό ευχολόγιο. Ως αποτέλεσμα, έρχονται στο προσκήνιο άλλες δυνάμεις, κυρίως από το χώρο της Ακροδεξιάς, να καλύψουν αυτό το κενό προβάλλοντας την εκδοχή ενός πατερναλιστικού και αυταρχικού κράτους ως άμυνα απέναντι στην «παγκοσμιοποίηση». Το παράδοξο –και ταυτόχρονα ενδεικτικό του βαθμού εγκατάλειψης ορισμένων αιχμών από τη μεριά της Αριστεράς– είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα κόμματα της Ακροδεξιάς δεν διατυπώνουν ευθείς στόχους ρήξης με την Ε.Ε., απλώς καπηλεύονται το ότι φαίνονται να είναι τα μόνα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα σ’ ένα τοπίο που χαρακτηρίζεται από αβάσταχτη ευρωφιλία. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γαλλία –η χώρα όπου απορρίφθηκε το ευρωσύνταγμα και παρ’ ολίγον να είχε απορριφθεί και η συνθήκη του Μάαστριχτ– όπου αυτή τη στιγμή μόνο η Λεπέν σηκώνει το βάρος μιας έστω και ήπιας αντιευρώ τοποθέτησης, όταν το γαλλικό Κ.Κ. –που ετοιμάζεται να κατέβει μαζί με τους σοσιαλιστές σε μεγάλες πόλεις– επιβάλλει σχεδόν προληπτική λογοκρισία στις αντιευρώ τοποθετήσεις. Αντίστοιχα στην Ιταλία βλέπουμε τα κομμάτια της πάλαι ποτέ κομμουνιστικής Αριστεράς να θεωρούν ως από μηχανής θεό τον Τσίπρα για ένα ψηφοδέλτιο με ανοιχτά φιλοευρωπαϊκό τόνο εκχωρώντας τον αντιευρώ και αντιΕΕ τόνο είτε στο κόμμα του Γκρίλο είτε στην Ακροδεξιά.
Όλα αυτά ενέχουν σοβαρούς κινδύνους. Τα κόμματα της Αριστεράς αδυνατούν να οριοθετηθούν από την κεντρική επιλογή των αστικών τάξεων και ταυτόχρονα εκχωρούν πλήρως μια κρίσιμη πολιτική και ιδεολογική αναφορά, δηλαδή την κριτική στην εχθρική για τους λαούς Ε.Ε., σε ανταγωνιστικές και επικίνδυνες ιδεολογίες. Αυτό ενισχύει τις κυρίαρχες δυνάμεις και μπορεί να εξηγήσει γιατί εν μέσω της κρίσης και των ανακατατάξεων που έχουν συμβεί δεν μπορεί να ανέβει η Αριστερά. Ταυτόχρονα, καταδεικνύουν την αδυναμία τους να αρθρώσουν ένα όντως ηγεμονικό πρόταγμα για την κατεύθυνση που θα πάρουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, προσφέροντας απλώς, ηγεμονευόμενες, την «αριστερή» εκδοχή της κυρίαρχης στρατηγικής. Έτσι όμως δεν μπορούν να διαμορφώσουν πραγματικά ανταγωνιστικά και ηγεμονικά πολιτικά και κοινωνικά μπλοκ, αφήνοντας όλο το περιθώριο στις αστικές δυνάμεις.
Η πραγματική διαχωριστική γραμμή
Επομένως, περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε έναν ευρωσκεπτικισμό της Αριστεράς. Χρειαζόμαστε την αναμέτρηση με το γεγονός ότι σήμερα η Ε.Ε. μεταλλάσσεται με γοργούς ρυθμούς σε ό,τι πιο αντιδραστικό, εκμεταλλευτικό και αντιδημοκρατικό γνώρισε η Ευρώπη μετά το ναζισμό –με μια διαδικασία πλήρους θεσμοθέτησης του πιο επιθετικού νεοφιλελευθερισμού–, σ’ έναν νέο, αποικιοκρατικό στον επιτονισμό του, ευρωπαϊκό καταμερισμό –με τη συστηματική κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας–, σ’ ένα ατσάλινο κλουβί επίτασης των τάσεων που οδήγησαν στη σημερινή κρίση.
Απέναντι σε αυτό δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέραν της ανοιχτής προβολής στόχων ρήξης, ξεκινώντας από την αυτονόητη έξοδο από το ευρώ μαζί με το ξήλωμα όλου του ευρωπαϊκού κεκτημένου μετά το Μάαστριχτ και παράλληλα με την ορθή επανεκτίμηση της αξίας που έχει η διεκδίκηση της ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας. Δεν είναι αναδίπλωση στην υποτιθέμενη ασφάλεια του εθνικού κράτους, αλλά επικέντρωση σ’ εκείνο το πεδίο όπου πραγματικά διεξάγεται η ταξική πάλη, όπου μπορούν να υπάρξουν θετικές τομές, όπου μπορούν να συγκροτηθούν πλατιές συμμαχίες των υποτελών τάξεων, και αυτές να διεκδικήσουν να ηγηθούν των ευρωπαϊκών κοινωνιών και να αποτελέσουν δυνάμει ιστορικά μπλοκ.
Ότι στο ευρωπαϊκό επίπεδο μπορούν και συνασπίζονται, παρά τις αντιθέσεις τους, οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, τουλάχιστον στο βαθμό που διατηρούν κοινή στρατηγική απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας, δεν σημαίνει δυστυχώς ότι εκεί είναι που μπορούν να συνασπιστούν και οι δυνάμεις της εργασίας. Στην πραγματικότητα η ίδια η υλικότητα των ευρωπαϊκών θεσμών, τα ίδια τα πολλαπλά φίλτρα και οι ασφαλιστικές δικλείδες απέναντι στην παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, και πάνω απ’ όλα το ίδιο το θεσμικό υβρίδιο ενός συνταγματισμού χωρίς νομιμοποίηση, σημαίνουν ότι αναπαράγεται και επιτείνεται μια συνθήκη αποκλεισμού και κατακερματισμού των ευρωπαϊκών υποτελών τάξεων.
Οι χαρωπές και ενίοτε ενδιαφέρουσες συναντήσεις εκπροσώπων κινημάτων από διαφορετικές χώρες ή οι συμβολικές διαδηλώσεις στις Βρυξέλλες δεν σηματοδοτούν τη διαμόρφωση μιας πανευρωπαϊκής συμμαχίας των υποτελών τάξεων, όπως ακριβώς τα παγκόσμια κοινωνικά φόρα δεν δημιούργησαν μια παγκόσμια και ενιαία δημόσια σφαίρα ή μια παγκόσμια κοινωνία των πολιτών. Επιπλέον, εάν θεωρηθεί ότι αποτελούν την προνομιακή μορφή παρέμβασης, κινδυνεύουν είτε να υποβιβαστούν σε μια παραλλαγή αγωνιστικού λόμπι ή, ακόμη χειρότερα, σε κινηματική εκδοχή της διαβούλευσης με την «κοινωνία των πολιτών» που ενίοτε προσφέρει η Ε.Ε. ως υποκατάστατο της πραγματικής δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας που καθημερινά υπονομεύει.
Στην ιστορία του εργατικού κινήματος οι μεγάλες τομές πάντα είχαν σχέση με τη συγκεκριμένη και επικαθορισμένη από τους όρους της συγκυρίας απάντηση στα ερωτήματα που άπτονται της συνάντησης του εθνικού και του υπερεθνικού ή στα ερωτήματα που άπτονται των αντιφάσεων μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα σε πιο παραδοσιακή μαρξιστική τοποθέτηση. Εκεί συμπυκνώνονταν οι ανταγωνιστικές ταξικές στρατηγικές. Σήμερα η στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, το εάν και κατά πόσο θεωρείται αναπόφευκτη, αναπόδραστη και μη αντιστρέψιμη (κατά τον ίδιο τρόπο που σοσιαλιστές απολογητές του ιμπεριαλισμού στην αρχή του 20ού αιώνα υπερασπίζονταν τη θέση τους με βάση τον νομοτελειακό χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας – ενίοτε και τον προοδευτικό και εκπολιτιστικό του ρόλο) ή εάν αντίθετα προκρίνεται η ρήξη και η σύγκρουση, ορίζει τη διαχωριστική γραμμή μέσα στην ευρωπαϊκή Αριστερά πολύ πιο αποτελεσματικά από οποιοδήποτε «αντικαπιταλιστικό» ή «κινηματικό» πρόσημο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ