Η ευρωζώνη είναι ένας άνισος συνασπισμός των ευρωπαϊκών αστισμών, ένα υποσύνολο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Το ενοποιητικό στοιχείο, ο οικονομικός και πολιτικός μηχανισμός που δένει περισσότερο μεταξύ τους τη Γαλλία και τη Γερμανία, από τις χώρες αυτές, με λ.χ. τις ΗΠΑ είναι το κοινό νόμισμα. Γιατί το νόμισμα, η ειδική έκφραση του χρήματος στο πλαίσιο ενός κοινωνικού σχηματισμού, δεν είναι μόνο το σημαντικότερο στοιχείο μια χρηματικής οικονομίας, είναι επίσης και ένα πολιτικά σημαντικό μέγεθος.
Το νόμισμα κάθε χώρας είναι μέτρο της ισχύος της, μέτρο της θέσης της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, όσον αφορά τις σχέσεις της με τις άλλες χώρες. Αλλά και στο εσωτερικό, το νόμισμα είναι μέτρο σταθερότητας του συστήματος, της ισχύος της άρχουσας τάξης έναντι των υπολοίπων: η κατάρρευση, για παράδειγμα, ενός νομίσματος σε συνθήκες υπερπληθωρισμού ή τραπεζικού πανικού οδηγεί (εφόσον δεν αναστραφεί τάχιστα) και σε κατάρρευση του πολιτικού κέντρου.
Το ευρώ καθιερώθηκε ως μια προσπάθεια των ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών για την υπέρβαση των (και ιστορικών) ευρωπαϊκών αντιθέσεων. Ήταν μια προσπάθεια εξαρχής αντιφατική. Η κυριότερη αντίφασή του είναι ο προγραμματικός αποκλεισμός ενός από τα κυριότερα οικονομικά και πολιτικά όπλα που διαθέτει μια εθνική αστική κυβέρνηση για τη σταθεροποίηση της οικονομικής λειτουργίας στα όρια ευθύνης της, τη δυνατότητα να ελέγχει την κυκλοφορία του χρήματος: τα επιτόκια, τις χρηματικές ροές, τις επιδοτήσεις, τον πληθωρισμό, όπλο που της επιτρέπει να συμβιβάζει αντιθέσεις και να μειώνει την ανισόμετρη ανάπτυξη στο εσωτερικό μιας χώρας.
Για παράδειγμα, ως προς το τελευταίο, η Ήπειρος και η Αττική δεν είναι εξίσου αναπτυγμένες καπιταλιστικά περιοχές. Η διαφορά αυτή απαλύνεται (εκτός από τη μετανάστευση, κυρίως την εσωτερική) από την κατευθυνόμενη από το κράτος ροή επενδύσεων προς την περιφέρεια (δρόμοι, υποδομές, νοσοκομεία, πανεπιστήμια), επενδύσεων που από τη μία κρατούν την ανεργία σε αποδεκτά επίπεδα και από την άλλη οικοδομούν τις προϋποθέσεις για τη μελλοντική προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, αφού οι τελευταίες θα γίνουν σε ένα περιβάλλον που θα εγγυάται, λόγω των υποδομών και του υγιούς εργατικού δυναμικού, την κερδοφορία τους.
Η χρηματοδότηση μιας τέτοιου τύπου δημοσιονομικής πολιτικής «παρεμβατικού», κεϋνσιανού κράτους γίνεται αν υπάρχει η αντίστοιχη νομισματική ελευθερία• αν, κάθε στιγμή, η κυβέρνηση μαζί με την Κεντρική Τράπεζα μπορούν να ελέγχουν το νόμισμα και να χρηματοδοτούν την πολιτική αυτή όχι (μόνο) με δανεισμό σε σκληρό συνάλλαγμα, αλλά και με εσωτερικό δανεισμό και «κοπή χρήματος».
Το ευρώ από τη γένεσή του είναι ουσιωδώς νεοφιλελεύθερο. Καμιά κυβέρνηση της ευρωζώνης (ούτε καν η γερμανική) δεν έχει τον έλεγχο του νομίσματος, ο οποίος εκχωρείται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κάνοντας το ευρώ ξένο νόμισμα για όλους. Η ΕΚΤ είναι από κατασκευής ένας δυσκίνητος γραφειοκρατικός μηχανισμός χωρίς γρήγορη και άμεση αποφασιστική ισχύ, που οι όποιες αποφάσεις του πρέπει να είναι αργοί συμβιβασμοί στο ελάχιστο μεταξύ των μετόχων της (δηλαδή των κρατών της ευρωζώνης, με μέτρο τη σχετική τους ισχύ).
Αυτό σημαίνει ότι καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να ακολουθήσει μια πολιτική χρηματοδότησης της «ανάπτυξης», μια πολιτική κεϋνσιανού τύπου, απλούστατα επειδή δεν μπορεί να βρει τα λεφτά. Ο μόνος τρόπος να το κάνει είναι ο δανεισμός σε ξένο σκληρό νόμισμα (ευρώ) από τις «αγορές» (τις ιδιωτικές τράπεζες) και κανένας άλλος. Ακόμα και ο εσωτερικός δανεισμός (μια πρόταση που έχει ακουστεί ως λύση για το ελληνικό πρόβλημα) στην πραγματικότητα είναι εξωτερικός: το ευρώ δεν είναι το εθνικό νόμισμα καμιάς από τις χώρες της ευρωζώνης.
Άρα, οι χώρες που συμμετέχουν στο κοινό νόμισμα είναι υποχρεωμένες να ακολουθήσουν συγκεκριμένους κανόνες στο παιχνίδι της ταξικής πάλης (εξαγωγική ισχύς, μείωση των ελλειμμάτων, μηδενισμός του χρέους, άρα κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους), επειδή αν δεν τους ακολουθήσουν, υπάρχει στο τέλος του δρόμου ένας βέβαιος κίνδυνος που καμία χώρα με το δικό της νόμισμα δεν διατρέχει: η χρεοκοπία. Οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, παρά τα τεράστια χρέη τους, επειδή ακριβώς τα τελευταία είναι σε εθνικό νόμισμα, δεν διατρέχουν κίνδυνο χρεοκοπίας και τα επιτόκια τους είναι σε ιστορικά χαμηλά. Αντίθετα, ο κίνδυνος αυτός είναι πλέον υπαρκτός και προφανής όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για όλες τις χώρες της ευρωζώνης, ακόμα και για τη Γερμανία.
Το παιχνίδι αυτό είναι αδιέξοδο. Υπάρχουν στιγμές κρίσης που το καπιταλιστικό κράτος πρέπει αναγκαστικά να χρηματοδοτήσει τόσο τον ιδιωτικό τομέα (που σε συνθήκες κρίσης δεν θα επενδύσει), κάνοντας αυτό επενδύσεις, όσο και τις στοιχειώδεις κοινωνικές ανάγκες (υγεία, παιδεία κ.λπ.) για να μην υπάρξει κοινωνική κατάρρευση. Είναι απλώς αδύνατο κάτι τέτοιο να γίνει αν το κράτος δεν έχει τον έλεγχο των χρηματικών ροών (αφού ο τελευταίος έχει εκχωρηθεί μέσω του ευρώ στις «αγορές»).
Ευρώ και δραχμή δεν είναι το ίδιο. Σε συνθήκες μεγάλης κρίσης και πίεσης από το κίνημα, κάθε αστική κυβέρνηση μπορεί να υποχωρήσει από τη σκληρή λιτότητα, εφόσον έχει στα χέρια της το νόμισμα. Είναι απλώς αδύνατο να συμβεί αυτό αν ο έλεγχος του νομίσματος δεν είναι στα χέρια της, άρα δεν έχει λεφτά. Αυτός που πρέπει να υποχωρήσει είναι ο συνασπισμός εξουσίας που ελέγχει το νόμισμα – και αυτός είναι, πρώτον, μακριά (στις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη) και, δεύτερον, μπορεί και να αδιαφορεί παγερά στο ενδεχόμενο κατάρρευσης μιας χώρας ή ακόμα και να το παροξύνει αν κάτι τέτοιο τον συμφέρει και αν δεν είναι πιεσμένο από συγχρονισμένα κινήματα σε όλη την Ευρώπη.
Η ευρωζώνη φλέγεται
Σύμφωνα με τα παραπάνω, για να σταθεροποιηθεί το κοινό νόμισμα θα έπρεπε να γίνουν μια σειρά από αμοιβαίες υποχωρήσεις των ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών, ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι από συμβιβασμούς, τσακωμούς, αμοιβαίες εκχωρήσεις δικαιωμάτων για τη δημιουργία μιας οιονεί κρατικής ευρωπαϊκής δομής. Μια διαδικασία σύμφωνα με την οποία η «Γερμανία θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της» ή, ακόμα πιο επιθετικά, «η Γερμανία θα πρέπει να αποδώσει μερικά από τα κέρδη που έχει αποκομίσει από το ευρώ».
Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται ένα σημαντικό τμήμα των ευρωπαϊκών κέντρων διαμόρφωσης γραμμής, ειδικά από τις νότιες χώρες. Εκτιμούν ότι μπορεί να πείσουν τη Γερμανία πως με μια τέτοια διαδικασία η συντονισμένη ήττα και συντριβή των ευρωπαϊκών υποτελών τάξεων θα επιτελεστεί με λιγότερες διαλυτικές συνέπειες, παρά αν η τελευταία κρατήσει τη «σκληρή» γραμμή. Αν μάλιστα εύρισκαν κι έναν τρόπο το σενάριο αυτό να συμπεριλάβει τη «θυσία» των πιο ασθενών μελών της ένωσης (όπως η Ελλάδα) για χάρη της πειθάρχησης των υπολοίπων, τόσο το καλύτερο.
Δυστυχώς (ή μάλλον ευτυχώς) αυτό είναι ένα σενάριο που βασίζεται σε δύο μάλλον ανεδαφικές παραδοχές. Η πρώτη είναι ότι μέσα στο άμεσο επόμενο κρίσιμο διάστημα θα υπάρξει χώρος για αστάθεια, η παγκόσμια οικονομία θα είναι σε θέση να απορροφήσει τις ενδεχόμενες αναταράξεις από την πορεία προς την «πλήρη» ενοποίηση της ευρωζώνης, η οποία, υποτίθεται, θα αποτελέσει ένα γεγονός τέτοιας σημασίας που θα τραβήξει προς τα πάνω όλες τις καπιταλιστικές οικονομίες του κόσμου. Πρόκειται περί ανοησίας.
Η παγκόσμια κρίση τώρα αρχίζει να μπαίνει στην τελευταία και οξύτερη φάση της, μια φάση με απρόβλεπτες συνέπειες σε διεθνές επίπεδο. Το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο (που έκφρασή του είναι τα τεράστια χρέη, τα λιμνάζοντα χρηματιστηριακά προϊόντα που πανικόβλητα τρέχουν σε κάθε πραγματικό ή φανταστικό «ασφαλές λιμάνι» ακόμα και με χασούρα) πρέπει να απαξιωθεί πριν υπάρξει καπιταλιστική ανάπτυξη. Και η απαξίωση αυτή δεν είναι μια διαδικασία που μπορεί να γίνει εύκολα, καθαρά, ανώδυνα και –κυρίως– γρήγορα. (Πάντως θα πρέπει να σημειωθεί ότι πλησιάζουμε στο σημείο όπου η εκκαθάριση θα έχει επιτευχθεί, ένα σημείο μέγιστου κινδύνου για το κίνημα, αφού η προσμονή του νέου κέρδους θα κάνει το κεφάλαιο πολύ πιο επιθετικό.)
Η δεύτερη και πιο ειδικά ευρωπαϊκή παραδοχή είναι ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να γίνει, εφόσον στο κάτω κάτω είναι προς το αμοιβαίο όφελος τόσο των «νότιων» όσο και των «βόρειων». Οι πλεονασματικοί «βόρειοι» θα βάλουν βέβαια το χέρι βαθιά στην τσέπη τώρα για να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη των «νότιων», αλλά τα οφέλη θα είναι μακροπρόθεσμα και σταθερά. Ε, λοιπόν, δεν είναι έτσι.
Ο μεγάλος ασθενής
Εκ μέρους των «νότιων» και κάτω από το βάρος της πραγματικότητας της κρίσης, όλο και πιο πολύ γίνεται αποδεκτή η άποψη που λέει ότι το κοινό νόμισμα λειτούργησε θετικά για τη Γερμανία. Είναι σαν να έχουν οι Έλληνες (και τα PIGS) ένα διαρκώς υπερτιμημένο νόμισμα και οι Γερμανοί ένα διαρκώς υποτιμημένο. Άρα εμείς είχαμε φτηνές εισαγωγές (με καταστροφή της εγχώριας βιομηχανίας) και φτηνά δάνεια (με αύξηση του χρέους), ενώ οι Γερμανοί είχαν φτηνές εξαγωγές (με δυνάμωμα της βιομηχανίας τους) και παροχή δανείων, άρα μείωση του χρέους. Εμείς χάσαμε, αυτοί νίκησαν.
Το μόνο πρόβλημα με αυτή τη συλλογιστική είναι ο ορισμός του «αυτοί» και του «εμείς». Αν «αυτοί» είναι γενικά και αόριστα η Γερμανία, τότε είναι λάθος. Αν πάλι «εμείς» είμαστε οι δυνάμεις της εργασίας σε Ελλάδα, Γερμανία, Ισπανία κ.λπ. και «αυτοί» είναι το κεφάλαιο στις ευρωπαϊκές χώρες (και ακόμα περισσότερο το μεγάλο κεφάλαιο), τότε είναι σωστή. Και παρά την ως τώρα κακή έκβαση των πραγμάτων για «εμάς», η νίκη αυτή του κεφαλαίου έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε πύρρειο νίκη.
Η Γερμανία και όχι τα PIGS είναι ο μεγάλος ασθενής της ευρωζώνης. Η βάση της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας είναι οι εξαγωγές της. Αυτές βασίστηκαν στη συντριβή του εργατικού εισοδήματος από τους σοσιαλδημοκράτες του Σρέντερ και του Φίσερ. Όταν οι μισθοί ανέβαιναν παντού αλλού στην ευρωζώνη, στη Γερμανία κρατήθηκαν σταθεροί. Επιπλέον (και αυτό είναι πιο σημαντικό), εκεί υπήρξε τεράστια πειθάρχηση του εργατικού δυναμικού, με την πλήρη εφαρμογή της εργασιακής ευελιξίας προς όφελος του κεφαλαίου: μερική απασχόληση, ανασφάλιστη εργασία, διευθυντικό δικαίωμα.
Το αποτέλεσμα ήταν η εξαγωγική έκρηξη. Πάνω από 40% του γερμανικού ΑΕΠ είναι οι εξαγωγές της, όταν για την Ιαπωνία (που επίσης είναι εξαγωγικός γίγαντας) το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 20%. Τέτοια εξάρτηση από τις εξαγωγές όμως δεν είναι δύναμη• ιδωμένο από μιαν άλλη πλευρά, σημαίνει ότι ο γερμανός εργαζόμενος δεν καταναλώνει αυτά που παράγει. Οι εξαγωγές είναι ταυτόχρονα εξαγωγή αξιών χρήσης με αντάλλαγμα χρήμα, ανταλλακτική αξία, η οποία βέβαια δεν διαχέεται στην κοινωνία. Το παραγόμενο προϊόν δεν το καταναλώνουν σε κανένα ποσοστό του οι παραγωγοί, δεν συμμετέχει στην αύξηση της «ποιότητας ζωής» τους.
Η γερμανική κοινωνία είδε ραγδαία αύξηση των ανισοτήτων, που εκφράζεται από μια προβληματική εσωτερική οικονομία. Ή αλλιώς, τα τεράστια κέρδη των γερμανών καπιταλιστών δεν επανεπενδύθηκαν στη Γερμανία. Αντίθετα, έγιναν σε γενικές γραμμές μη παραγωγικές επενδύσεις (με τη μορφή δανείων) σε διάφορες φούσκες ή άρχισαν να λιμνάζουν σε τραπεζικά προϊόντα. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η «καρδιά» του γερμανικού βιομηχανικού καπιταλισμού, υποφέρουν. Οι δημόσιες υποδομές χρειάζονται ανανέωση. Οι τοπικές κυβερνήσεις μαζεύουν χρέος. Οι εργαζόμενοι δεν είχαν αυξήσεις (εκτός από μία τελευταία, κατά 4%, που δεν καταφέρνει στο ελάχιστο να εξισορροπήσει τις απώλειες χρόνων). Το δημογραφικό πρόβλημα είναι το οξύτερο στον πλανήτη, εγγυώμενο ότι σύντομα δεν θα υπάρχουν αρκετοί εργάτες για τα εργοστάσια.
Το κυριότερο είναι ότι όλο αυτό το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο κινδυνεύει κάθε στιγμή να απαξιωθεί, αν οι χώρες του Νότου πτωχεύσουν (αφού τα χρέη τους είναι σε μεγάλο βαθμό τα κέρδη από τις γερμανικές εξαγωγές). Αλλά ακόμα χειρότερα: αν το μοντέλο της ανάπτυξης μέσω εξαγωγών για όλη την Ευρώπη πετύχαινε, το γερμανικό μοντέλο θα είχε αποτύχει: δεν γίνεται όλοι να εξάγουν ταυτόχρονα, κάποιος πρέπει να εισάγει! Με τα τρέχοντα δεδομένα, το καλύτερο δυνατό ενδεχόμενο για τους ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς είναι μια μακρά περίοδος «βαλτώματος» και ακινησίας, μια παρατεταμένη κρίση σαν αυτή που περιέγραφε ο Ένγκελς για το δεύτερο μισό του 19ου αι.
Η Ευρώπη είναι σε μια κατάσταση «lose-lose». Δεν υπάρχουν για το κεφάλαιο εύκολες λύσεις. Η συμπίεση της κερδοφορίας, τα κεφάλαια που δεν έχουν πού να επενδυθούν, οι καυτές πατάτες των τραπεζών που χρεοκοπούν (και κανείς δεν θέλει να «διασώσει» με δικά του λεφτά) σημαίνουν μόνο ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί θα οξυνθούν. Οι «συγκρούσεις» μεταξύ του Μόντι και της Μέρκελ θα συνεχιστούν, χωρίς να είναι δυνατό κάποιος να υποχωρήσει πλήρως, μόνο μικροκινήσεις κατευνασμού των «αγορών» μπορούν να δοθούν, κινήσεις που θα εκπνέουν όλο και πιο γρήγορα, σε μέρες αντί για μήνες, σε ώρες αντί για μέρες.
Η μόνη κόκκινη γραμμή που θα υπάρχει θα είναι η περαιτέρω πίεση προς την εργασία. Γιατί κάθε νίκη του κεφαλαίου είναι και μια μικρή ανανέωση της «εμπιστοσύνης των αγορών». Το ευρώ, επομένως, θα γίνει προσπάθεια να διατηρηθεί για όσο καιρό οι εκτιμώμενες απώλειες από τη διάλυσή του θα είναι μεγαλύτερες από τη διατήρησή του, ένα πλάνο που έχει κοντά ποδάρια αφού δεν προσφέρει ελπίδα στο κεφάλαιο, εκτός αν υπάρξει κάποιο αναπτυξιακό θαύμα. Δυστυχώς, τα θαύματα σπανίζουν πλέον...
Υπάρχει διέξοδος;
Είναι ουτοπικό να ελπίζει κανείς σε αναστροφή της κατάστασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσα στο μηχανισμό του ευρώ. Μια τέτοια αλλαγή θα σήμαινε τη δυνατότητα ύπαρξης ενός ενιαίου πολιτικού κέντρου που να μπορεί να το επηρεάσει (ή οριακά να το ανατρέψει) η συνασπισμένη ευρωπαϊκή εργασία. Ο μηχανισμός του ευρώ όμως βασίζεται στην ακριβώς αντίθετη κίνηση: πολυδιάσπαση των εργατικών κινημάτων και συνασπισμό των αστικών δυνάμεων, με ταυτόχρονη εστίαση των δικών τους προβλημάτων στο σύνολο των υποτελών τάξεων. Το σπάσιμο του φαύλου αυτού κύκλου είναι η μόνη ελπίδα. Και σε εθνικό και σε διεθνικό επίπεδο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ