Γιατί η σχέση του Μαρξ με τον Φουκώ μάς απασχολεί ακόμη, ενώ από τα τέλη ήδη του ’70 θεωρείται ότι έχει συζητηθεί εξαντλητικά, νομίζω πως μπορεί να εξηγηθεί με δύο τρόπους. Ο ένας είναι παραφράζοντας τον Φουκώ: η γνώση που παρέχουν δεν αφορά μόνο τους «ειδικούς». Αντίθετα, συνδέεται με «μη ειδικά επιστημονικά δίκτυα (αντι)εξουσίας, από τα οποία τίθεται σε κυκλοφορία, και τα οποία επιβάλλουν, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τους, αποτελέσματα (αντι)εξουσίας» (2016β: 61). Ο άλλος είναι ο τρόπος ενός μαρξιστή, του Ντανιέλ Μπενσαΐντ: βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή της κρίσης που προανήγγειλαν ο Φουκώ και ο Ντελέζ, ακόμα κι αν οι ίδιοι συνέβαλαν στη διόγκωσή της: μέσα στην κρίση της νεωτερικής ιστορικότητας, που επέτρεπε να σκεφτόμαστε μεγάλους μετασχηματισμούς· στην κρίση, συνοπτικά, τόσο των όπλων της κριτικής όσο και της κριτικής των όπλων.
Αυτό που συζητιέται λοιπόν ακόμη είναι οι δυνατότητες υπέρβασης της κρίσης – οι δυνατότητες που υποδεικνύει μια σχέση «οριακή», όπως αυτή του Φουκώ με τον Μαρξ: μια σχέση όχι δεδομένη, πάντα όμως δυνατή και γόνιμη – ήδη συντελεσμένη, μόνιμα όμως ανολοκλήρωτη. Σε όλο το έργο του Φουκώ, λέει ο Μπαλιμπάρ, βλέπει κανείς ένα μοτίβο που ξεκινά από τη συνολική κριτική του μαρξισμού ως θεωρίας, προχωρά στην αντιπαράθεση με έναν «πρώιμο» («ρουσωικό», σοσιαλδημοκρατικό, κρατοκεντρικό) μαρξισμό. Και φτάνει τελικά στην «τακτική συμμαχία»: στη μερική χρήση, από τον Φουκώ, διατυπώσεων είτε μαρξιστικών είτε συμβατών με τον μαρξισμό (2010/1997: 121).
Αν έχουν έτσι τα πράγματα, το ζήτημα δεν είναι να διαλέξουμε ανάμεσα στους δύο, ως εάν η μεταξύ τους ένταση να μπορούσε να εξαλειφθεί οριστικά υπέρ του ενός. Ούτε, όπως σημειώνει ο Πιερ Μασερέ, να επινοήσουμε κάτι που δεν υπάρχει – έναν μαρξιστή Φουκώ ή έναν «φουκωικό» Μαρξ (2013: 17, 85). Το θέμα είναι να δούμε σε τι μας αφορούν οι ρήξεις και οι συμμαχίες τους: όχι ως «αυθεντίες», αλλά ως κάποιες και κάποιους που σκεφτόμαστε την εξουσία και την εκμετάλλευση, το σώμα και την παραγωγικότητα, τα σύνορα και τις νέες περιφράξεις, τις αντιστάσεις και την αντι-εξουσία.
Προϋποθέσεις του Φουκώ
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Από τη δεκαετία του ’50, ο Φουκώ διαβάζει τον Καντ, τον Κοζέβ και τον Νίτσε, ήδη έκτοτε όμως είναι με τον τρόπο του «μέτοχος» της κρίσης του μαρξισμού. Προσχωρεί στο γαλλικό Κ.Κ. το 1950, υπό την επίδραση του Αλτουσέρ, για να φύγει τρία χρόνια μετά ανεπιστρεπτί. Το πρώτο έργο που δημοσιεύει, το 1954 («Νοητική ασθένεια και προσωπικότητα»), γράφεται υπό την επιρροή της θεωρίας του Μαρξ για την αλλοτρίωση (ο άνθρωπος, λέει εκεί, δεν είναι ακόμα αυθεντικός και αληθινός εξαιτίας των συνθηκών ύπαρξής του)· κι αυτή τη θεωρία όμως πρόκειται να την εγκαταλείψει λίγο μετά (Γκρο 2007: 25). Τον Μάρτιο του ’68 στηρίζει τους Τυνήσιους φοιτητές, γοητευμένος από τον ακατέργαστο μαρξισμό τους, γιατί περισσότερο από θεωρητικό εργαλείο έχει τον χαρακτήρα «ηθικής δύναμης και υπαρξιακής δράσης» (Foucault 1991/1981: 134-7). Επιστρέφοντας δε στη Γαλλία, στον απόηχο της σκληρής καταστολής που υφίσταται μετά τον Μάη η άκρα αριστερά, παίρνει μέρος στην μαοϊκών αναφορών «Ομάδα Πληροφόρησης για τις Φυλακές» (GIP). Στα μέσα του ’70, ωστόσο, στηρίζει τον «αντιολοκληρωτισμό» των αντιμαρξιστών «νέων φιλοσόφων» (του Αντρέ Γκλυκσμάν, του Μπερνάρ Ανρί Λεβί κ.ά). Κι αυτό, σε αντίθεση με συμπορευτές του έως τότε, όπως ο Ζιλ Ντελέζ, που κατηγορούν τους νέους φιλοσόφους ότι «ζουν από πτώματα».
Αν ήδη από το ’50 ο μαρξισμός-σε-κρίση είναι «συνθήκη δυνατότητας» για το έργο του Φουκώ, μετά τα μέσα του ’80 και τον θάνατό του, η υποχώρηση του μαρξισμού είναι το φόντο της δικής του ανάδειξης σε «επιστημονικό ασυνείδητο» της εποχής: σε υποχρεωτική αναφορά για ένα ευρύτατο επιστημικό πεδίο. Η «πολυσθένεια» αυτή του Φουκώ έχει το ισοδύναμό της και στην πολιτική: οι διεκδικητές του εκτείνονται σε ένα φάσμα που ξεκινά από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, περνά από όλες σχεδόν τις εκδοχές της αριστεράς πέραν του σταλινισμού, συνεχίζει στον χώρο της ριζοσπαστικής δημοκρατίας ή του αριστερού αντιολοκληρωτισμού. Κι ο Φουκώ φτάνει να «χρεώνεται» –πράγμα που δείχνει να απολαμβάνει– εγγύτητα άλλοτε με τον μηδενισμό, άλλοτε με τον γκωλισμό, κι άλλοτε με πλευρές του νεοφιλελεύθερου/μεταμοντέρνου επιχειρήματος. Το τελευταίο δεν αφορά μόνο την ικανότητα της κυρίαρχης σκέψης να αφομοιώνει την κριτική – ούτε μόνο τη στενή σχέση του Φουκώ με τους «νέους φιλοσόφους» (Behrent / Zamora 2016).
Η μαρξιστική κριτική στον «αντιολοκληρωτικό» Φουκώ
Σε τι συνίσταται τότε η εγγύτητα αυτή; Ο Νίκος Πουλαντζάς, που χαρακτηρίζει τον Φουκώ «παλιατσαρία από τις πιο παραδοσιακές», του προσάπτει ότι με το να βάζει στο επίκεντρο της ανάλυσής του την πολλαπλότητα των μικροεξουσιών, με το να «ρευστοποιεί» δηλαδή την κρατική εξουσία, και να παραγνωρίζει ότι το άσυλο ή το ψυχιατρείο, λόγου χάρη, ανήκουν στο «στρατηγικό πεδίο του κράτους», αρνείται ότι το θεμέλιο της εξουσίας στις ταξικές κοινωνίες είναι οι ταξικές σχέσεις. Αρνείται ακόμα ότι η πολιτική εξουσία, αν και θεμελιώνεται στην οικονομική, είναι πρωταρχική, γιατί καθορίζει τη μεταβολή και των άλλων πεδίων εξουσίας. Σε τελική ανάλυση, οι «μικροεξουσίες» του Φουκώ συσκοτίζουν ότι ο κεντρικός τόπος άσκησης της πολιτικής εξουσίας στον καπιταλισμό είναι το κράτος (Πουλαντζάς 2001: 51, 62-63).
«Ο Φουκώ» λέει η Σίλβια Φεντερίτσι «γοητεύεται τόσο από τον “παραγωγικό” χαρακτήρα των τεχνικών εξουσίας που έχουν επενδυθεί στο σώμα, ώστε η ανάλυσή του στην πραγματικότητα αποκλείει οποιαδήποτε κριτική των σχέσεων εξουσίας [. . .] και ενδιαφέρεται περισσότερο να περιγράψει την εφαρμογή της εξουσίας παρά να εντοπίσει την πηγή της. Έτσι» καταλήγει «η Εξουσία μέσω της οποίας παράγονται τα σώματα εμφανίζεται σαν αυθύπαρκτη, μεταφυσική οντότητα, πανταχού παρούσα, αποσυνδεδεμένη από τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις» (2012/2004: 35, η έμφαση δική μου).
Παρεμφερής και η πιο «κοινωνιολογική» κριτική του Λοΐκ Βακάν. Τονίζοντας την «κοινωνική και εθνοφυλετική επιλεκτικότητα» της αστυνομίας και των φυλακών, τη διεύρυνση δηλαδή και την επίταση λειτουργιών των καταπιεστικών μηχανισμών (της «αρνητικής» εξουσίας), ο Βακάν εξηγεί ότι εδώ δεν πρόκειται απλώς για κάποιες τεχνικές κανονικοποίησης ανάμεσα σε άλλες – ούτε, πολύ περισσότερο, για τεχνικές ελάσσονος πια σημασίας, όπως πιστεύει ο Φουκώ (Wacquant στο Behrent / Zamora 2016).
Στη δική του τέλος αποτίμηση, ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ τού αναγνωρίζει ότι, «ενάντια σε μια ιστορία που προορίζεται να φτάσει σε ένα (αίσιο) προαναγγελθέν τέλος», ο Φουκώ δίνει προτεραιότητα στο κοινωνικό γίνγενσθαι έναντι των «νόμων» που το διέπουν: η προσέγγιση αυτή έχει «το πλεονέκτημα να παράγει μια διάσταση πρωτότυπου και καινούργιου, να παραμένει ανοιχτή στην πληθυντικότητα των δυνατοτήτων». Μαζί με αυτά όμως «δικαιολογεί επίσης μια μικροπολιτική δίχως στρατηγικό ορίζοντα· μια απολογία του κινήματος δίχως σκοπό και της διαδρομής που χαράσσεται “καθ’ οδόν”» (Μπενσαΐντ 2006, η έμφαση δική μου).
Ο Φουκώ της ριζικής κριτικής
Ό,τι λοιπόν για τον μαρξισμό αποτελεί προϋπόθεση για να σκεφτούμε το συγκεκριμένο (Ήγκλετον 2000/1996) –η επιμονή στη μακρά διάρκεια, στους μεγάλους μετασχηματισμούς, τις γενικές κατηγορίες και τις «βαριές μεταβλητές», δηλαδή το κράτος και τις κοινωνικές τάξεις–, για τον Φουκώ έχει τον κίνδυνο της πτώσης στην αυθαιρεσία και τη μεταφυσική: σε μια ουσιοκρατία των «καθολικών» εννοιών. Ο ίδιος προτιμά τις μοναδικότητες που μπορούν να κατονομαστούν και την οντολογία του παρόντος: «Προτιμώ ακόμα» γράφει «αυτούς τους μερικούς μετασχηματισμούς [. . .] από τα προγράμματα για έναν καινούργιο άνθρωπο που έχουν διατυπώσει τα χειρότερα πολιτικά συστήματα καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα» (1988/1984: 38). Είναι η εποχή που στη Γαλλία, ο Αντρέ Γκλυκσμάν, τον οποίο στηρίζει ο Φουκώ, προτείνει την υπεράσπιση της «τελευταίας ουτοπίας», των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ως μόνο πλέον δυνατό πεδίο της πολιτικής. Ο Γλυκσμάν καταλογίζει στον Μαρξ ότι έθεσε το δρομολόγιο για τη «λατρεία ενός κράτους που τρομοκρατεί για το καλό του κόσμου» [και] τον καθοδηγεί παρά τη θέλησή του, αφοπλίζοντάς τον ιδεολογικά μπροστά στα φαινόμενα κρατικής τρομοκρατίας» στην Ανατολή (Λεκούρ 1978). Από την ίδια σκοπιά, της αντίθεσης δηλαδή στους ολοκληρωτισμούς, ο Ραιημόν Αρόν ζητά να εγκαταλειφθεί ακόμα και η θέση του α-κομμουνισμού, προς όφελος του αντικομμουνισμού.
Στο κλίμα λοιπόν αυτό, ο Φουκώ ζητά την «αποκρατικοποίηση» της γαλλικής κοινωνίας και προσεγγίζει την «ετερόδοξη» γαλλική διανοητική σκηνή, λόγου χάρη το λογοτεχνικό περιοδικό Tel Quel, μετά τη φιλομαοϊκή περίοδό του.[1] Στα δε κείμενά του εντοπίζει μια συμμετρία ανάμεσα στους «ολοκληρωτισμούς» – τη «ναζιστική επανεγγραφή του κρατικού ρατσισμού στον παλαιό μύθο των συγκρουόμενων φυλών αφενός, και τη σοβιετική επανεγγραφή της ταξικής πάλης στους βουβούς μηχανισμούς ενός κρατικού ρατσισμού αφετέρου» (2002/1997: 109). «Το κόμμα» γράφει στη Γέννηση της βιοπολιτικής «αυτή η εξαιρετικότατη, παραδοξότατη, νεότατη οργάνωση [. . .] που εμφανίζεται στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα, βρίσκεται προφανώς στις ιστορικές καταβολές αυτού που είναι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, αυτού που είναι ο ναζισμός, ο φασισμός, ο σταλινισμός» (2012/2004: 179). Στις αρχές του ’80, ο Φουκώ έχει αφήσει πίσω τα χρόνια του ακροαριστερού ριζοσπαστισμού. Και μαζί, όχι μόνο τα «μεγάλα σχέδια» και την ιδέα της επανάστασης, που ήταν ακόμη δυνατή στην Ιστορία της σεξουαλικότητας· αλλά ακόμα και την ιδέα της αναδιανομής του πλούτου, περιοριζόμενος σε αυτήν της αναδιανομής εξουσίας.[2]
Προς μια «τακτική συμμαχία» με τον Μαρξ
Αυτή, ωστόσο, είναι η μια από τις δύο τροπές της σκέψης του. Η συμβολή των δύο βιβλίων του Εκτός Γραμμής, του Παραγωγικού υποκειμένου του Πιερ Μασερέ και της συνέντευξης του Φουκώ με τα τέσσερα μέλη της γαλλικής LCR, έγκειται στην επισήμανση του δεύτερου «ρεύματος». Γιατί όμως είναι σημαντικό να «διασωθεί» το ρεύμα αυτό;
Καταρχάς γιατί, αν το πρώτο δικαιώνει τη συμπερίληψη του Φουκώ στην πολιτισμική «λογική» του καπιταλισμού της εποχής μας, στο μεταμοντέρνο, αν δηλαδή ο «αντιολοκληρωτικός» Φουκώ είναι ένας εμβληματικός θεωρητικός του περάσματος από τα «μεγάλα σχέδια» στις εφικτές «μικρές πολιτικές» και τις τριχοειδείς «τοπικές» αντιστάσεις, το δεύτερο ρεύμα, ο Φουκώ που θεωρεί αναπόφευκτη την τοποθέτησή μας στον ορίζοντα του Μαρξ (Μασερέ 2013: 11), δείχνει μια διαφορετική προοπτική: οι «μικρές» πολιτικές και οι τοπικές αντιστάσεις (αυτές που αφορούν τον εγκλεισμό, τη σεξουαλικότητα, το σώμα) μπορεί να μην είναι επιλογές που καθηλώνουν την πολιτική στο παρόν, στο άμεσο και το εφικτό – ή στο απλώς επιτρεπτό. Μπορεί να είναι, αντίθετα, δρόμοι που αναζωογονούν, εμπλουτίζουν και ριζοσπαστικοποιούν μια πολιτική «αγωνισμού», όπως έχουν κάνει εξάλλου στη θεωρία.
Δεν υπαινίσσομαι κάποιο αναγκαίο φουκωικό «συμπλήρωμα» σε έναν υποτίθεται ενιαίο και αυτάρκη μαρξισμό. Όπως υπάρχουν μαρξισμοί, δηλαδή σύγκρουση μεταξύ ρευμάτων και ασυνέχειες, άρα λοιπόν και αριστερές, έτσι μπορούμε να πούμε πως υπάρχουν και φουκωισμοί. Στην προσπάθεια λοιπόν να ιεραρχήσουμε πεδία αγώνα ή να θέσουμε τις γραμμές της κριτικής, η αναγνώριση από τον Φουκώ «καθεστώτων αλήθειας» πέρα από τον «επιστημονικό σοσιαλισμό» (ο ίδιος, λέει ο Έντζο Τραβέρσο,[3] είναι μάλλον «αντιεπιστημονικός» παρά «διεπιστημονικός»), το γεγονός τελικά ότι χάρη και στον Φουκώ «κάποιοι άνθρωποι που αισθάνονταν αποκλεισμένοι από ορισμένες μορφές ανάλυσης και επομένως από τον πολιτικό στοχασμό [. . .] συνειδητοποίησαν ότι στο επίπεδο της ίδιας της πρακτικής τους εκτυλίσσονταν πράγματα με πολιτικό νόημα» (Φουκώ 2016α: 47) αποτελεί ζωτική πρόκληση για τον μαρξισμό. Όχι μόνο για λόγους τακτικής, επειδή δηλαδή η συμπερίληψη της «απόκλισης» έχει ακόμη να προσφέρει δυνατότητες ανανέωσης. Αλλά και στρατηγικά, στον βαθμό που εμποδίζει την έκπτωσή του σε ένα είδος αστυνομίας της σκέψης που, υπό τον μανδύα της επιστημονικότητας, αποφεύγει το συγκεκριμένο και προεξοφλεί τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα. Ως τέτοιο εμπόδιο λοιπόν η φουκωική κριτική δυσκολεύει τη «χρήση» του Μαρξ ως εργαλείο συγκέντρωσης, διαλογής, τυποποίησης και αποκλεισμού γνώσεων ως «ψευδών». Πρόκειται, υπό μία έννοια, για την πάντα επίκαιρη προειδοποίηση του Βικτόρ Σερζ, των Αναμνήσεων ενός επαναστάτη, όσον αφορά τη «μαρξιστική ασυνειδησία»: την ευκολία με την οποία πολλοί μαρξιστές, όπως γράφει ο Σερζ, εξηγούν τα πάντα με βάση τη «δικτατορία του προλεταριάτου», αδιαφορώντας πλήρως τι κάνει στην πραγματικότητα ο προλετάριος δικτάτορας.
Μιλώντας εξάλλου για φουκωισμούς, η συνέντευξη του Φουκώ στα μέλη της Λίγκας δείχνει πόσο πλουσιότερη είναι η σκέψη του από μια δημοφιλή εναλλακτική/ελευθεριακή κατάχρησή της – εκείνη που αρχίζει και τελειώνει στο σώμα και το σεξ. Για τον Φουκώ, το σώμα είναι αντικείμενο της μέριμνας μιας εξουσίας πάνω στη ζωή («βιοπολιτική») – μιας εξουσίας που μετρά και επιτηρεί τα πάντα, γιατί αυτό που την ενδιαφέρει είναι ο πληθυσμός: ο πλούτος, η ευημερία και τελικά η αποτροπή των εξεγέρσεων (ή της επανάστασης). Με τα δικά του λόγια: «Αφού η πρώτη εξουσία που αποκτήθηκε επί των σωμάτων είχε τη μορφή της εξατομίκευσης, η δεύτερη εξουσία δεν εξατομικεύει αλλά μαζικοποιεί, δεν κινείται στην κατεύθυνση του ανθρώπου-σώματος, αλλά του ανθρώπου-είδους [. . .] Η κυριαρχία θανάτωνε και επέτρεπε τη ζωή. Να λοιπόν τώρα που εμφανίζεται μια ρυθμιστική εξουσία που δίνει ζωή και επιτρέπει τον θάνατο» (Φουκώ 2002/1997: 298-303). «Κυβερνώ ένα κράτος» στο εξής «θα σημαίνει θέτω σε λειτουργία την οικονομία, μια οικονομία στο επίπεδο ολόκληρου του κράτους, και συνεπώς προωθώ έναντι των κατοίκων, του πλούτου, της διαγωγής όλων και τους καθενός ξεχωριστά μια μορφή επιτήρησης και ελέγχου» (Foucault 2007, Μασερέ 2013: 83).
Ο ανατόμος των εξουσιών συναντά τον ανατόμο του κεφαλαίου
Όπως λοιπόν ο μαρξισμός σημαίνει πολλά περισσότερα από την κρατική ιδεολογία του «υπαρκτού», έτσι και ο Φουκώ υπερβαίνει κατά πολύ έναν «μεταδομισμό» – μια «πλουραλιστική», και γι’ αυτό ανεκτά ριζοσπαστική θεωρία, χωρίς άλλες πολιτικές δεσμεύσεις. Στην εποχή που ο μαρξισμός είθισται να ταυτίζεται με την καρικατούρα του, με μια μηχανιστική δηλαδή αναγωγή της πολυπλοκότητας των κοινωνικών σχέσεων στην οικονομία, που με τη σειρά της θεωρείται βασιλική οδός προς τον «ολοκληρωτισμό», ο Φουκώ συλλαμβάνει την οικονομία και την παραγωγή με τρόπο διασταλτικό: την προεκτείνει προς τους κανόνες και τις διαδικασίες συγκρότησης των υποκειμένων – προς το «πηγαινέλα, από το συλλογικό στο ατομικό», με τη γλαφυρή διατύπωση του Μασερέ. Δείχνει όμως και ότι η συγκρότηση αυτή των υποκειμένων δεν τελειώνει υποχρεωτικά στην τοποθέτησή τους στη θέση που προβλέπουν γι’ αυτά οι μηχανισμοί. Ότι η παραγωγή της υποκειμενικότητας, ενώ προκύπτει από συστήματα εξουσίας και γνώσης, δεν εξαρτάται από αυτά: τα υπερβαίνει, υπάρχει δηλαδή πάντα κάτι που «περισσεύει» – μια δυνατότητα επινόησης που δεν ανάγεται στις προϋποθέσεις της. Υπάρχει λοιπόν πάντα η δυνατότητα της αντίστασης (Read 2003: 90).
Διαβάζοντας τον Μαρξ, μιλώντας για «αστική σκέψη» (Foucault 1994/1981) ή για «ηγεμονία της αστικής τάξης» και «κοινωνικές ηγεμονίες», όπως ο Γκράμσι (Τζέσοπ 2008/2007: 199), ο Φουκώ δεν υποδεικνύει μια εξουσία άξια υπεράσπισης ή ένα συγκροτημένο ιστορικό υποκείμενο που να ενοποιεί αντιστάσεις – έναν «νέο Ηγεμόνα» (Bidet 2016: 241-2). Προσφεύγοντας, ωστόσο, στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου, και τονίζοντας τον διχασμό της εργατικής δύναμης, σε δύναμη ικανή να παράγει χρήσιμα πράγματα αφενός, και δύναμη που υποτάσσεται υπό τον όρο να παράγει με σκοπό το κέρδος αφετέρου, ο ίδιος επισημαίνει τις μορφές αυθεντίας που αξιοποιεί ο καπιταλιστής, δρώντας κατά τη διαδικασία της παραγωγής ως «πρακτικός» φιλόσοφος. Έτσι, στο Κεφάλαιο ο Φουκώ βλέπει το περίγραμμα μιας θεωρίας με αντικείμενο το πώς η μάθηση και η υπαγωγή σε κανόνες μετατρέπουν την ικανότητα για εργασία σε παραγωγική δύναμη,[4] μια δύναμη που τίθεται σε κίνηση για έναν συγκεκριμένο σκοπό[5] – κι εδώ πρόκειται για τη δύναμη κάθε εργαζομένου ατομικά. Στην οπτική αυτή, η παραγωγή δεν είναι πια μια αφηρημένη έννοια. Από την πρώτη κιόλας στιγμή της οργάνωσής της πρόκειται για μια σχέση: δυνάμεων, άρα σωμάτων, άρα προσώπων.
Καθώς καμιά άλλη εξουσία δεν απαιτεί την ένωση με τα μέσα της, όπως το απαιτεί η διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, έξω από τα συμφραζόμενα των σχέσεων παραγωγής, έξω δηλαδή από τα συμφραζόμενα μιας θεωρίας για την εκμετάλλευση, οι παρατηρήσεις του Φουκώ σε έργα που υπογραμμίζουν την πολλαπλότητα και τη διασπορά (αντί της συγκέντρωσης) των εξουσιών, μένουν μετέωρες. Αν, λόγου χάρη, όπως λέει στο Επιτήρηση και τιμωρία, «η πειθαρχία είναι η ενιαία τεχνική μέθοδος με την οποία η δύναμη του σώματος μειώνεται με τα ελάχιστα έξοδα ως “πολιτική” δύναμη, και συγχρόνως μεγιστοποιείται ως χρήσιμη δύναμη», το ερώτημα είναι αναπόφευκτο: Χρήσιμη για ποιον; (βλ. και Legrand 2004).
Μαρξ «ή/και» Φουκώ: Το έδαφος μιας γόνιμης διαζευκτικής σύζευξης
Τι λόγους θα είχε ο Φουκώ να αποφεύγει αυτό το ερώτημα; Επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Κανγκιλέμ, ο ίδιος θεωρεί ότι η καπιταλιστική κυριαρχία ακολούθησε, ώσπου να εδραιωθεί, μια πορεία από σφάλμα σε σφάλμα, μη προσδιορισμένη εξαρχής, άρα με έκβαση άδηλη εκ των προτέρων. Από αυτή τη σκοπιά, ο ίδιος αποφεύγει την ενασχόληση με τους «νόμους» της πολιτικής οικονομίας, όσο και με κάθε θεωρία κράτους, «σαν δύσπεπτο γεύμα», όπως λέει αυτοσαρκαζόμενος. Το δικό του εγχείρημα συνίσταται σε μια «αναλυτική της εξουσίας», στην προοπτική της οποίας η κρατική κυριαρχία, ο νόμος και η συνολική ενότητα της κυριαρχίας αυτής δεν είναι δεδομένα εξαρχής (Foucault 2007). Οι αναλύσεις του λοιπόν για την πειθαρχία και την κυβερνητικότητα αφορούν περισσότερο το πώς, τους ιδιαίτερους τρόπους της οικονομικής εκμετάλλευσης (Μarsden 1999), παραμερίζοντας το γιατί. Διατρέχοντας έτσι τον κίνδυνο να γίνονται περιγραφικές, αν όχι λειτουργιστικές: ένα είδος πραγματιστικής απολογίας, προφανώς ασύμμετρης με τον μαρξισμό, με την αυστηρότητα που το έθετε ο Ντομινίκ Λεκούρ (1975).
Στη μαρξιστική οπτική αντίθετα, η προτεραιότητα είναι στο «γιατί» της οικονομικής συσσώρευσης και της πολιτικής εξουσίας (Τζέσοπ 2008). Προϋπόθεση εδώ κάθε γνώσης που αφορά την κίνηση της κοινωνίας είναι η αποφυγή της τυχαιότητας και της απροσδιοριστίας (Jessop/Sum 2013· Legrand 2004). Πρόκειται δηλαδή για μια θέση στον αντίποδα του σύγχρονου φιλελεύθερου επιχειρήματος που, επιμένοντας στην πολλαπλότητα των κινήτρων της δράσης, άρα και στην πολυπλοκότητα του κοινωνικού, περιορίζεται «μετριοπαθώς» στα όρια της μικροκοινωνιολογίας, αν όχι σε μια ψυχολογική θεωρία για να γνωρίσουμε τα κίνητρα. Στη βάση της τελευταίας βρίσκει κανείς την παραδοχή ότι οι πολλαπλές δράσεις και τα δύσκολα διαγνώσιμα ελατήριά τους κάνουν ως και αδύνατο να συλλάβουμε την κίνηση της κοινωνίας ως σύνολο σχέσεων με τη συνδρομή εννοιών.[6] Οριακά, «δεν υπάρχει κοινωνία».
Αυτή η ασυμμετρία μαρξισμού και Φουκώ δεν αναιρεί το ευρύ κοινό έδαφος: τις κοινές παραδοχές, τουλάχιστον με έναν ορισμένο μαρξισμό, ότι η εξουσία δεν είναι αντικείμενο που κατέχεται αλλά σχέση πάντα σχετική με την αντίσταση· ότι η ίδια δεν μένει στο να απαγορεύει, αλλά είναι επίσης «θετική» και «παραγωγική»· ότι, από αυτή τη σκοπιά, δεν διαπερνά απλώς, αλλά επιδρά, δηλαδή εξατομικεύει (ανατέμνει) και την ίδια στιγμή ολοποιεί· ότι διαπλέκεται με τη γνώση (σχηματισμοί «γνώσης-εξουσίας»), καθώς η έρευνα, η τεχνολογία, η διοίκηση και η γραφειοκρατική οργάνωση συνάπτονται πάντα με ορισμένα συμφέροντα σε βάρος άλλων (Τζέσοπ 2008: 188-9).
Ο ίδιος ο Φουκώ, επιπλέον, δεν είναι (μόνο) ο υπερασπιστής των ασυντόνιστων τοπικών εξεγέρσεων. Στην Ιστορία της σεξουαλικότητας, αλλά και αλλού, βλέπει τη διακυβέρνηση και την επανάσταση ως θεσμική/«στρατηγική κωδικοποίηση» τεχνολογιών εξουσίας και, αντίστοιχα, αντίστασης. Αποδέχεται λοιπόν την ανάγκη και τη δυνατότητα οι αντιστάσεις να προσαρμοστούν, να ενισχυθούν και να μετατραπούν από καθολικές στρατηγικές κοινωνικής μεταβολής (Φουκώ 1976, Τζέσοπ 2008).
Κάπως έτσι, τις τελευταίες δεκαετίες ανοίγει ένας δρόμος πέρα από τη Σκύλλα της «σκληρής» πολιτικής οικονομίας και των «σιδερένιων νόμων» της (πέρα δηλαδή από τη μηχανιστική αναγωγή της κοινωνικής πολυπλοκότητας στην οικονομία) – πέρα όμως και από τη Χάρυβδη της «μαλθακής» οικονομικής κοινωνιολογίας. Για ένα τέτοιο εγχείρημα, η διχοτομία μικρο- και μακρο-εξουσίας, μικρο-ποικιλομορφίας και μακρο-αναγκαιότητας, δεν είναι αναπόφευκτη. Ούτε η ανάλυση των σχηματισμών λόγου, με την οποία καταπιάνεται ο Φουκώ, ασύμβατη με την κριτική της πολιτικής οικονομίας που επιχείρησε ο Μαρξ. Η συνάντησή τους, στο έδαφος των τρόπων παραγωγής υποκειμενικοτήτων στο πλαίσιο του καπιταλισμού (Read 2003), μπορεί να είναι ένα είδος ευτυχούς ανταπόκρισης στο παλιό αίτημα για «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης». Πρόκειται για μια προσέγγιση που ο Τζέσοπ ονομάζει «στρατηγική-σχεσιακή» και, μαζί με τη Σουμ, «πολιτισμική πολιτική οικονομία» (Τζέσοπ 2008: 199, Jessop/Sum 2013).
Εν κατακλείδι
Στην εποχή που η υπεράσπιση και της «τελευταίας ουτοπίας», των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βρίσκει το όριό της στην ανάγκη μεγάλων μετασχηματισμών, η σύνθεση της μαρξικής με τη φουκωική ανατομία της (καπιταλιστικής) εξουσίας δεν είναι διανοητικό παιχνίδι για ακαδημαϊκούς. Ο Τζέισον Ρηντ (2003) γράφει ότι μας ενδιαφέρει η διπλή υποκειμενοποίηση της εργατικής δύναμης γιατί χωρίς τη μια εκδοχή της, τη μετατροπή της δηλαδή σε παραγωγική δύναμη, δεν θα νοούνταν η δημιουργία πλούτου· χωρίς την άλλη δεν θα νοούνταν η ύπαρξη της αντίστασης.
Με άλλη διατύπωση, αν και ακαδημαϊκός, ο Φουκώ ήξερε καλά τη φυλακή, το άσυλο, το ψυχιατρείο και τη διαβόητη Chalpetrière. Ξαναγράφοντας λοιπόν σήμερα το «Νοητική ασθένεια και προσωπικότητα», ο ίδιος θα είχε να αναμετρηθεί με την πεποίθηση διεθνών οργανισμών και «αυθεντιών» ότι η ψυχική υγεία αποτελεί συντελεστή παραγωγικότητας για την «οικονομία της γνώσης» – «νοητικό κεφάλαιο» του οποίου η συσσώρευση αποτυπώνεται στην ικανότητα επίλυσης συγκρούσεων στο χώρο εργασίας.[7] Στα χρόνια που η παιδική υπερκινητικότητα θεωρείται στα σοβαρά διαταραχή, και που την ίδια στιγμή η φροντίδα ψυχικής υγείας παρέχεται σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητες, αντιστρόφως ανάλογα δηλαδή με τις ανάγκες, μια αναλυτική της εξουσίας δεν θα μπορούσε να αποφύγει το ερώτημα γιατί, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, οι αυτοκτονίες αποτελούν τη δεύτερη αιτία θανάτου στις ηλικίες 15-29. Γιατί, παρά την αδιαμφισβήτητη «παραγωγικότητά» της, η (καπιταλιστική) εξουσία αποδεικνύεται, ως προς τα αποτελέσματά της, συνώνυμη όλο και λιγότερο πια του make live – όλο και περισσότερο των «ζωνών αδιαφορίας» και του let die.
Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη εκδοχή της παρέμβασης στη διπλή βιβλιοπαρουσίαση με τίτλο «Φουκώ ή/και Μαρξ;» που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Εκτός Γραμμής στην Πολιτική-Πολιτιστική Λέσχη Εκτός Γραμμής στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2016, και στην οποία συμμετείχαν επίσης ο Ιορδάνης Κουμασίδης, ο Τάσος Μπέτζελος και η Δέσποινα Παρασκευά-Βελουδογιάννη. Στην εκδήλωση παρουσιάστηκε το βιβλίο του Μισέλ Φουκώ Για την εξουσία και την ταξική πάλη. Συζήτηση με τέσσερα μέλη της LCR (Εκτός Γραμμής, 2016) και το βιβλίο του Πιερ Μασερέ Φουκώ και Μαρξ. Το παραγωγικό υποκείμενο (Εκτός Γραμμής 2013).
Αναφορές
Behrent, Michael C. / Zamora, D. (επιμ.) (2016), Foucault and Neoliberalism, Polity Press, Kαίμπριτζ.
Bidet, J. (2016), Marx with Foucault, Ζed Books, Λονδίνο.
Cristofferson, M. (2009), Les intellectuels contre la Gauche. L’idéologie antitotalitaire en France 1968-1971 (μτφρ. από τα αγγλικά: A. Merlot), Agone, Μασσαλία.
Foucault, M. (1994/1981), «Les mailles du pouvoir», Dits et écrits IV 1980-1988, Gallimard, Παρίσι.
Foucault, M. (1991/1981), Remarks on Marx. Conversation with Duccio Trombadori (μτφρ. J. Goldstein / J. Cascaito), Semiotext(e), Νέα Υόρκη.
Foucault, M. (2007), Security, Territory, Population: Lectures at the College de France, 1977-78, Palgrave Macmillan, Mπέιζινγκστόουκ.
Jessop, B. / Sum, N. (2013), Towards a Cultural Political Economy. Putting Culture in its Place in Political Economy, Edward Elgar, Τσέλτεναμ/Νορδάμπτον.
Lecourt, D. (1975) [1969], Marxism and Epistemology. Bachelard, Canguilhem and Foucault, New Left Books, Λονδίνο.
Legrand, S. (2004), «Le marxisme oublié de Foucault», Αctuel Marx, PUF.
Marsden, R. (1999), Τhe Nature of Capital. Marx after Foucault, Routledge, Λονδίνο/Νέα Υόρκη.
Read, J. (2003), The Micro-politics of Capital. Marx and the Prehistory of the Present, State University of New York Press, Νέα Υόρκη.
Αγγελίδης, Μ. (1993), Φιλελευθερισμός παλιός και νέος, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα.
Γκρο, Φ. (2007), Μισέλ Φουκό (μτφρ. Ά. Κλαμπατσέα), νήσος, Αθήνα.
Δοξιάδης, Κ. (2016), Ο Φουκώ της φιλοσοφίας και της Αριστεράς, νήσος, Αθήνα.
Ήκλετον, Τ. (2000/1996), Οι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας (μτφρ. Γ. Σπανός), Καστανιώτης, Αθήνα.
Λεκούρ, Ντ. (1978), Ετεροδοξία ή επανάσταση; (μτφρ. Ά. Ελεφάντης), Αγώνας, Αθήνα.
Μαρξ, Κ. (1979/1893), Το Κεφάλαιο, τόμ. β. (μτφρ. Π. Μαυρομμάτης), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.
Μασερέ, Πιερ (2013), Φουκώ και Μαρξ. Το παραγωγικό υποκείμενο (μτφρ. Τ. Μπέτζελος), Εκτός Γραμμής, Αθήνα.
Μπαλιμπάρ, Ε. (2010/1997), «Φουκώ και Μαρξ: το διακύβευμα του νομιναλισμού», στο Ο φόβος των μαζών. Σπινόζα, Μαρξ, Φουκώ (μτφρ. Τ. Μπέτζελος), Πλέθρον, Αθήνα.
Μπενσαΐντ, Ντ (2006). «(Α)πολιτικές του Φουκώ» (μτφρ. Τ. Μπέτζελος), Ουτοπία 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος.
Πουλαντζάς, Ν. (2001/1978), Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός (μτφρ. Γ. Κρητικός), Θεμέλιο, Αθήνα.
Τζέσοπ, Μ. (2008/2007), Κρατική εξουσία: Μια στρατηγική-σχεσιακή προσέγγιση (μτφρ. Χ. Μπουκάλας), Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα.
Φεντερίτσι, Σ. (2012/2004), Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα. Γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση (μτφρ. Ί. Γραμμένου / Λ. Γυιόκα / Παναγιώτης Μπίκας / Λουκής Χασιώτης), Εκδόσεις των Ξένων, Θεσσαλονίκη.
Φουκώ, Μ. (1978/1976), Ιστορία της σεξουαλικότητας. Η δίψα της γνώσης (μτφρ. Γ. Ροζάκη), τόμ. 1, Ράππας, Αθήνα.
Φουκώ, Μ. (1988/1984), Τι είναι Διαφωτισμός; (εισαγωγή-μτφρ. Σ. Ροζάνης), Έρασμος, Αθήνα.
Φουκώ, Μ. (2002/1997), Για την υπεράσπιση της κοινωνίας (μτφρ. Τ. Δημητρούλια), Ψυχογιός, Αθήνα.
Φουκώ, Μ. (2012/2004), Η γέννηση της βιοπολιτικής. Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979) (μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης), Πλέθρον, Αθήνα.
Φουκώ, Μ. (2016α), Για την εξουσία και την ταξική πάλη. Συνέντευξη με τέσσερα μέλη της LCR (μτφρ. Χ. Βαλλιάνος), Εκτός Γραμμής, Αθήνα.
Φουκώ, Μ. (2016β), Tι είναι Κριτική; (μτφρ. Θ. Λάγιος), Πλέθρον, Αθήνα.
[1] Για τον γαλλικό «αντιολοκληρωτισμό», βλ. Cristofferson, Μ. (2009), Les intellectuels contre la Gauche. L’idéologie antitotalitaire en France 1968-1971 (μτφρ. από τα αγγλικά: A. Merlot), Agone, Μασσαλία.
[2] Zamora, D. (2016), «Foucault, the ecluded, and the neoliberal erosion of the state», στο Behrent, Michael C. / Zamora, D. (επιμ.) (2016), Foucault and Neoliberalism, Polity Press, Καίμπριτζ.
[3] Η ιστορία ως πεδίο μάχης, μτφρ. Ν. Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2016.
[4] «Η παραγωγική δράση της εργατικής του δύναμης γίνεται δυνατή μόνο από τη στιγμή που, συνεπεία της πώλησής της, την ενώνουν με τα μέσα παραγωγής. Επομένως, η εργατική δύναμη, πριν από την πώλησή της, υπάρχει διαχωρισμένη από τα μέσα παραγωγής, από τους υλικούς όρους της δράσης της [. . .] Από τη στιγμή όμως που με την πώλησή της την έχουν ενώσει με τα μέσα παραγωγής, αποτελεί συστατικό μέρος του παραγωγικού κεφαλαίου του αγοραστή της, το ίδιο όπως και τα μέσα παραγωγής»: Μαρξ 1979/1893: 29.
[5] Ο Μασερέ υπενθυμίζει ότι, εισάγοντας την έννοια της εργασιακής δύναμης, της ικανότητας για εργασία, ο Μαρξ έρχεται σε ρήξη με την αντίληψη των κλασικών οικονομολόγων ότι η εργασία είναι απλώς μια «παράγουσα» δύναμη. Δείχνει συγκεκριμένα ότι η ικανότητα για εργασία είναι κάτι που κατέχει κάθε εργάτης ξεχωριστά – είναι όμως και κάτι πολύ διαφορετικό από τη στιγμή που τίθεται σε κίνηση μέσα στην παραγωγική διαδικασία. Ως ζωντανή εργασία, γίνεται παραγωγική δύναμη που μπαίνει σε λειτουργία για τους σκοπούς του καπιταλιστή – μπαίνει δηλαδή σε λειτουργία και παράγει χρήσιμα πράγματα υπό την προϋπόθεση της παραγωγής υπεραξίας, της «βουλιμίας για συσσώρευση», της επιδίωξης του κέρδους (Μασερέ 2013: 14-39).
[6] Στην πραγματικότητα, κάθε άτομο πράττει μέσα σε ένα πλαίσιο σχέσεων και κανόνων που υπάρχει ήδη πριν από την πράξη του. Για μια σχετική συζήτηση βλ. Αγγελίδης 1993.
[7] Βλ. μεταξύ άλλων: (2011), Impact of Economic Crises on Mental Health, Γενεύη: World Health Organization (Europe)· Government Office for Science, «Mental capital and wellbeing: Making the most of ourselves in the 21st century», Final Project Report, 2008.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ