Στοιχείο κάθε θεωρίας συνωμοσίας είναι η ύπαρξη μιας ανώτερης σκοτεινής δύναμης που κινεί τα νήματα βάσει ενός «μεγάλου σχεδίου». Η δύναμη αυτή είναι πάντα φανταστική (ακόμη κι όταν η θεωρία έχει πραγματική βάση). Είναι μια αντανάκλαση της εκάστοτε απρόσιτης –και γι’ αυτό μυστηριώδους– ανώτατης εξουσίας. Έτσι λ.χ. ο όρος «Εβραίοι τοκογλύφοι» είναι μια παραμορφωμένη αντανάκλαση του υπαρκτού διεθνοποιημένου χρηματιστικού κεφαλαίου. Με την προσθήκη του προσδιορισμού «Εβραίοι» ο όρος χάνει σε ερμηνευτική δύναμη και κερδίζει σε συναισθηματική ισχύ (που επιτείνεται από τον όρο «τοκογλύφος»: άλλο αυτό, άλλο «τραπεζίτης»). Παρόλη την υπαρκτή τους βάση όμως, οι «Εβραίοι τοκογλύφοι» παραμένουν φανταστικοί: ακόμη κι αν όλοι οι εβραϊκής καταγωγής τραπεζίτες έφευγαν ξαφνικά από τη μέση, το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο θα παράμενε αυτό που είναι σήμερα και χειρότερο. Και αυτό δεν είναι υπόθεση αλλά ιστορικό γεγονός που αποδείχτηκε εμπειρικά από τους ναζί: οι γερμανικές τράπεζες έπαψαν προ πολλού να έχουν στις τάξεις τους Εβραίους...
Η δύναμη των θεωριών συνωμοσίας βρίσκεται στη φαντασιακή επιστροφή στην «κανονικότητα» που επιτυγχάνουν χωρίς να ανατρέπουν την κοινωνική τάξη. Αν φύγουν από τη μέση όλοι οι Εβραίοι τοκογλύφοι θα ξαναγυρίσουμε σε μια (επίσης φανταστική) ιδανική προηγούμενη κατάσταση, εκεί που κανένας δεν μας έπινε το αίμα. Δεν είναι επομένως τυχαία η διάδοση τέτοιων ιδεολογημάτων στη λαϊκή βάση της Ακροδεξιάς, δηλαδή σε αυτούς που λόγω ταξικής θέσης θέλουν τα πράγματα να αλλάξουν (αφού η αντικειμενική πραγματικότητα είναι φανερό ότι δεν οδηγεί σε βελτίωση της θέσης τους), αλλά δεν είναι πολιτικά σε θέση να δεχτούν το αναγκαστικό συμπέρασμα ότι η αλλαγή σημαίνει και ριζική ανατροπή της τρέχουσας κοινωνικής τάξης. Η (βίαιη) «αλλαγή» επομένως εναποτίθεται στα χέρια όσων είναι ήδη στα πράγματα. Έτσι, ο ένοχος απλώς αλλάζει όνομα και απωθείται στο φαντασιακό. Η πρόβλεψη του τι θα γίνει τελικά είναι εύκολη: η κατάσταση δεν θα αλλάξει.
Το τέλος της παγκόσμιας ανάκαμψης;
Οι αστικές, ιμπεριαλιστικές τάξεις σε γενικές γραμμές δεν χρειάζονται θεωρίες συνωμοσίας για να ισορροπήσουν το ιδεολογικό τους σύμπαν. Το φαντασιακό τους ικανοποιείται πλήρως από το φανταστικό κεφάλαιο (μετοχές, χρέη, αποδόσεις χρηματικών προϊόντων) το οποίο διαχειρίζονται. Επιπλέον, όταν χρειάζονται αλλαγές, τις προκαλούν, δεν τις φαντασιώνονται. Το πολύ πολύ να διοχετεύσουν πρώτη ύλη για τη διάδοση τέτοιων ιδεολογημάτων στις κατώτερες τάξεις – με κορυφαίο παράδειγμα τα Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών, έργο της τσαρικής ασφάλειας. Το ερώτημα που προκύπτει είναι βέβαια τι θα γινόταν αν –για διάφορους λόγους– δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσουν τις αλλαγές που χρειάζονται. Αν για κάποιο λόγο παγιδεύονταν σε μια ιστορική συνθήκη κατά την οποία δεν θα είχαν τον έλεγχο.
Κι όμως, αυτή είναι η συγκυρία στην Ευρωζώνη σήμερα από τη μεριά των κυρίαρχων τάξεων. Η συγκυρία της κρίσης στο διεθνές επίπεδο είχε ως τώρα χαμένους και κερδισμένους. Στο έως τώρα ταμείο κερδισμένοι είναι αναμφισβήτητα οι Αμερικανοί. Η κεντρική πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης» (που επί της ουσίας έβαζε την Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει από τις τράπεζες απαξιωμένα χαρτιά, άρα να τις ξεφορτώνει από αυτά) κράτησε τις ΗΠΑ σε μια σχετικά καλή κατάσταση. Η ανάπτυξη πέρυσι στη χώρα, χωρίς να είναι εντυπωσιακή, ήταν λογική. Η ανεργία, αν και ιδιαίτερα υψηλή, δεν έφτασε στα ευρωπαϊκά επίπεδα. Αλλά το σημαντικό είναι ότι τόσο οι ανισότητες όσο και τα κέρδη των πολυεθνικών αυξήθηκαν ξανά σε «λογικά» επίπεδα, εφάμιλλα της προκρισιακής συγκυρίας.
Όλα καλά δηλαδή για το διεθνοποιημένο αμερικανικό κεφάλαιο, το οποίο βρέθηκε να κάθεται πάνω σ’ ένα βουνό ρευστότητας, χρηματικής ενσάρκωσης του φανταστικού κεφαλαίου, ρευστότητας που δεν αξίζει (λόγω υπερσυσσώρευσης) να επενδυθεί σε παραγωγικό κεφάλαιο. Γιατί αυτή είναι η συγκυρία της κρίσης: δεν υπάρχουν σήμερα επενδύσεις που να αξίζει να βάλεις τα λεφτά σου, αν έχεις λεφτά. Η διέξοδος για τα περισσευούμενα αυτά κεφάλαια ήταν μέχρι πρόσφατα οι αναπτυσσόμενες οικονομίες – οι ΒRICS, η Ινδονησία, η Τουρκία, δημιουργώντας τα τελευταία δύο με τρία χρόνια συνθήκες φούσκας σε αυτές. Μιας φούσκας που ενισχύθηκε από την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας στις εν λόγω χώρες εξαιτίας του ρόλου τους ως προμηθευτών πρώτων υλών στην Κίνα.
Όλες οι ιστορίες, αντίθετα με την Ιστορία, έχουν ένα τέλος. Και τούτο το τέλος δεν διαφαίνεται ευτυχές, τουλάχιστον για τις λαϊκές μάζες αυτών των χωρών. Το μάζεμα της ρευστότητας που άρχισε ή πρόκειται να αρχίσει η FED (το περιβόητο «tapering») μαζί με τις γενικότερες συνθήκες σε διεθνές επίπεδο εγκυμονούν κρισιακούς κινδύνους, τόσο σε οικονομικό και νομισματικό επίπεδο όσο και σε πολιτικό. Προπομπός τους, η κακή κατάσταση της Τουρκίας, η ναζιστική αλαζονεία στην Ουκρανία, οι ταραχές στη Βοσνία και η προβληματική κατάσταση στην Ινδονησία. Για να μην αναφέρουμε τη Ρωσία που βρίσκεται μπροστά σ’ ένα ξεκάθαρο «τέλος εποχής». Η κατάσταση είναι εύθραυστη και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις κινήσεις των ΗΠΑ, της δύναμης με τη μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων αυτή τη στιγμή. Και η Ευρώπη; Η Ευρώπη είναι εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση που δεν διαθέτει κανένα μακροπρόθεσμα αισιόδοξο για το μεγάλο κεφάλαιο μήνυμα και –ακόμα χειρότερα για μας– πολύ μικρή ελευθερία κινήσεων.
Η Ε.Ε. ως θεωρία συνομωσίας
Όσον αφορά τη χώρα μας, η πρόσφατη μυστική συνάντηση υψηλόβαθμων αξιωματούχων του ΔΝΤ, της Κομισιόν και της ΕΚΤ με τους υπουργούς Οικονομικών της Γαλλίας και της Γερμανίας, χωρίς τον Έλληνα ομόλογό τους, με θέμα τη διαχείριση του ελληνικού χρέους το δίχως άλλο δείχνει το βαθμό υποτέλειας που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση και ταυτόχρονα την απώλεια «κυβερνησιμότητας» της χώρας. Δείχνει δηλαδή πόσο λίγο μετράει η γνώμη της κυβέρνησης στα φόρα που κυβερνούν τον κόσμο. Υπάρχει όμως κι ένα δεύτερο στοιχείο που αποκαλύπτεται εδώ.
Στη συνάντηση δεν συμμετείχε επίσης ούτε ένας από τους νομιμοποιημένους πολιτικά μηχανισμούς της ένωσης. Τέτοιοι θα μπορούσαν να είναι λ.χ. το Συμβούλιο Υπουργών της ένωσης ή άλλοι μηχανισμοί, στους οποίους –εννοείται– δεν εκπροσωπούνται λαϊκά ευρωπαϊκά συμφέροντα αλλά αποτυπώνεται ο εκάστοτε συσχετισμός δύναμης μεταξύ των μελών της ένωσης (το ούτως ή άλλως γελοία αδύναμο Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο δεν διαθέτει καμιά ισχύ ούτε πρόκειται να αποκτήσει μετά τις εκλογές, δεν είναι ένας τέτοιος μηχανισμός). Όμως η μεταφορά της συζήτησης για τα «σοβαρά» ζητήματα σ’ ένα τέτοιο όργανο θα σήμαινε αδυναμία λήψης αποφάσεων στρατηγικού χαρακτήρα και το ουσιαστικό σταμάτημά της. Η κατάσταση είναι σοβαρή και απαιτεί τη λήψη άμεσων μέτρων και αποφάσεων, έστω και εξωθεσμικά, και όχι μια ατέρμονη αντιπαράθεση μεταξύ των υπουργών.
Η ίδια η Ε.Ε. έχει φτάσει σ’ ένα σημείο που έως τώρα είχε αναδειχθεί από την κρίση μόνο στο πλαίσιο των εθνικών κοινοβουλίων: εμφανίζει χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε κράτος έκτακτης ανάγκης – και μάλιστα χωρίς να είναι ούτε κατά διάνοια κράτος. Το ρόλο του κράτους τον αναλαμβάνουν, χωρίς να τους αντιστοιχεί, με το δίκαιο της ισχύος, οι κατά τεκμήριο δύο ισχυρότερες δυνάμεις (Γαλλία και Γερμανία) με την αναγκαστική αρωγή βέβαια των διεθνών μηχανισμών χρήματος ΔΝΤ και ΕΚΤ. Η κρίση στο οικονομικό επίπεδο ξεγυμνώνει σιγά σιγά και την τυπική, προσχηματική προσήλωση στις λεγόμενες δημοκρατικές διαδικασίες όχι μόνο εδώ αλλά και στην καρδιά της Ευρώπης.
Εδώ έχουμε απλώς ένα σύμπτωμα των βαθύτερων κρισιακών αντιφάσεων, τις οποίες το κοινό νόμισμα και η δυναμική που αυτό φέρει οξύνουν ακόμα περισσότερο. Πριν από την κρίση, η αφθονία οικονομικών μέσων επέτρεπε εν ολίγοις τη διαπραγμάτευση των εκάστοτε πολιτικών επιδίκων στο πλαίσιο τυπικά (και μόνο τυπικά) «δημοκρατικών» ευρωπαϊκών θεσμών. Η φτώχεια φέρνει γκρίνια και την ανάγκη καθενός από τους παίκτες να κάνει τα κουμάντα του, που λένε και στην πιάτσα. Κι εδώ, στα κουμάντα, αρχίζουμε να τα χαλάμε. Γιατί αν σε εθνικό επίπεδο το κράτος μπορεί να αναλάβει τον ημιαυτόνομο ρόλο της επιβολής των αναγκαίων μέτρων συμβιβάζοντας τις ενδοαστικές αντιθέσεις, σε ευρωπαϊκό επίπεδο η απουσία κρατικής δομής σημαίνει απλώς ότι ο καθένας κάνει ό,τι νομίζει.
Γιατί η Ε.Ε. στο σύνολό της βρίσκεται τώρα σε πιο ευαίσθητη και δύσκολη θέση από τη θέση που βρισκόταν όταν ξεκινούσε η κρίση. Οι πολύτιμες τράπεζές της είναι τώρα πολύ πιο χρεωμένες και μοχλευμένες από πριν, αντίθετα με τις αμερικανικές που –εν μέρει τουλάχιστον και μέχρι το σκάσιμο της επόμενης φούσκας– έχουν κάπως ξεδιπλώσει. Η σταθερά αυξημένη ισοτιμία του ευρώ σε σχέση με το δολάριο τον τελευταίο χρόνο, μαζί με την ευγενική χαλαρότητα των ελεγκτικών αρχών, επιτρέπει στις τράπεζες να διαχειρίζονται το μεγαλύτερο τμήμα των αξίας 5 τρισ. δολαρίων συναλλαγών που γίνονται στην αγορά συναλλάγματος κάθε μέρα. Το νούμερο είναι τουλάχιστον ιλιγγιώδες, όπως και οι κίνδυνοι χασούρας που συνδέονται με αυτό.
Η κατάσταση περιπλέκεται και από τη διαφαινόμενη βούληση των Αμερικανών να ανοίξουν το ζήτημα της χειραγώγησης των αγορών αυτών από ευρωπαϊκές τράπεζες, μια κίνηση που αν (υποθετικά μόνον) προχωρούσε μέχρι τέλους θα σήμαινε το λιγότερο αυτό που είπε και η υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ (και χαιρέκακα άφησαν να διαρρεύσει οι ρωσικές υπηρεσίες): «Fuck the EU». Η μεγαλύτερη από όλες, η Deutsche Bank, το τελευταίο τρίμηνο είχε ζημιές ύψους 1 δισ. Μα σε κακή έως άθλια κατάσταση δεν είναι μόνο οι μεγάλες τράπεζες αλλά και οι μικρότερες. Είναι δε πιθανό η μεγάλη μαύρη τρύπα να βρίσκεται στις μικρές γερμανικές τράπεζες, δηλαδή στους προμηθευτές ρευστότητας της γερμανικής βιομηχανίας.
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία στηρίζεται πολύ περισσότερο στο τραπεζικό σύστημα από την αμερικανική, η οποία διαθέτει μεγάλη αγορά εταιρικών ομολόγων που εκδίδονται από μικρότερες επιχειρήσεις οι οποίες μπορούν να ρισκάρουν. Επομένως, το πλέγμα χρηματιστικού και βιομηχανικού κεφαλαίου είναι παγιδευμένο σε μια καθοδική συνθήκη. Η κερδοφορία δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί, οι προοπτικές είναι το λιγότερο αμφίβολες, το ατύχημα καραδοκεί.
Και η λύση που προτίμησαν οι Αγγλοσάξονες, ποσοτική χαλάρωση σε συνδυασμό με λιτότητα κάπως πιο ήπια από την ευρωπαϊκή, είναι δύσκολο να εφαρμοστεί εδώ λόγω της εύθραυστης κατάστασης του τραπεζικού συστήματος, λόγω της πολυδιάσπασης και της αδυναμίας κεντρικού ελέγχου, λόγω του ότι η ΕΚΤ δεν είναι FED, λόγω της απροθυμίας της Γερμανίας να αναλάβει το ρόλο του ηγεμόνα, λόγω των αβυσσαλέων αντιθέσεων που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ε.Ε. Και κυρίως λόγω του ότι η ποσοτική χαλάρωση δεν δουλεύει, στην καλύτερη περίπτωση απλώς αγοράζει λίγο χρόνο (φουσκώνοντας και μερικές επιπλέον φούσκες στο μεταξύ).
Επομένως, η πολιτική λιτότητας δεν μπορεί παρά να συνεχιστεί απαρέγκλιτα σε μια συγκυρία πτώσης της κερδοφορίας και δυσκολίας εφαρμογής ενός συστήματος ποσοτικής χαλάρωσης. Κεϋνσιανές πολιτικές αναδιανομής είναι αδύνατο να εφαρμοστούν. Αντίθετα η επίθεση στους μισθούς πρέπει να συνεχιστεί. Πιθανότητες αναδιανομής από την πλευρά του ευρωπαϊκού κέντρου μπορούν να υπάρξουν μόνο αν διαφανεί και σταθεροποιηθεί η «ανάπτυξη» – δηλαδή η ανάκαμψη της κερδοφορίας. Και κάτι τέτοιο για την ώρα δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Εδώ τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο λόγω της δομής της ένωσης. Η Γερμανία στην πραγματικότητα είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Μια ιμπεριαλιστική οικονομία με (όσο παράδοξο κι αν ακούγεται) πήλινα πόδια, που όλοι κάνουν ότι δεν τα βλέπουν, λόγω της εξαγωγικής της δύναμης. Αφήνοντας στην άκρη τα σημαντικά ζητήματα βιωσιμότητας του γερμανικού μοντέλου σε μια εποχή που οι κυριότεροι πελάτες της εκτός Ε.Ε. τείνουν να μειώνουν τις παραγγελίες τους και οι εντός Ε.Ε. δεν έχουν λεφτά για παραγγελίες, υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο που αφορά τις χρηματικές ροές.
Η Γερμανία (και δευτερευόντως η Γαλλία) έχει επωμιστεί το χρέος των χωρών της κρίσης. Οι τράπεζες, αν και έχουν ξεφορτωθεί τα δικά τους χαρτιά με τα διάφορα μνημόνια, που μετέτρεψαν το χρέος από ιδιωτικό σε διακρατικό, παραμένουν ένας κρίσιμος κρίκος στην αλυσίδα του χρέους. Η αγορά όμως ξέρει αυτό που δεν παραδέχονται (και δεν μπορούν να παραδεχτούν δημοσία) οι πολιτικές ελίτ: το χρέος δεν μπορεί να πληρωθεί και επομένως, αργά ή γρήγορα, δεν θα πληρωθεί. Η με όποιον τρόπο διαγραφή του χρέους, η παραδοχή της χρεοκοπίας, θα έχει κατακλυσμιαίες συνέπειες στις μεγάλες τράπεζες και επομένως στη δομή των ευρωπαϊκών οικονομιών. Πολύ περισσότερο, σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η ίδια η Ε.Ε. θα διαλυθεί.
Επομένως από την πλευρά του κέντρου, η κίνηση δεν μπορεί παρά να είναι συνεχής πίεση, όσο πιο κοντά στο όριο θραύσης γίνεται, για συνέχιση της αποπληρωμής των δόσεων, με μόνη παραχώρηση τεχνικές λεπτομέρειες όπως η επιμήκυνση ή η διαχείριση των επιτοκίων, και αδιαφορώντας παγερά για τις πιθανές συνέπειες. Πρόκειται περί αναγκαστικής, ανελαστικής κίνησης. Σε αυτή τη συγκυρία, ο θάνατός μας είναι η ζωή τους. Μόνη πιθανότητα αλλαγής πλάνου (από τη δική τους οπτική), μια νέα περίοδος ανάπτυξης, κάτι απίθανο αυτή τη στιγμή.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες πόσο πιθανή είναι μια αλλαγή πολιτικής; Και πόσο οι αστικές τάξεις της Ευρώπης είναι σε θέση να διαμορφώσουν τη μοίρα τόσο τη δική τους όσο και των κυριαρχούμενων; Πολύ λίγο. Η μοίρα της Ευρωζώνης όλο και πιο πολύ θα εμφανίζεται σαν να μην καθορίζεται από τις παραχωρήσεις και τη «μεγαλοψυχία» των αστικών τάξεων αλλά από μια ανώτερη, σκοτεινή δύναμη που κατευθύνει τα βήματά τους. Και για όσο καιρό οι δυνάμεις της εργασίας δεν ανακτούν την πρωτοβουλία των κινήσεων, για όσο καιρό δεν γίνονται αυτές το φάντασμα που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, η Ε.Ε. θα συνεχίσει να είναι πραγματικά μια σκοτεινή συνωμοσία. Η συνωμοσία του κεφαλαίου εναντίον της εργασίας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ