Λόγω της ευρύτερης πολιτικοοικονομικής κρίσης, των ανακατατάξεων εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και των νέων ποιοτικά σχέσεων μεταξύ των δυνάμει ηγεμονικών πόλων που φέρνει αυτή η κρίση, το ζήτημα της ενέργειας και πιο συγκεκριμένα οι υδρογονάνθρακες (κυρίαρχο ενεργειακό υπόδειγμα), λαμβάνει εξέχουσα σημασία. Οι εξορύξεις αποτελούσαν διαχρονικά το πεδίο εκτόνωσης των «αγοραίων φαντασιώσεων» των μεγάλων ιμπεριαλιστικών πόλων. Το παράδειγμα της Κύπρου αλλά και η απειλή του πολέμου είναι χαρακτηριστικά. Οι αμφισβητήσεις των ΑΟΖ στο πλαίσιο έντασης της οικονομικής κρίσης δείχνουν ότι είναι αναγκαία μια σοβαρή γεωπολιτική ανάλυση αλλά και η αναζήτηση μιας στρατηγικής ειρήνης και συμφιλίωσης των λαών.
Πιο συγκεκριμένα, στον τομέα των εξορύξεων, μπροστά σε μια φάση κατά την οποία τα αποθέματα υδρογονανθράκων βαίνουν συνεχώς μειούμενα και πολλές φορές η αξιοποίησή τους φαντάζει αδύνατη (όπως π.χ. στις περιπτώσεις αμφιλεγόμενων κοιτασμάτων, ύπαρξης κοιτασμάτων σε περιοχές που συγκρούονται οικονομικά συμφέροντα, αλλά και έλλειψης της απαιτούμενης τεχνογνωσίας για την εξόρυξή τους), οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες και το παραδοσιακό πετρελαϊκό κεφάλαιο σχεδιάζουν τη στρατηγική ανάπτυξή τους πάνω στην αξιοποίηση των ορυκτών αυτών πόρων, καλώντας τους πολιτικούς τους εκφραστές να κάνουν τη βρόμικη δουλεία: παραβίαση των περιβαλλοντικών κανονισμών, άρση κυρώσεων, μέχρι και στρατιωτική εγγύηση των επενδύσεων. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, που είναι τόσο διεθνής, αγγίζοντας όλο το φάσμα της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, όσο και εγχώρια, με τις εξορύξεις στο Ιόνιο, στην Ήπειρο και στον Πατραϊκό, θα προσπαθήσω να κάνω μια ανάλυση από στρατηγική σκοπιά, ανατρέχοντας στην ιστορία των εξορύξεων και στις πολιτικές που τη συνέθεσαν. Θα προσπαθήσω να ψηλαφίσω έναν άλλον δρόμο για τη διαχείριση αυτών των πόρων και εντέλει να αναδείξω την αναγκαιότητα η σημερινή αριστερά να συζητήσει στρατηγικά γύρω από αυτό το ζήτημα.
Ιστορική αναδρομή
Ξεκινώντας την ιστορική αναδρομή, πρέπει να κάνουμε ένα ταξίδι στο εξωτικό Εκουαδόρ του τέλους της δεκαετίας του ’60 και των αρχών του ’70, όταν η κυβέρνηση της χώρας διεκδικούσε εγχώρια ύδατα σε έκταση 200 ν.μ. από την ακτογραμμή. Εξαιτίας αυτού κατασχέθηκε μεγάλος αριθμός αλιευτικών πλοίων από τις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση του Εκουαδόρ απαίτησε τεράστια αποζημίωση από την Αμερική για παραβίαση των εγχώριων υδάτων και συνεπώς για αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας της. Η αντιπαράθεση έφτασε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, που αποτέλεσε και το πρώτο βήμα προς την υπογραφή της 3ης Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ περί Δικαίου της Θάλασσας (1982), η οποία όρισε την έννοια της ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη).
Βάσει της σύμβασης αυτής, ως ΑΟΖ ορίζεται η θαλάσσια έκταση πέραν των χωρικών υδάτων ενός κράτους (μέχρι 12 ν.μ.) που εκτείνεται στα 200 ν.μ. Σε αυτή την περιοχή κάθε κράτος έχει το δικαίωμα εκμετάλλευσης των θαλάσσιων πόρων. Οι ουσιαστική διαφορά ανάμεσα σε χωρικά ύδατα και ΑΟΖ είναι η εξής: Στα χωρικά ύδατα κάθε κράτος έχει πλήρη κυριαρχία. Στις ΑΟΖ έχει κυριαρχικά δικαιώματα που αφορούν την έρευνα, διαχείριση, εκμετάλλευση και προστασία των φυσικών πόρων που αφορούν τον βυθό, το υπέδαφος του βυθού αλλά και τα ύδατα από πάνω, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος παραγωγής ενέργειας από τα ύδατα, τα ρεύματα και τον αέρα. Ως προς τη ναυσιπλοΐα η ΑΟΖ παραμένει περιοχή «διεθνών υδάτων». Η κατοχύρωση της έννοιας των ΑΟΖ αποτέλεσε ιστορικά τομή στον τρόπο με τον οποίο οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις διεκδίκησαν τα οικονομικά τους συμφέροντα, καθώς σήμανε τη μετάβαση από τη λογική της επίλυσης των αντιπαραθέσεων με τη μεσολάβηση στρατιωτικών δυνάμεων σε μια λογική πιο «ειρηνικών» διπλωματικών λύσεων, κάτι το οποίο εγκαθίδρυσε νέες ποιοτικά σχέσεις εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.
Στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό το χρονικό των εξορύξεων μπορούμε να το χωρίσουμε σε τρεις περιόδους. Η πρώτη εκτείνεται από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι και τις αρχές του 1970. Κατά τη διάρκειά της πραγματοποιήθηκαν διάφορες έρευνες υδρογονανθράκων σε περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας από ιδιώτες και από το δημόσιο, οι οποίες υπήρξαν ανεπιτυχείς. Ταυτόχρονα, οι έρευνες αυτές επεκτάθηκαν και στον θαλάσσιο χώρο, όπου την περίοδο 1971-74, η εταιρεία Oceanic κατάφερε να ανακαλύψει το κοίτασμα πετρελαίου του Πρίνου καθώς και το κοίτασμα φυσικού αερίου στην Καβάλα.
Η δεύτερη περίοδος εκτείνεται μεταξύ του 1975 και των αρχών του 2000. Τότε δημιουργείται από το ελληνικό δημόσιο η Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου, που μετέπειτα μετονομάστηκε σε ΕΛΠΕ, ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν οι μεγάλες ερευνητικές διαδικασίες σε όλη την έκταση του ελλαδικού χώρου, με έναν τεράστιο αριθμό γεωτρήσεων και σεισμικών ερευνών 2D και 3D. Αποτέλεσμα αυτών των ερευνών είναι η ανακάλυψη του κοιτάσματος του Κατάκολου, του κοιτάσματος στον Πατραϊκό και του κοιτάσματος φυσικού αερίου στην Επανομή, που όμως η εκμετάλλευσή τους είτε απέτυχε είτε δεν απέδωσε.
Τελικά φτάνοντας στην τρίτη περίοδο, που ξεκινάει από το 2000 και φτάνει μέχρι και σήμερα, συναντάμε μια ριζική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η έρευνα και η εκμετάλλευση. Το 2007 το ελληνικό δημόσιο αφαιρεί τις άδειες ερευνών από τα ΕΛΠΕ, ενώ 20 θαλάσσια οικόπεδα στην ευρύτερη περιοχή του Ιονίου και της Κρήτης μπαίνουν σε διεθνή διαγωνισμό ανοιχτής πρόσκλησης (ή αλλιώς open door) προς πώληση σε πετρελαϊκές εταιρείες, στρώνοντας το έδαφος για την εκκίνηση των μαζικών παραχωρήσεων των αδειών στο πετρελαϊκό κεφάλαιο. Το 2011, με τον ν. 4001, ορίζεται η φορολόγηση των πετρελαϊκών εταιρειών με το γελοίο ποσοστό του 20% (ενώ ο συντελεστής του ΦΠΑ για μια μικρομεσαία επιχείρηση είναι στο 26%) προς το δημόσιο και 5% ειδικό φόρο στις περιφέρειες. Ως συνέχεια σε αυτόν τον νόμο, τα επόμενα χρόνια οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ θεσπίζουν τη μετάβαση των αδειών από το δημόσιο στο υπερταμείο και συνεπώς κατοχυρώνουν ότι ο μόνος τρόπος έρευνας και εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων είναι μέσω των ιδιωτικών πετρελαϊκών. Το 2018 ο ΣΥΡΙΖΑ περνάει τον ν. 4526 σχετικά με τον τρόπο παραχώρησης των αδειών αυτών, νόμος που αποτελεί την επιτομή της γελοιότητας και του ιδεολογήματος ότι οι εξορύξεις σημαίνουν ανάπτυξη.
Χαρακτηριστικό άρθρο είναι μεταξύ άλλων το 15, που αναφέρεται στις αποζημιώσεις. Εκεί σημειώνεται ότι αποζημιώνεται με 50 ευρώ ετησίως το km2 στο πρώτο στάδιο ερευνών, με 100 ευρώ ετησίως το km2 στο δεύτερο στάδιο έρευνας, με 200 ευρώ ετησίως το km2 στο τρίτο στάδιο έρευνας και τέλος 1.000 ευρώ το km2 ετησίως όταν ξεκινήσει η εκμετάλλευση. Δηλαδή αθροιστικά κάποιος μπορεί μέσω της παραχώρησης ενός km2 να κερδίσει 1.200 ευρώ μέσα σε 32 χρόνια που θα διαρκέσουν οι διαδικασίες σε αυτό το οικόπεδο!
Όλα αυτά δημιουργούν ένα βασικό ερώτημα, ένα ερώτημα που έχει ανοίξει την ψαλίδα της αντιπαράθεσης μεταξύ των τοπικών κοινωνιών από τη μία, και από την άλλη των κυβερνητικών πολιτικών και των πετρελαϊκών επιχειρήσεων που έρχονται να αντλήσουν κέρδος από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στο Ιόνιο, στον Πατραϊκό, στην Ήπειρο. Ένα ερώτημα που έγινε το πάτημα πάνω στο οποίο συγκροτήθηκαν πρωτοβουλίες και τοπικά κινήματα ανά περιοχές που αναμετρήθηκαν με αυτές τις πολιτικές: Τι θα κερδίσει το ελληνικό δημόσιο και ο ελληνικός λαός από τις εξορύξεις; Τι σημαίνει η εξ ολοκλήρου ανάληψη της εκμεταλλευτικής δραστηριότητας από το ιδιωτικό πετρελαϊκό κεφάλαιο;
Η απάντηση είναι η εξής: Οι εξορύξεις με τον τρόπο που πάνε να γίνουν δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα, ούτε στο ελληνικό δημόσιο, ούτε στις τοπικές κοινωνίες. Και εξηγούμαι. Πρέπει να λάβουμε υπόψη δύο βασικούς λόγους:
1. Η φορολογία των εταιρειών είναι γελοία, αφού μια εξόρυξη θα επιφέρει μάξιμουμ λίγα εκατομμύρια στις τοπικές κοινωνίες ανά έτος, συνεπώς λίγα μόνο δισεκατομμύρια μέσα στην εικοσιπενταετία που θα εκτελείται η εξόρυξη. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα έσοδα αυτά αποδίδονται μόνο όταν ξεκινήσει η εξόρυξη, συνεπώς την περίοδο των ερευνών οι πετρελαϊκές δεσμεύουν, ουσιαστικά δωρεάν, κομμάτια που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για πρωτογενείς δραστηριότητες.
2. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οικολογικής καταστροφής. Η ιστορία το έχει αποδείξει: Οι πετρελαϊκές εταιρείες, στον βωμό του κέρδους, θα αγνοήσουν μέχρι και την ασφάλεια των εγκαταστάσεων, αφού γνωρίζουν ότι η παύση της παραγωγής μπορεί να σημάνει μέχρι και 500.000 δολάρια ζημιά μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο. Αυτές οι πρακτικές έχουν επιφέρει τις μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές παγκοσμίως, όπως και έγινε το 2010 στην εξέδρα του Deepwater Horizon στο Μεξικό της BP, όπου επειδή αγνοήθηκε η δυσλειτουργία της αντλίας πετρελαίου σημειώθηκε έκρηξη, με αποτέλεσμα να ξεχυθούν 4,9 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου στον κόλπο του Μεξικού. Η πετρελαιοκηλίδα αυτή είχε αποτέλεσμα την καταστροφή μεγάλου μέρους της πανίδας και της χλωρίδας του κόλπου, ήταν όμως επίσης υπεύθυνη και για την παύση διάφορων δραστηριοτήτων στα παράλιά του. Με την αναφορά στην ύπαρξη σοβαρού κινδύνου καταστροφής, ωστόσο, δεν εννοούμε μόνο την περίπτωση κάποιου ατυχήματος, αλλά συνολικότερα την ποιοτική διαφορά που επέρχεται στις ζωές των κατοίκων των γύρω περιοχών. Από εκεί που οι κάτοικοι ζούσαν σε ένα ωραίο αισθητικά περιβάλλον ξαφνικά θα εμφανιστεί μια εξέδρα πετρελαίου, γεγονός που καθιστά κατανοητό το πώς θα αλλάξει το γύρω περιβάλλον. Και από τη στιγμή που οι περιοχές της Δυτικής Ελλάδας, του Ιονίου και της Ηπείρου μπορούν να πολλαπλασιάσουν τις επιδόσεις τους στον πρωτογενή τομέα αλλά και στον δευτερογενή, είναι ζήτημα στη συγκυρία πώς θα καταφέρουμε να διασφαλίσουμε τη φυσική ομορφιά της περιοχής.
Για μια άλλη στρατηγική στη διαχείριση των ορυκτών πόρων
Η κατάσταση με τις εξορύξεις υδρογονανθράκων στις περιοχές του Πατραϊκού, της Ηπείρου και στην ευρύτερη περιοχή του Ιουνίου γεννάει ένα ερώτημα για την αριστερά. Γεννάει το ερώτημα του ποιος μπορεί να είναι ένας άλλος δρόμος στη διαχείριση των ορυκτών αυτών πόρων σήμερα. Ποια θα μπορεί να είναι μια συνολικότερη στρατηγική ικανή να κινήσει μια αντίρροπη κίνηση πάνω στο ιδεολόγημα που προβάλλεται από την κυβέρνηση της Ν.Δ. αλλά και σε ένα προηγούμενο διάστημα από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, του ιδεολογήματος που λέει ότι αν γίνουν εξορύξεις θα έρθει και η ανάπτυξη στη χώρα, παραβλέποντας όλους τους κινδύνους που διέπουν τις εξορύξεις. Η στρατηγική αυτή πρέπει να κινηθεί σε τρεις βασικούς άξονες:
Άξονας 1: Η αλλαγή του κριτηρίου σκέψης. Και δεν μιλάω μόνο για τους υδρογονάνθρακες, αλλά και συνολικότερα για την ενέργεια. Η ενέργεια πρέπει να θεωρείται κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα. Και αυτή η διαφοροποίηση έχει ουσία. Η ενέργεια δεν μπορεί να αποτελεί πεδίο συσσώρευσης κέρδους, αλλά μέσο ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών.
Άξονας 2: Η σταδιακή εγκατάλειψη των ορυκτών πόρων ως ενεργειακού υποδείγματος. Είναι διακύβευμα σήμερα πώς θα στραφούμε στην πράσινη ενέργεια, δηλαδή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η βιομάζα, στην υδροηλεκτρική ενέργεια, στην αιολική ενέργεια, την ηλιακή ενέργεια και τη γεωθερμία. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί πανάκεια. Οι ΑΠΕ χρήζουν και αυτές ορθολογικής διαχείρισης με βιώσιμο περιβαλλοντικά τρόπο.
Άξονας 3: Άμεση μείωση της κατανάλωσης. Είναι αναγκαίος μονόδρομος να αναπτυχθεί μια αντίρροπη κίνηση στην υπάρχουσα. Το αγαθό της ενέργειας δεν πρέπει να σπαταλιέται, αλλά να υπόκειται ορθολογικής χρήσης. Για παράδειγμα, είναι πολύ πιο βιώσιμη και αποδοτική η θέρμανση και το μαγείρεμα με τη χρήση του φυσικού αερίου απ’ ό,τι με τη χρήση του πετρελαίου, καθώς μειώνονται οι απώλειες μετατροπής ενέργειας.
Το σημαντικό για τη σημερινή αριστερά είναι πώς θα μπορέσει να μιλήσει για τη συγκρότηση ενός κινήματος πραγματικά γειωμένου στην κοινωνία και με πολύπλευρα αιτήματα. Χρειάζεται να περιγράψουμε και μια μεθοδολογία σύνδεσης των επιμέρους κινημάτων και πρωτοβουλιών που έχουν συγκροτηθεί με σχήματα και κινήσεις στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης. Και αυτό τόσο για να γνωστοποιηθούν και να ανοίξουν σε ένα ευρύ κοινό τα αιτήματα των συγκεκριμένων κινήσεων, αλλά και για να πάρουν σε δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια υλική αποκρυστάλλωση σε προτάσεις κ.λπ. Με αυτόν τον τρόπο, αφενός περισσότεροι άνθρωποι θα εμπλακούν με το ζήτημα, αφετέρου τα αιτήματα των επιμέρους κινημάτων και πρωτοβουλιών θα μπορέσουν να συνενωθούν με αιτήματα που αναπτύσσονται σε εκάστοτε πόλεις και χωριά με στόχο τη δημιουργία ευρύτερων κινηματικών πρακτικών στην τοπική αυτοδιοίκηση.
* Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της παρουσίασης που έκανε ο αρθρογράφος στην εκδήλωση «Περιβάλλον: Το ζήτημα των εξορύξεων και τα τοπικά κινήματα», που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 8 Αυγούστου στο πλαίσιο του Camping Radikal 2019 στην Πρέβεζα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ