ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Η Ε.Ε. και η δυναμική της άκρας Δεξιάς. Συνοπτική επισκόπηση των τάσεων που αναπτύσσονται ενόψει των ευρωεκλογών

Η Ε.Ε. και η δυναμική της άκρας Δεξιάς. Συνοπτική επισκόπηση των τάσεων που αναπτύσσονται ενόψει των ευρωεκλογών


Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παρουσιάζει η κοινωνικoπολιτική κρίση στη χώρα μας, με τη σχεδόν πλήρη κατάρρευση του πολιτικού συστήματος και τη δημιουργία ισχυρότατων φυγόκεντρων τάσεων τόσο προς τα δεξιά –με την εκρηκτική άνοδο της Χρυσής Αυγής– όσο και προς τ’ αριστερά –με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση και δυνάμει πρώτο κόμμα–, φαίνεται να δικαιώνουν σε πολιτικό και όχι οικονομικό επίπεδο το χαρακτηρισμό της Ελλάδας ως «ειδικής περίπτωσης». Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα όπου η «ριζοσπαστικοποίηση» του πολιτικού συστήματος και η κοινωνική πόλωση που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα την νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης και της οικονομικής κρίσης διοχετεύτηκαν και προς τις δύο κατευθύνσεις, με προνομιακό μάλιστα πόλο την Αριστερά.

Μια έστω και επιδερμική εξέταση των πολιτικών δυναμικών που αναπτύσσονται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ενόψει των ευρωεκλογών του Μαΐου δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η άκρα Δεξιά, στις διάφορες εκδοχές της, αποτελεί τον βασικό κερδισμένο της παρούσας συγκυρίας, με τις δυνάμεις της Αριστεράς να παρακολουθούν από απόσταση τις εξελίξεις παρά τη σχετική δυναμική που ανέπτυξαν το προηγούμενο διάστημα στην Τσεχία, την Ισπανία και τη Γαλλία (στην Πορτογαλία η σχετική άνοδος του ΚΚΠ αντισταθμίζεται από την πτώση του Μπλόκου της Αριστεράς).

Ας μην ξεχνάμε ότι η ανάδειξη της άκρας Δεξιάς σε βασικό υποδοχέα της λαϊκής δυσαρέσκειας και μείζονα πολιτικό παίχτη οφείλεται μεταξύ άλλων και στη στρατηγική αδυναμία της Αριστεράς είτε να απεγκλωβιστεί από έναν κακώς νοούμενο διεθνιστικό κοσμοπολιτισμό, που έθετε στο απυρόβλητο ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις όπως η Ε.Ε. παγιδευμένη επί της ουσίας και η ίδια στη λογική του «τέλους των ιδεολογιών», είτε να ξεπεράσει μια εσωστρεφή και εν πολλοίς φοβική ιδεολογική περιχαράκωση που την απέτρεπε από το να αρθρώσει έναν κοινωνικά γειωμένο και ηγεμονικό πολιτικό λόγο ως αποτέλεσμα της εσωτερίκευσης της ήττας του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στα τέλη της δεκαετίας του ’80.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του γαλλικού Εθνικού Μετώπου, που προβάλλοντας έναν κίβδηλο αντισυστημικό λόγο και έναν έωλο εθνικισμό, κατάφερε να αποκτήσει δεσμούς με πλατιά λαϊκά στρώματα (ιδιαίτερα της υπαίθρου), τα οποία βιώνουν πρωτοφανή οικονομικοκοινωνική υποβάθμιση κι ένα αίσθημα προσωπικής και συλλογικής ταπείνωσης. Τα αίτια, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, έχουν να κάνουν με την υποβάθμιση της Γαλλίας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, την υποσκέλιση του ρόλου της εντός της Ε.Ε., την αναζωπύρωση του κοινωνικού συντηρητισμού στο έδαφος της ανασφάλειας που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της διαδικασίας φιλελευθεροποίησης (βλ. υποχώρηση κοινωνικού κράτους, όξυνση κοινωνικών ανισοτήτων κ.λπ.) και της όξυνσης του μεταναστευτικού. Καταγγέλλοντας εξίσου τους γκωλιστές και την Αριστερά για υποτέλεια στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και παρουσιαζόμενο ως η μόνη πολιτική δύναμη ικανή να προασπιστεί τη λαϊκή κυριαρχία και τα εθνικά συμφέροντα απέναντι σ’ έναν κοινωνικά καταστροφικό διεθνοποιημένο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, το κόμμα της Λεπέν κατάφερε όχι μόνο να αναδειχθεί σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα αλλά και να αποτελεί αυτή τη στιγμή τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στη Γαλλία.

Η απειλή που νιώθουν να δέχονται τα εργατικά και μικρομεσαία στρώματα λόγω της οικονομικής κρίσης, της αποδόμησης των κεϋνσιανών πολιτικών (το μεταναστευτικό δεν μπορεί να ιδωθεί παρά ως απότοκο αυτών των διαδικασιών) και της σταδιακής απεμπόλησης της λαϊκής κυριαρχίας προς όφελος των μηχανισμών της Ε.Ε. δεν αποτελεί βέβαια γαλλική ιδιαιτερότητα. Στηριζόμενα σε μια έντονα εθνικιστική, αντιΕΕ, αντιμεταναστευτική και σοβινιστική, ως προς τις κοινωνικές παροχές, ρητορεία, ακροδεξιά κόμματα όπως το ολλανδικό PVV του Γκέερτ Βίλντερς και το αυστριακό FPO (και τα δύο μεταφράζονται στα ελληνικά ως Κόμμα της Ελευθερίας) έχουν μετεξελιχθεί σε κεντρικούς πολιτικούς παίχτες. Το μεν πρώτο προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις ενόψει των ευρωεκλογών με ποσοστά που αγγίζουν το 27%, ενώ το δεύτερο κονταροχτυπιέται με τους Σοσιαλδημοκράτες και το Λαϊκό Κόμμα για την πρωτιά και παρουσιάζει σχετικό προβάδισμα στις μετρήσεις για τις εθνικές εκλογές. Ο Βίλντερς μάλιστα, σε μια προσπάθεια να παγιώσει τη θέση του κόμματός του, παρουσίασε στις αρχές Φεβρουαρίου οικονομική έκθεση για τις ευεργετικές συνέπειες που θα είχε στην ολλανδική οικονομία η αποχώρηση της χώρας από την Ε.Ε., ζητώντας παράλληλα τη διενέργεια σχετικού δημοψηφίσματος.

Σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο υποβάθμισης της θέσης της Ευρώπης στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, έντασης των διακρατικών ανταγωνισμών και προσπάθειας ηγεμόνευσης των λαϊκών αντιδράσεων, δεν χωρά αμφιβολία ότι οι φυγόκεντρες τάσεις εντός της Ε.Ε. θα ενισχύονται με τη στήριξη τμημάτων των κατά τόπους αστικών τάξεων προς λύσεις εθνικιστικής αναδίπλωσης, όπως αυτές που υπόσχονται το Εθνικό Μέτωπο και το PVV (άλλωστε το οικονομικό πρόγραμμα του τελευταίου κινείται σε απόλυτα φιλοεπιχειρηματική κατεύθυνση). Με αυτή την έννοια η πρωτοβουλία των Λεπέν - Βίλντερς για συγκρότηση κοινού μετώπου με την ονομασία «Ευρωπαϊκή Συμμαχία για την Ελευθερία» (ΕΣΕ) και διακηρυγμένο στόχο την αποσύνθεση της Ε.Ε. εκ των έσω είναι μια κίνηση με ιδιαίτερη σημασία και συμβολισμό.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι τα τρία από τα επτά κόμματα τα οποία έχουν κληθεί να συμμετέχουν στην ΕΣΕ προέρχονται από τον σκανδιναβικό βορρά, γεγονός που με τη σειρά του καταδεικνύει τη διεισδυτικότητα που φαίνεται να αποκτά η αντιΕΕ και εθνοκεντρική, από οικονομικής και κοινωνικής σκοπιάς, ρητορεία ακόμη και σε παραδοσιακά ανεκτικές κοινωνίες που δεν έχουν πληγεί σοβαρά από την κρίση. Στην Φινλανδία το εθνικιστικό Κόμμα των Φινλανδών βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην τρίτη θέση με 17,8% οριακά πίσω από το Κεντροδεξιό NCP (Κόμμα Εθνικού Συνασπισμού), στη Σουηδία οι Σουηδοί Δημοκράτες διατηρούν ιστορικά υψηλά ποσοστά της τάξης του 10% παρά τις κατηγορίες για συμμετοχή μελών τους στα βίαια επεισόδια που έλαβαν χώρα τον Δεκέμβριο στη Στοκχόλμη από ομάδες ακροδεξιών, ενώ στη Δανία το Κόμμα του Λαού παραμένει σταθερά στην τρίτη θέση με ποσοστά μεταξύ 16% και 20%.

Αντίστοιχες πολιτικές τάσεις παρατηρούνται και στη Βρετανία με το UKIP (Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου) να εγκολπώνει μεγάλο τμήμα των αντιΕΕ και ξενοφοβικών αντανακλαστικών που ανθούν την τελευταία δεκαετία στη χώρα, ξεπερνώντας σε όλες τις τελευταίες μετρήσεις τους Συντηρητικούς του Κάμερον με ποσοστά της τάξης του 22% με 25%. Σε έρευνα μάλιστα που διεξήχθη για λογαριασμό του κυριακάτικου Independent στα μέσα Ιανουαρίου το UKIP αναδείχθηκε το δημοφιλέστερο πολιτικό κόμμα στη χώρα, αντλώντας σημαντική υποστήριξη ακόμη και σε περιοχές-προπύργια των Εργατικών.

Ιδιαίτερα σε χώρες που δοκιμάστηκαν σκληρότερα από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, η αρχική εμφάνιση ακροδεξιών ή ριζοσπαστικών δεξιών κομμάτων οδήγησε υπό το βάρος της κρίσης στην απελευθέρωση απροκάλυπτα νεοφασιστικών τάσεων. Κόμματα όπως η Χρυσή Αυγή και το ουγγρικό Jobbik αποτελούν σημεία τομής στη μεταπολεμική ιστορία της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς και πολιτική αποτύπωση όχι μόνο της κοινωνικής αποσάθρωσης και παθογένειας στα θεμέλια πολλών ευρωπαϊκών κοινωνιών αλλά και των ορίων της αντιδραστικής μετάλλαξής τους. Με μεσοσταθμικά ποσοστά της τάξης του 12% και 17% αντίστοιχα, με οργανωμένους παραστρατιωτικούς μηχανισμούς και οικοδόμηση μαζικών οργανώσεων βάσης, και τα δύο αυτά κόμματα αποτελούν έκφραση βαθύτερων κοινωνικών μετασχηματισμών και όχι παροδικά φαινόμενα, όπως συχνά αντιμετωπίζονται. Η προσπάθειά τους να συντονιστούν σε αυτοτελές δίκτυο μαζί με άλλα νεοφασιστικά κόμματα, όπως το βρετανικό BNP (βλ. την επίσκεψη του αρχηγού του Jobbik Γκάμπορ Βόνα στο Λονδίνο και την επίσκεψη του αρχηγού του BNP Νικ Γκρίφιν στην Αθήνα), στα δεξιά του ΕΣΕ καταδεικνύει επίσης και τη διακριτική στρατηγική που θέλουν να αναπτύξουν σε σχέση με τα «παραδοσιακά» και κατ’ αυτούς ενσωματωμένα ακροδεξιά κόμματα της δυτικής και βόρειας Ευρώπης.

Αναβιώνει λοιπόν ο φασισμός ως δυνάμει στρατηγικό σχέδιο των αστικών τάξεων για το ξεπέρασμα της κρίσης, όπως υπαινίσσονται όσοι τονίζουν τις ομοιότητες με την περίοδο του Μεσοπολέμου; Κάτι τέτοιο φαίνεται προς το παρόν μάλλον απίθανο, και κομμάτι αυτής της εκτίμησης αποτελεί δίχως άλλο η ίδια η αδυναμία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς να αναμετρηθούν με πραγματικούς όρους με το ζήτημα της εξουσίας. Αξίζει πάντως εδώ να σημειώσουμε το εξής: παρότι η επιχείρηση της κυβέρνησης Σαμαρά να αξονίσει την πολιτική αντιπαράθεση γύρω από τη θεωρία των δύο άκρων είχε αντικειμενικά κοντά ποδάρια σε μια χώρα η οποία απελευθερώθηκε και εκδημοκρατίστηκε μέσα από τους αιματοβαμμένους αγώνες που έδωσε το λαϊκό κίνημα με ραχοκοκαλιά και υπό την καθοδήγηση της κομμουνιστικής Αριστεράς, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την ευρύτερη σημασία που έχει αυτό το ιδεολόγημα για την ίδια την πολιτική και ηθική νομιμοποίηση της Ε.Ε. ως δημοκρατικής και φιλελεύθερης υπέρβασης των δύο «φασισμών» που τυράννησαν την Ευρώπη επί σχεδόν εβδομήντα χρόνια (βλ. τις συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με θέμα την καταδίκη ή την απαγόρευση κομμουνιστικών νεολαιών και κομμάτων).

Όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας έτσι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο η πραγματικότητα είναι δυστυχώς ανυπέρβλητο εμπόδιο για τους παραχαράκτες της ιστορίας και τις επιδιώξεις τους. Έτσι λοιπόν, όταν πολυμελής ομάδα Ευρωπαίων διπλωματών υπό την ηγεσία της υπεύθυνης εξωτερικών σχέσεων της Ε.Ε. Κάθριν Άστον επισκέφτηκε το Κίεβο στις αρχές Δεκεμβρίου, ένας εκ των συνομιλητών της αντιπροσωπείας ήταν και ο Ολέγ Τιαχνίμποκ, αρχηγός του νεοφασιστικού κόμματος «Σβόμποντα» και κατά καιρούς συνεργάτης του εκλεκτού της δύσης Βιτάλι Κλίτσκο. Το ήθελε, φαίνεται, η ιστορία να είναι οι Ουκρανοί φασίστες του «Σβόμποντα» και του Δεξιού Τομέα αυτοί που με το μεγαλύτερο σθένος «παλεύουν για την ευρωπαϊκή σημαία» στα οδοφράγματα του Κιέβου, γράφοντας το «νέο αφήγημα της Ευρώπης». Ο συμβολισμός και μόνο αυτών των γεγονότων θα έπρεπε να προβληματίσει όσους επιμένουν να βλέπουν στην Ε.Ε. το σπίτι των λαών...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.