Κανένας δεν είναι τόσο ανόητος που να προτιμάει τον πόλεμο απ’ την ειρήνη. Γιατί στον καιρό της ειρήνης τα παιδιά θάβουν τους γονείς τους, ενώ αντίθετα στον καιρό του πολέμου οι γονείς θάβουν τα παιδιά τους.
Ηρόδοτος
Κι αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε οι κυρίαρχοι των διεθνών εξελίξεων είναι ανόητοι που δείχνουν να προετοιμάζονται συνεχώς για μια γενικευμένη πολεμική αναμέτρηση ή μήπως ανόητοι είμαστε όσοι επιχειρούμε να κρούσουμε τον κώδωνα του κινδύνου της πολεμικής απειλής;
Μια σύντομη ματιά στην ειδησεογραφική καθημερινότητα μαρτυρά ότι το θέμα των πολεμικών εξοπλισμών της Ελλάδας, της σχέσης της με το ΝΑΤΟ, αλλά και οι διεθνείς εξελίξεις σε Μέση Ανατολή και Νοτιοανατολική Μεσόγειο (για να μην πάμε μακριά) απασχολούν τη συζήτηση των αστικών μέσων περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν. Χαρακτηριστική άλλωστε η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ στην Ελλάδα το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, που ούτε λίγο ούτε πολύ αποσκοπούσε στην επισημοποίηση του αρραβώνα της χώρας μας με ΝΑΤΟ και Ε.Ε., με προίκα την αξιοποίηση της Ελλάδας ως βασικού πυλώνα για το πλανητικό τείχος μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Μια πορεία που όχι μόνο δεν ανακόπηκε αλλά εντέλει πλειοδοτήθηκε από τη δήθεν αριστερή διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, η Αλεξανδρούπολη μετατρέπεται σε στρατιωτική βάση περιφρούρησης των ελληνικών συμφερόντων απέναντι στην Τουρκία και των γενικότερων συμφερόντων της Δύσης απέναντι σε αυτά της Ανατολής. Προφανώς και στο ερώτημα ποια είναι τα κοινά δυτικά συμφέροντα, ή με άλλες λέξεις ποιο είναι το κοινό συμφέρον της δανείστριας Γερμανίας και της οφειλέτριας Ελλάδας, δεν παίρνουμε καμία απάντηση.
Επιπλέον, διαρκής είναι και η συζήτηση για τις εξορύξεις στο Αιγαίο εν μέσω των αντιτιθέμενων ανταγωνισμών των αστικών τάξεων και κρατών Ελλάδας-Τουρκίας. Άλλωστε, για τις ελληνικές κυβερνήσεις η ασπίδα μας είναι η περαιτέρω πρόσδεση της χώρας στο άρμα του ΝΑΤΟ και η εμβάθυνση της γεωπολιτικής συμμαχίας με τον άξονα Αιγύπτου - Κύπρου - Ισραήλ.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι στις μέρες μας, εφόσον το ζήτημα του πολέμου (ή έστω της συζήτησης και απειλής αυτού) τίθεται με σύγχρονο και αναβαθμισμένο τρόπο, υπό το αντίστοιχο πρίσμα οφείλουμε να δούμε και την ανάγκη συγκρότησης ενός σύγχρονου αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Η κινητοποίηση του προηγούμενου Σαββάτου ενάντια στην επίσκεψη και την παρουσία του Πομπέο στην Ελλάδα ανέδειξε με χαρακτηριστικό τρόπο την ανάγκη αυτήν. Όχι τόσο λόγω της μαζικότητας της κινητοποίησης αυτής ⎼στοιχείο η αξιολόγηση του οποίου δεν πρέπει να υποτιμάται⎼ αλλά λόγω της διαχείρισής της από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Μια αντιιμπεριαλιστική διαδήλωση με κατεύθυνση την Αμερικάνικη Πρεσβεία που δεν πρόλαβε καν να προσεγγίσει τη Βασιλίσσης Σοφίας και εμποδίστηκε από τις δυνάμεις καταστολής στη Σταδίου στο ύψος των Προπυλαίων. Κάτι που αν μη τι άλλο δείχνει ότι τα πάντα ενεργά και με πολλά γραμμένα χιλιόμετρα αντιιμπεριαλιστικά αντανακλαστικά του ελληνικού λαού είναι ικανά να παίξουν ρόλο στις απαντήσεις που το εργατικό κι ευρύτερα λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα οφείλει να δώσει.
Παράλληλα, η συζήτηση γύρω από τις προσφυγικές ροές στην Ελλάδα συνεχίζει να γίνεται με ακροδεξιά ηγεμονία, στο πλαίσιο της ευρύτερης ιδεολογικής αντεπίθεσης που επιχειρεί η κυβέρνηση της Ν.Δ. Ο διαχωρισμός σε πρόσφυγες πολέμου και οικονομικούς μετανάστες δεν οριοθετεί τίποτα παραπάνω από τη μισαλλοδοξία των αστικών κυβερνήσεων που προσπαθούν να υπηρετήσουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα πάνω στις ανθρώπινες ψυχές. Μια σύγχρονη γραμμή ριζοσπαστικής αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες θα πρέπει να ξεκινάει από ένα μαζικό δημοκρατικό κίνημα που θα βροντοφωνάζει τις ουσιώδεις αιτίες της μετανάστευσης και του ξεριζωμού που δεν είναι άλλες από τον πόλεμο ⎼οικονομικό, ιδεολογικό, κυνικά στρατιωτικό⎼ και την όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε ένα κίνημα που θα αγκαλιάζει τους πληττόμενους λαούς και ταυτόχρονα θα πολιτικοποιεί την ανάγκη για αντίσταση στον σύγχρονο ιμπεριαλισμό.
Σήμερα καμία δύναμη με αναφορά στο μαχόμενο μαζικό κίνημα δεν μπορεί να μη θέτει επί τάπητος το ζήτημα της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, όπως αυτή υπαγορεύεται με σύγχρονο και σύνθετο τρόπο από τις γεωπολιτικές και κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα εγκατάλειψης των αντιιμπεριαλιστικών αιχμών στο πλαίσιο ανάδειξης άλλων ιεραρχήσεων και αιτημάτων πάλης, αντίστοιχα και τα παραδείγματα διαστρέβλωσης του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και της τελικής αστικής του ενσωμάτωσης. Γι’ αυτό και σήμερα απαιτείται ένα σύγχρονο μαζικό αντιπολεμικό, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα που θα υπερασπίζεται την ειρήνη και τη δημοκρατία, την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία ενάντια στην πολεμική απειλή απ’ όπου κι αν προέρχεται και θα αποκρούει το ακροδεξιό ιδεολογικό και πολιτικό ντεμαράζ της Ν.Δ. σε κάθε χώρο, στις γειτονιές μας, στη δουλειά, στα πανεπιστήμια και τα σχολεία μας. Σήμερα, για να ξαναπιάσουμε το νήμα του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, θα πρέπει να ξαναμιλήσουμε για το ΝΑΤΟ και τις καταστροφικές του πολιτικές. Θα πρέπει να ξαναμιλήσουμε για τις ΗΠΑ και να μην τρέφουμε καμία αυταπάτη για τον ρόλο τους μέσα στη γεωπολιτική σκακιέρα! Ο υποτιθέμενος θεματοφύλακας της τάξης και της ασφάλειας της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής είναι ο βασικός συνεταίρος του κράτους δολοφόνου του Ισραήλ, που επέτρεψε, αν δεν υπαγόρευσε, την εν εξελίξει απόβαση του τουρκικού στρατού απέναντι σε βάσεις Κούρδων και αμάχων στη βόρεια Συρία. Σήμερα θα πρέπει να ξαναδούμε τον ρόλο της Ελλάδας ως μιας χώρας-κρίκο στη διαδικασία περάτωσης των ιμπεριαλιστικών σχεδίων. Καμία τακτική συμπόρευση σε διεθνές επίπεδο δεν θα μπορεί να έχει νόημα αν δεν μιλήσουμε ξανά για μια Ελλάδα ανεξάρτητη και δημοκρατική μακριά κι έξω από το ευρώ, την Ε.Ε., το ΝΑΤΟ και τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς. Η μάχη απέναντι στο προχώρημα των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών στην περιοχή μας δεν θα πρέπει να είναι μια μάχη «κατάκτησης χώρου» για την αριστερά ούτε διαγωνισμός για τον καλύτερο και πιο αυθεντικό αντιιμπεριαλισμό. Μια αριστερά ενωτική, μετωπική, πραγματικά δημοκρατική στη συγκρότησή της θα πρέπει να αρθρώσει και τον αναγκαίο σήμερα προγραμματικό λόγο, που θα μπορεί με άμεσο τρόπο να ορίζει και να καθορίζει το ταξικό της καθήκον στο πλάι του εργαζόμενου λαού, με μοναδική προοπτική τη χάραξη μιας ανεξάρτητης πορείας για τη χώρα μας, σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ