Η ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος και η αντεπίθεση των δυνάμεων της εργασίας μετά από οχτώ χρόνια αμυντικών αγώνων (αντικειμενικά σε μεγάλο βαθμό) ήταν εδώ και μήνες κεντρικό ζήτημα. Όπως είχε φανεί από τον Μάιο, ήταν το ζήτημα που επικρέματο πάνω από την απεργία στις 30.5 αλλά και τους σχεδιασμούς τόσο της γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ όσο και των αγωνιστικών-ταξικών δυνάμεων.
Ειδικά στην περίοδο από τον Σεπτέμβριο και μετά, τα εργασιακά αποκτούν και μια πιο πολιτική σημασία μέσα από τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης στη ΔΕΘ αλλά και τη νεοφιλελεύθερη απάντηση της Ν.Δ., η οποία χαρακτηρίζει παροχολογία τις σχεδόν ανύπαρκτες υποσχέσεις της κυβέρνησης. Μέσα από αυτή τη σκιαμαχία, τα εργατικά δικαιώματα και οι αγωνίες των εργαζομένων που στενάζουν υπό το βάρος της κρίσης η οποία τους φορτώθηκε (40% μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος) θα θυσιάζονται εις το διηνεκές όσο το εργατικό κίνημα παραμένει στη σημερινή κατάσταση.
Καταρχάς μπροστά στο ερώτημα της αντεπίθεσης, από πέρυσι είχε τεθεί η ιδέα για μακράς προετοιμασίας κλαδικούς αγώνες που θα ζητούν την εκ νέου υπογραφή νέων κλαδικών συμβάσεων σε επίπεδα που θα αντιστοιχούν στις ανάγκες και θα αποκαθιστούν τις απώλειες της κρίσης. Η ιδέα αυτή ως μεθοδολογία δουλειάς είναι γενικά σωστή καθώς αναγνωρίζει το επίπεδο συνείδησης των εργαζομένων και το τεράστιο βάρος που πρέπει να υπερνικηθεί για να υπάρχουν πραγματικοί απεργιακοί αγώνες. Στο πλαίσιο αυτής της μεθοδολογίας τέθηκε και η πρόταση για απεργία την 1η Νοεμβρίου όσων δυνάμεων θα ήθελαν να βάλουν έναν τέτοιο σχεδιασμό.
Το ζήτημα βέβαια της γενικής απεργίας είναι θέμα που υπερβαίνει τον παραπάνω στόχο και αντικειμενικά αφορά τον σχεδιασμό δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων οργάνων με κεντρικούς στόχους όπως το ύψος των αυξήσεων και το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων και των ΣΣΕ. Ο αγώνας αυτός δεν θα μπορούσε βέβαια να έχει αποτελεσματικότητα χωρίς πλάνο κλιμάκωσης που θα αξιοποιούσε όλη την περίοδο μέχρι τον Δεκέμβριο και την ψήφιση του προϋπολογισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο το ΠΑΜΕ κινητοποίησε ομοσπονδίες και συνδικάτα για προκήρυξη απεργίας στις 8.11 και μετά κατέθεσε και σχετική πρόταση στη ΓΣΕΕ. Η πρόταση αυτή πατούσε στο αναγκαίο ζητούμενο, δεν παραγνωρίζουμε όμως το γεγονός ότι απέφυγε την ημερομηνία της 1ης Νοεμβρίου για μικροπολιτικούς λόγους. Ούτε επίσης ότι στοχεύει και στον εκλογικό χαρακτήρα της χρονιάς προσπαθώντας να απευθυνθεί σε ένα απογοητευμένο αριστερό ακροατήριο ως «χρήσιμη ψήφος».
Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, από την άλλη, συνέχιζε στη γραμμή Παναγόπουλου ότι «οι αγώνες τύπου απεργία-πορεία είναι ατελέσφοροι» και αρνούνταν να μπει σε απεργιακή κινητοποίηση πριν από την καθιερωμένη απεργία του προϋπολογισμού. Οι σχέσεις εξάλλου ΠΑΣΚΕ και ΠΑΜΕ έχουν οξυνθεί ιδιαίτερα σε πολλά εργατικά κέντρα γύρω από τα θέματα των νοθειών (με κορυφαίο την Πάτρα).
Η ΑΔΕΔΥ από την άλλη, με πλειοψηφία ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - ΣΥΡΙΖΑ, επειδή πιέζεται περισσότερο από τη ΓΣΕΕ, αποφάσισε απεργία για τις 14.11 (απόφαση που πάρθηκε από τις ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ). Στην ΑΔΕΔΥ, οι ΕΣΑΚ, ΜΕΤΑ και Παρεμβάσεις ψήφισαν πρόταση για απεργία στις 8.11, με σωστό σκεπτικό την ανάγκη της ενότητας έστω στην ημέρα της απεργίας μιας και την ώρα εκείνη αρκετές δυνάμεις του ΠΑΜΕ είχαν αποφασίσει για 8.11.
Μετά από τα παραπάνω συνεδρίασε το ΕΚΑ και αποφάσισε και αυτό απεργία στις 14.11 μαζί με την ΑΔΕΔΥ. Η απόφαση αυτή πάρθηκε έπειτα από την αλλαγή στάσης της ΕΑΚ (ΣΥΡΙΖΑ), που αρχικά απλώς καλούσε τη ΓΣΕΕ να κάνει απεργία και τελικά αποφάσισε να προτείνει απεργία, αλλά και την αλλαγή στάσης της ΕΣΑΚ (ΚΚΕ), που αποφάσισε να στηρίξει την προκήρυξη απεργίας στις 14.11 και όχι να μείνει προσκολλημένη στο 8.11. Και στις δύο ρόλο έπαιξε, στον βαθμό που της αναλογούσε, και η τοποθέτηση και πίεση άλλων συνδικαλιστικών δυνάμεων της αριστεράς.
Αμέσως μετά την προκήρυξη της απεργίας του ΕΚΑ για 14.11, το ΠΑΜΕ μετακίνησε την απεργία του από τις 8.11 στις 14.11. Φάνηκε προς στιγμήν ότι θα μπορούσε να αποτραπεί το ενδεχόμενο, μέσα σ’ ένα δεκαπενθήμερο να γίνουν απεργίες σε τρεις διαφορετικές ημέρες από τμήματα των εργαζομένων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα· εξέλιξη που κάθε άλλο παρά την κλιμάκωση των αγώνων θα τροφοδοτούσε.
Μπροστά όμως στο ενδεχόμενο (έστω και χωρίς πλήρη πανελλαδικότητα) να υπάρξει μια «σχεδόν πανεργατική» απεργία χωρίς τη συμμετοχή της ΓΣΕΕ, ο Παναγόπουλος κινητοποιήθηκε με προφανή στόχο την ακύρωση αυτής της προοπτικής αλλά και την ανοιχτή υπονόμευση των απεργιακών αγώνων. Η απόφαση της ΓΣΕΕ (1.11.18) για κήρυξη απεργίας στις 28.11 αποτελεί μια απροκάλυπτη κίνηση υπονόμευσης την ενότητας των εργαζομένων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και «αποσυντονισμού» των κινητοποιήσεων που μπορούν να γίνουν κάτω από τις έτσι κι αλλιώς δύσκολες συνθήκες που βρίσκεται το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Με την απόφαση της ΓΣΕΕ άμεσα ευθυγραμμίστηκε και το ΕΚΑ μετακινώντας την απεργία από τις 14.11 στις 28.11 και αφήνοντας ουσιαστικά ακάλυπτο το μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικού τομέα στην Αττική. Η υπαναχώρηση όμως του ΠΑΜΕ και η συναίνεση του στη μεταφορά της απεργίας στις 28 Νοέμβρη, από τις 14.11, αντικειμενικά δεν βοήθησε στην περιθωριοποίηση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, της οποίας η διαλυτική στάση είναι πολύ μεγαλύτερης βαρύτητας ζήτημα από π.χ. την Κοινωνική Συμμαχία.
Η απεργία της 1ης Νοεμβρίου συγκέντρωσε οχτώ σωματεία, αλλά η ιδέα της μακράς προετοιμασίας μιας κλαδικής πάλης είχε δουλευτεί κυρίως από δύο ή τρία σωματεία στην πραγματικότητα. Η δυναμική που φάνηκε εκεί όπου η απεργία είχε δουλευτεί ήταν σημαντική και αυτό αποτελεί δείκτη για την αντιφατική κατάσταση στη συνείδηση των εργαζομένων (υπάρχουν και διεκδικητικές διαθέσεις ξανά αλλά και ηττοπάθεια). Η συγκέντρωση της 1ης Νοεμβρίου ήταν μαζική για τα δεδομένα των σωματείων που συμμετείχαν, με πραγματική συμμετοχή απεργών όπου δουλεύτηκε η απεργία και κυρίως πολιτικού δυναμικού (ειδικά του χώρου της αναρχίας) σε άλλα μπλοκ, αν και κυρίως αποτύπωσε την προσπάθεια προβολής της στοχοθεσίας για ένα «ανεξάρτητο κέντρο αγώνα» σωματείων και δυνάμεων που δρουν μόνο «από τα κάτω» για απεργίες «μακριά από ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, Ομοσπονδίες, ΕΚ κ.λπ.». Στον τόνο αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξαν το πολιτικό δυναμικό ορισμένων χώρων της αναρχίας και του «νέου εργατικού κινήματος», που πρόβαλαν μια αφήγηση μάλλον κάπως «εξωτερική» για προσπάθειες που έπαιξαν βασικό ρόλο στην οργάνωσή της απεργίας (όπου αυτή δουλεύτηκε).
Η απεργία της 14ης Νοεμβρίου έδειξε ξεκάθαρα τις συνέπειες που είχε ο ρόλος της ΓΣΕΕ για το εργατικό κίνημα στην περίοδο. Η απεργία είχε γενικά χαμηλά ποσοστά, ενώ η συγκέντρωση δεν κατόρθωσε να συσπειρώσει καν το σύνολο των κινητοποιούμενων δυνάμεων του εργατικού κινήματος. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ορισμένα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα (ΠΑΜΕ) αλλά και το ΣΜΤ προχώρησαν σε κινητοποίηση και στις 14.11 χωρίς όμως και αυτά να έχουν ιδιαίτερη μαζικότητα στις συγκεντρώσεις τους.
Με δεδομένη την κατάσταση συσχετισμών σε ομοσπονδίες και ΕΚ, η επιβολή μιας άλλης ρότας αγωνιστικής συστράτευσης είναι δύσκολο να επικρατήσει. Ειδικά όσο δεν έχουμε σημαντικούς κλαδικούς αγώνες που να πιέζουν τη γραφειοκρατία και το ΠΑΜΕ. Οφείλουμε όμως μπροστά στον αποσυντονισμό των ημερομηνιών που προηγήθηκε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα:
– Η απεργία από 8 σωματεία στη 1.11 ήταν μια καλή πρόταση όταν δεν γίνεται κάτι άλλο, μια απεργία από 20 ομοσπονδίες και ΕΚ και πολλά συνδικάτα στις 8.11 ήταν καλύτερη πρόταση, και μια απεργία σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα στις 14.11 θα ήταν μια ακόμη καλύτερη εξέλιξη.
– Με δεδομένη την αντιδραστική στάση της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, ο μόνος τρόπος να χτυπηθεί ο σχεδιασμός του Παναγόπουλου και η κυβερνητική πολιτική ήταν να γίνει η απεργία στις 14.11. Το γεγονός εξάλλου ότι ακόμη και το ΠΑΜΕ έχει πρόβλημα μαζικότητας όταν δεν έχει προκηρυχθεί γενική απεργία το έχουμε διαπιστώσει. Είναι δε τελείως άστοχη και αποσυσπειρωτική η κριτική για τουφεκιά στον αέρα απέναντι στην πρόταση 24ωρης που παραβλέπει το διασπαστικό κρυφτούλι με τις ημερομηνίες.
– Οι συσχετισμοί που έχουν διαμορφωθεί ειδικά στην ΑΔΕΔΥ αλλά και σε ΕΚ δεν έχουν πέσει από τον ουρανό. Το γεγονός ότι σήμερα η ΑΔΕΔΥ είχε την παρελκυστική τακτική που είδαμε είναι και αποτέλεσμα σεχταριστικών επιλογών στο τελευταίο συνέδριό της, που επέτρεψαν να υπάρχουν αυτοί οι συσχετισμοί.
– Κάθε κλαδικός αγώνας στην περίοδο είναι σημαντικός για να σπάσει το κλίμα παθητικοποίησης και αναμονής, ειδικά μάλιστα όταν γίνεται από τη σκοπιά της συμβολής στη συνολική πάλη του εργατικού κινήματος. Είναι όμως λαθροχειρία να προπαγανδίζεις σε ένα συνδικάτο την οργάνωση κλαδικής απεργίας και να τη λανσάρεις στους υπόλοιπους εργαζόμενους ως μια πρώτη μικρή αρχή πανεργατικής χωρίς τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ.
– Το πρόβλημα με το ΠΑΜΕ δεν είναι ότι διαπραγματεύεται τις ημερομηνίες ή ότι παλεύει να αλλάξει συσχετισμούς σε ομοσπονδίες και ΕΚ, ή ότι ισχυρίζεται ότι ανάγκασε την ΓΣΕΕ να βάλει απεργία (και μπορεί να είναι και αλήθεια). Το πρόβλημα συνίσταται στο ότι εξίσου αλήθεια είναι ότι αδυνατεί να αποτρέψει την ανοιχτή υπονόμευση των απεργιών από τη γραφειοκρατία. Αντί λοιπόν να προτείνει απεργία στις 8.11 για να μην πει 1.11 και να κομπάζει για την πρωτοκαθεδρία του, θα ήταν καλύτερο να αντιληφθεί ότι, για να σπάσει η κυριαρχία των Παναγόπουλων, απαιτείται η μέγιστη συσπείρωση των ταξικών και αγωνιστικών δυνάμεων που υπάρχουν στο εργατικό κίνημα και όχι ο σεχταρισμός και η παραταξιοποίηση των συνδικάτων.
– Οι εργατικοί αγώνες γίνονται πιο μαζικοί, πιο αποτελεσματικοί, πιο διαρκείς μόνο όταν μπορέσουν να βάλουν σε κίνηση τους εργαζομένους εντός και εκτός των συνδικάτων. Τότε ακόμα και η γραφειοκρατία είναι δύσκολο να τους ακυρώσει ή να τους υπονομεύει, τότε και «από τα κάτω» και «από τα πάνω» επιβάλλονται τα αγωνιστικά σχέδια. Σήμερα όμως δεν βρισκόμαστε σε τέτοιες συνθήκες και η κατασκευή κέντρων αγώνα «των αποφασισμένων», «των ανυποχώρητων» κ.λπ. καταλήγει σε πρωτοβουλία που δεν εγκολπώνει μαζικά τους εργαζόμενους, οι οποίοι καταλαβαίνουν πάντα πολύ καλά τόσο το μήνυμα της γραφειοκρατίας όσο και τη δυναμική που μπορούν να οικοδομήσουν εκείνοι οι οποίοι την αμφισβητούν.
Η κατάσταση που διαμορφώθηκε ενόψει της απεργίας στις 28.11 δεν είναι καλή για την προβολή και υπεράσπιση των πραγματικών αναγκών των εργαζομένων και τη μαζικοποίηση της απεργίας. Ακόμα και σε κλαδικό ή επιχειρησιακό επίπεδο είναι πλέον δυσκολότερο να δοθεί η μάχη της απεργίας έστω και για το «ειδικό» διεκδικητικό πλαίσιο.
Η λογική «η απεργία στις 28.11 δεν είναι καν αγώνας» αποτελεί ντε φάκτο επιβεβαίωση της γραμμής «οι απεργίες είναι ξεπερασμένες», από την οποία μόνος κερδισμένος βγαίνει ο Παναγόπουλος. Προτάσεις για κινητοποιήσεις στις 29.11 δεν θα σώσουν κανέναν από όσους τις προτείνουν στα μάτια των εργαζομένων και της νεολαίας γιατί στρεψοδικούν απέναντι στον αντίπαλο και τα επιχειρήματά του. Είναι στόχος λοιπόν πρώτα και κύρια για τους αγωνιστές της αριστεράς και τις ταξικές δυνάμεις να κάνουν στις 28.11 μια τριπλή προσπάθεια ώστε να στηριχθεί κάθε αγωνιστική προσπάθεια στον ιδιωτικό τομέα, να γίνει συγκέντρωση και πορεία, να στιγματιστεί ο ρόλος της ΓΣΕΕ ως προδοτικός.
Είναι γεγονός ότι οι δυνατότητες και οι προβληματικές που εκφράστηκαν στην απεργία στις 30.5 παραμένουν ενεργές και σήμερα. Καθώς όμως έχουμε περάσει σε μια νέα φάση, όπου η παγίωση του μνημονιακού κεκτημένου του κεφαλαίου είναι το ζητούμενο, ο χρόνος μετρά αντίστροφα. Πρέπει λοιπόν χωρίς βιασύνες αλλά και χωρίς χάσιμο χρόνου να ξεκινήσει η αναγκαία προσπάθεια ανασυγκρότησης και συντονισμού των αγωνιστικών και ριζοσπαστικών δυνάμεων που αντιλαμβάνονται τα αναγκαία βήματα τα οποία πρέπει να γίνουν για να μπει το εργατικό κίνημα σε τροχιά αντεπίθεσης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ