Το παρόν κείμενο γράφτηκε τον Ιούλιο του 2006 (δημοσιεύτηκε στο τεύχος 12 του Εκτός Γραμμής), αμέσως μετά το κίνημα του Μάη-Ιούνη, στον απόηχο δηλαδή μιας από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες φοιτητικές κινητοποιήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου, που ολοκληρώθηκε με την απόκρουση της κατάθεσης του αυταρχικού νέου Νόμου-Πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, και πριν τον επόμενο μεγάλο κύκλο, που άνοιξε στις αρχές του επόμενου έτους και οδήγησε στην απόρριψη της αναθεώρησης του άρθρου 16. Φέρει ως εκ τούτου το αποτύπωμα εκείνης της συγκυρίας, τόσο στο ύφος όσο και στον λόγο του, αλλά πολύ περισσότερο απηχεί τις εντυπώσεις και τις εκτιμήσεις εκείνης της στιγμής, ακριβώς μετά την ολοκλήρωση εκείνου του πρωτοφανούς διμήνου κατά τη διάρκεια του οποίου οι φοιτητές και οι φοιτήτριες επανακατέλαβαν με την ουσιαστική έννοια του όρου το πανεπιστήμιο ανασυνθέτοντάς το ως κοινωνικό χώρο. Το αναδημοσιεύουμε σήμερα, χωρίς οποιαδήποτε αλλαγή, με αφορμή τη συζήτηση που έχει ξεσπάσει τις τελευταίες ημέρες ενόψει της εκδήλωσης που διοργανώνει το k-lab για το φοιτητικό κίνημα του 2006-7. Δεν συνιστά φυσικά μια ολοκληρωμένη αποτίμηση της διετίας αυτής (πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού γράφτηκε ακριβώς στη μέση του δρόμου), αποτελεί όμως μια τρόπον τινά «μαρτυρία» για εκείνη την στιγμή, τα γεγονότα και τις αιτίες τους στα οποία ίσως έχει αξία να επιστρέφουμε στο πλαίσιο της συζήτησης που εξελίσσεται, αλλά όχι μόνο.
Εκτός Γραμμής
***
Όταν η νεολαία εκδικείται…
(ή πρώτες σκέψεις για τα αίτια και τους όρους ανάπτυξης του φοιτητικού κινήματος του 2006…)
Αντί προλόγου
Τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη μια προσπάθεια έντονης απαξίωσης των προοπτικών της νεολαίας, αλλά και βίαιης πειθάρχησής της στα πρότυπα της ευελιξίας και της προσωρινότητας. Οι τάσεις αυτές έχουν την αφετηρία τους στις ίδιες τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής για μια εργατική δύναμη, πιο πολυλειτουργική και μορφωμένη, που όμως θα είναι ταυτόχρονα πιο φτηνή και πειθαρχημένη, χαρακτηριστικά που θα την καθιστούν πιο παραγωγική και κερδοφόρα, αλλά και λιγότερο διεκδικητική έχοντας ενσωματώσει τις προτεραιότητες του κεφαλαίου… Η στρατηγική αυτή στο χώρο της παραγωγής έχει το αντίκρισμα της στην αναδιαρθρωτική πολιτική που ακολουθείται στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού μηχανισμού συνολικά και ιδιαίτερα στο εσωτερικό του πανεπιστημίου. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής προκρίνεται η προσπάθεια για παραγωγικοποίηση του πανεπιστημιακού μηχανισμού, προσπάθεια που αντιστοιχεί στον χειρισμό της κατανεμητικής αστάθειας που προκαλεί η διαφορά φάσης μεταξύ των ειδικεύσεων που απαιτεί η παραγωγή και αυτών που προσφέρει το πανεπιστήμιο, αλλά και στην περαιτέρω ιδεολογική σταθεροποίηση του πανεπιστημιακού μηχανισμού, καθώς και τη λειτουργία του με κριτήριο την ανταποδοτικότητα και την οικονομική αποτελεσματικότητα…
Το καζάνι ήδη έβραζε…
Στο πλαίσιο αυτό, η στρατηγική που επελέγη στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και για το ελληνικό πανεπιστήμιο, οριζόταν από τη μαζικοποίηση του πανεπιστημιακού μηχανισμού, με ταυτόχρονη αναίρεση – ρευστοποίηση των εργασιακών δικαιωμάτων που κατοχύρωναν τα πτυχία και συγκράτηση των προσδοκιών της νεολαίας. Αυτή η στρατηγική επενδύθηκε ιδεολογικά με τα πρότυπα του ατομισμού και του καριερισμού, τα οποία προσιδίαζαν και στην ιδεολογική συγκυρία του ’90, αφού μετά την κατάρρευση του τείχους, και παρά τους μεγάλους φοιτητικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες των αρχών του ’90, επικρατούσε η εικόνα ενός προελαύνοντας καπιταλισμού, ο οποίος θα έδινε δυνατότητες προκοπής, τουλάχιστον για τους «άξιους»… Όλες αυτές οι τάσεις έγινε προσπάθεια να προεπικυρωθούν ήδη από το σχολείο με τη μεταρρύθμιση Αρσένη να αφήνει πίσω της ένα πολύ πιο πιεστικό σχολείο, ουσιαστικά εξεταστικό κάτεργο, όπου τα αποτελέσματα πειθάρχησης και ατομισμού που είχε εγγράψει πάνω στη νεολαία έγιναν φανερά μόλις λίγα χρόνια μετά.
Όμως όλα αυτά όμως ήταν η μια πλευρά της αντίφασης. Γιατί η αστική στρατηγική για το πανεπιστήμιο ήταν από μόνη της αντιφατική, δημιούργησε ένα πραγματικό καζάνι που έβραζε, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών παρόλη την ενσωμάτωση αρκετών ιδεολογημάτων δεν έπαψε να έχει, έστω και στρεβλά μέσω της ψευδαίσθησης για ατομική ανέλιξη, προσδοκίες αξιοπρεπούς εργασιακής αποκατάστασης μέσω του πτυχίου. Πόσο μάλλον που η βίαιη πειθάρχηση που συνεχιζόταν στο εσωτερικό του πανεπιστημίου μέσω της εντατικοποίησης των ρυθμών σπουδών και των ολοένα και μεγαλύτερων απαιτήσεων και θυσιών που απαιτούνταν από τους φοιτητές, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο κόστος σπουδών, δημιουργούσαν την αίσθηση των συνεχών και μεγάλων θυσιών για σχετικά μικρό αντίκρισμα…
Έτσι, το υλικό υπόβαθρο που παρήγαγε τα φοιτητικά κινήματα όλης της δεκαετίας του ’90 συνέχιζε να είναι ενεργό, μόνο που τώρα οι αντικειμενικές συνθήκες ήταν πολύ πιο οξυμένες. Ήταν αυτό το σημείο που έδινε την ευκαιρία να εκφραστούν όλες αυτές οι αντίρροπες τάσεις, την ίδια ώρα όμως που η φοιτητική νεολαία έδειχνε υπομονετική, ή και σε αρκετές περιπτώσεις συναινετική, σκορπώντας την αίσθηση ότι το κράτος είχε κερδίσει το στοίχημα της πειθάρχησης και της ενσωμάτωσης…
Βραχυπρόθεσμα αίτια
Ο νομοθετικός οργασμός της κυβέρνησης την περσινή χρονιά, κατά την οποία ψήφισε νόμους που αφορούσαν τον πυρήνα της αναδιαρθρωτικής στρατηγικής στα πανεπιστήμια και οι οποίοι για χρόνια είχαν μπλοκαριστεί από τους φοιτητές, χωρίς την έκφραση των απαιτούμενων αντιδράσεων από τη μεριά του φοιτητικού κινήματος σε κινηματικό επίπεδο, έδινε την εικόνα μιας παντοδύναμης Υπουργού η οποία θα κατάφερνε να επιβιώσει στην ηλεκτρική καρέκλα του Υπουργείου Παιδείας χωρίς να τσαλακώσει καθόλου την εικόνα της. Όμως, η συστηματική προσπάθεια πολιτικής απονομιμοποίησης των κυβερνητικών επιλογών στην εκπαίδευση από τα σχήματα των ΕΑΑΚ, η πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση με τη ΔΑΠ, η οποία στήριζε ενεργητικά και επένδυε ιδεολογικά στις κυβερνητικές επιλογές, αλλά και ο αντικυβερνητικός πολιτικός λόγος των λοιπών παρατάξεων τροφοδοτούσε μια υποβόσκουσα δυσαρέσκεια για την κυβερνητική πολιτική στο χώρο της εκπαίδευσης, παρότι αυτή δεν μπορούσε να πάρει σχήμα, να γίνει ενεργητική, κινηματική αντίδραση.
Σε αυτό το τοπίο στην εκπαίδευση, οι εξαγγελίες για ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων ανέβασαν ήδη από την αρχή του 2006 το θερμόμετρο και τροφοδότησαν τις πρώτες πιο έντονες κινηματικές αντιδράσεις, με τις πρώτες σποραδικές καταλήψεις στα μέσα Μάρτη να προμηνύουν τις διαθέσεις των φοιτητών για το τι επακολουθούσε. Την αφορμή όμως έδωσε η πραγματική αλαζονεία της κυβέρνησης, ο πολιτικός υπολογισμός ότι το φοιτητικό κίνημα ήταν ηττημένο και ότι θα μπορούσε με ευκολία να προχωρήσει σε μια νέα «φυγή προς τα εμπρός», επιδιώκοντας να περάσει μια ακραιφνώς νέοσυντηρητική τομή όπως ο νέος νόμος πλαίσιο. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι… Από τη μια η καθολικότητα αυτής της τομής, που αφορούσε με έναν άμεσο και απτό τρόπο όλους τους φοιτητές, από τις πρωτοπόρες κινηματικά σχολές, μέχρι τις μεγάλες σχολές της Αθήνας που βρισκόντουσαν σε κινηματική νηνεμία όλα τα τελευταία χρόνια, τα ΤΕΙ, τις σχολές τις επαρχίας σε πολλές από τις οποίες οι φοιτητές δεν είχαν συλλογικές αναπαραστάσεις. Από την άλλη ο αυταρχισμός της τομής, ο νεοσυντηρητικός της τόνος, η βίαιη πειθάρχηση και το χτύπημα στα λαϊκά κεκτημένα και τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης, φανέρωνε έναν έντονο κυβερνητικό τσαμπουκά, που έδινε την αφορμή να εκφραστεί η δυσαρέσκεια των φοιτητών ως πάλη για την αξιοπρέπεια τους…
Ίσως όμως όλα αυτά να μην είχαν καταφέρει να βρουν την ίδια έντονη κινηματική διέξοδο αν δεν είχαν προηγηθεί δύο πολύ σημαντικοί κόμβοι της ταξικής πάλης: Από τη μία, το τσαλάκωμα της κυβέρνησης από την απεργία των ναυτεργατών που έδωσε μια πρώτη αισιοδοξία στα υπόλοιπα αγωνιζόμενα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και τροποποίησε σε έναν βαθμό την ιδεολογική ηγεμονία που διατηρούσε η κυβέρνηση υπέρ της «ανάγκης» μεταρρυθμίσεων και θυσιών σε βάρος του λαού, αναγορεύοντας ως συντεχνιακούς και συντηρητικούς όλους τους αγώνες και τις διεκδικήσεις των επί μέρους κλάδων ή κοινωνικών ομάδων. Σε πείσμα των κυβερνώντων, και παρά το άδοξο τελείωμά του, ο αγώνας των ναυτεργατών αγκαλιάστηκε από όλη την ελληνική κοινωνία, επαναφέροντας στη συζήτηση την ανάγκη και το δίκιο των αγώνων. Από την άλλη, και ίσως ακόμα μεγαλύτερης σημασίας εξέλιξη, ήταν η μεγάλη νίκη της γαλλικής νεολαίας μετά το τεράστιο κύμα καταλήψεων του περασμένου Μάρτη. Ήταν αυτή η νίκη που όχι μόνο ξανανομιμοποίησε την κατάληψη ως κυρίαρχο μέσο πάλης των φοιτητών, αλλά ξανάκανε θελκτική την εικόνα του αγωνιζόμενου νεολαίου και γέμισε και αισιοδοξία όλους για τη δυνατότητα των αγώνων να νικάνε.
Ο ρόλος των ΕΑΑΚ
Τα ΕΑΑΚ αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά ανάπτυξης του κινήματος, όχι μόνο οργανωτικά αλλά και πολιτικά. Η επιμονή στην ανάγκη οικοδόμησης αντιστάσεων στην κυβερνητική πολιτική στον χώρο της εκπαίδευσης, μέσα από την αιχμή των εργασιακών και επαγγελματικών δικαιωμάτων, την αντίθεση στην εντατικοποίηση των ρυθμών σπουδών και την πειθάρχηση των φοιτητών και του κινήματός τους, αλλά και την καταστρατήγηση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης κατάφερε τα τελευταία δύο χρόνια, και παρά τις διαφορετικές ταχύτητες ή χρωματισμούς ανά σχολή, να δημιουργήσει ένα πολιτικό και ιδεολογικό αντιαναδιαρθρωτικό κεκτημένο στους φοιτητικούς συλλόγους ικανό να απαντήσει στις τομές που προωθούσε η κυβέρνηση.
Ταυτόχρονα, τα ΕΑΑΚ κατάφεραν όλο το προηγούμενο διάστημα και ενώ ακόμα το φοιτητικό κίνημα δεν βρισκόταν σε έξαρση να αποκόψουν τις πολιτικές συμμαχίες του υπουργείου σε επίπεδο ακαδημαϊκών οργάνων, συγκλήτων και τμημάτων, δημιουργώντας μεγάλα προσκόμματα στην υλοποίησή της αναδιαρθρωτικής κίνησης της κυβέρνησης με αποτέλεσμα το σύνολο σχεδόν των νόμων να έχει μείνει ανεφάρμοστο. Άλλωστε οι κινητοποιήσεις της περσινής χρονιάς με αφορμή τον νόμο για το ΔΟΑΤΑΠ, διαμόρφωσαν, παρά το ότι δεν κατάφεραν να γενικευτούν, τους όρους ώστε οι σύλλογοι να μπορούν να παρεμβαίνουν πολιτικά μεταφέροντας τον συσχετισμό από τα φοιτητικά αμφιθέατρα και εκβιάζοντας τον πανεπιστημιακό μηχανισμό να μη συναινέσει στην υλοποίηση της αναδιάρθρωσης.
Από την άλλη, η επιμονή στη δυνατότητα του φοιτητικού κινήματος να είναι νικηφόρο και άρα η σαφής κατεύθυνση τροφοδότησης αγώνων και όξυνσης της πάλης ενάντια στην πολιτική του υπουργείου, με την επιλογή, σε αυτή τη συγκυρία, της κατάληψης ως μέσο πάλης, ενάντια σε λογικές που έκαναν έναν γενικό πολιτικό αγώνα μέσα στους φοιτητές με στόχο την απλή έκφραση της δυσαρέσκειας, διαμόρφωσαν μια αποφασιστική πρώτη μαγιά σχολών που ξεκίνησαν τις καταλήψεις ανάβοντας τη σπίθα.
Τέλος, η πρόταση των ΕΑΑΚ για αγωνιστικό συντονισμό στη βάση του αναγκαίου αντιαναδιαρθρωτικού πλαισίου και στην κατεύθυνση της κλιμάκωσης μέσω της μορφής της κατάληψης διαμόρφωσαν τη δυνατότητα για έναν πραγματικό πολιτικό συντονισμό μεταξύ των φοιτητικών συλλόγων, αλλά και των παρατάξεων που ήταν ενάντιες στην κίνηση της κυβέρνησης. Και αυτό όχι σε ένα γενικόλογο μίνιμουμ πλαίσιο για την επαλήθευση της ανάγκης «ενότητας των αριστερών δυνάμεων» ώστε να γίνει κίνημα, όπως έλεγαν διάφορες τάσεις (που άλλωστε διαψεύστηκαν από τις εξελίξεις με δεδομένο ότι η ΠΚΣ δε συμμετείχε στην ανάπτυξή του), ούτε όμως και σε ένα μάξιμουμ πλαίσιο που απλά θα πρόβαλε ως απαραίτητα και άμεσα επίδικα πάλης του φοιτητικού κινήματος -ουσιαστικά ως προαπαιτούμενα- τα στρατηγικά αιτήματα των ΕΑΑΚ για την εκπαίδευση, παραβλέποντας και εντέλει διαρυγνύοντας τη διαλεκτική μεταξύ στρατηγικών και τακτικών στόχων και αιτημάτων. Αντίθετα, από τα ΕΑΑΚ προτάθηκε ένα πολιτικό πλαίσιο που μπόρεσε να συντονίσει, αλλά και να εμπνεύσει το σύνολο των συλλόγων πανελλαδικά, να πιέσει πολιτικά το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, από την ΠΑΣΠ μέχρι την ΠΚΣ, αναδεικνύοντας ξεκάθαρους στόχους πάλης και τακτική για το φοιτητικό κίνημα, αλλά και σαφείς πολιτικές οριοθετήσεις τόσο στο πολιτικό πλαίσιο, όσο και στα αιτήματα.
Στο πλαίσιο αυτό, η αντίληψη των ΕΑΑΚ για την αναγκαιότητα άμεσου συντονισμού του φοιτητικού κινήματος στη βάση των γενικών συνελεύσεων όταν διαμορφώνονται κινηματικές εξάρσεις γύρω από συγκεκριμένα επίδικα και υπερβαίνεται ο συνολικός πολιτικός συσχετισμός εντός των συλλόγων, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη του κινήματος, στην εσωτερική του δημοκρατία και συνοχή, στη δυνατότητα συμμετοχής και δημόσιας έκθεσης όλων, άρα και στην αντιπαράθεση και την πολιτική ηγεμονία εντός του συνθέτοντας σε σαφής πολιτικούς στόχους και τακτική για το σύνολο του κινήματος.
Η στάση των φοιτητικών παρατάξεων
Ήδη από την αρχή του κινήματος εκδηλώθηκαν οι πρώτες συγκρούσεις, τόσο στο εσωτερικό του, όσο και με όσους έμεναν εκτός.
Η ΔΑΠ, παρά την ενεργητική της στήριξη στην κυβερνητική πολιτική, δεν κατάφερε σε καμιά στιγμή να συγκροτήσει ένα ισχυρό αντι-κατάληψη μπλοκ και να αναχαιτίσει την ανάπτυξη του κινήματος, ούτε καν σε σχολές όπως το Οικονομικό της Αθήνας, η ΑΣΟΕΕ ή το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Αφού στην αρχή υποτίμησε το τι διαστάσεις θα μπορούσε να προσλάβει αυτή η έκρηξη, θεωρώντας ίσως ότι θα έμενε στις παραδοσιακές σχολές και τις χαμηλές απαρτίες στις συνελεύσεις και θα ξεφούσκωνε γρήγορα, επιχείρησε να απαντήσει στον 3ο γύρο συνελεύσεων, για να ανακαλύψει ότι δεν ήταν τόσο εύκολο. Και αυτό όχι μόνο επειδή τα μπλοκ των καταλήψεων είχαν διογκωθεί, αλλά επειδή δεν μπορούσε να στρατεύσει πολιτικά ένα δυναμικό στις σχολές υπέρ των συγκεκριμένων αλλαγών στον νόμο πλαίσιο. Αυτή η αδυναμία εκφράστηκε και στις συνελεύσεις, καθώς η πολιτική της ρητορεία αφορούσε μόνο την εξεταστική, ενώ και η ίδια απέρριπτε επί μέρους σημεία, όπως το ν+2, αναδεικνύοντας έτσι την αδυναμία της να στρατεύσει ενεργητικά και να επενδύσει πολιτικά και ιδεολογικά πάνω στα κυβερνητικά σχέδια.
Η ΠΚΣ, έχοντας κάνει τα τελευταία δύο χρόνια τον στρατηγικό πολιτικό υπολογισμό ότι το φοιτητικό κίνημα δεν έχει πλέον καμιά δυνατότητα νίκης μπροστά στην ομοθυμία του αστικού πολιτικού σκηνικού, επέλεξε να δημιουργήσει έναν πόλο αριστερής αγωνιστικής διαμαρτυρίας, κάτι σαν το φοιτητικό ΠΑΜΕ, το «Συντονιστικό των ΑΕΙ». Η όλη του τακτική επενδύθηκε με την ανάγκη συνολικού πολιτικού λόγου για το φοιτητικό κίνημα, την απλή προβολή στρατηγικών αιτημάτων και ενός συνολικού προγράμματος, που παρουσιάζοντας τα ως αναγκαία για τη νίκη των αγώνων δημιουργούσε ένα πολιτικό μπλοκ διαμαρτυρίας, ενώ ταυτόχρονα προστάτευε το δυναμικό που συσπειρωνόταν στο «Συντονιστικό» από την ανάγκη παρέμβασης στη συγκυρία και αλλαγής του συσχετισμού, παραπέμποντας ουσιαστικά στο μακρύ σοσιαλιστικό μέλλον, ή στο εγγύς εκλογικό αποτέλεσμα της ΠΚΣ ή του ΚΚΕ.
Όμως το φοιτητικό κίνημα δεν στάθηκε τόσο ευγενικό με την ΠΚΣ αφού ξαναβγαίνοντας μαζικά στο δρόμο την ανάγκασε σε τεράστια πολιτική στροφή, τόσο στο πολιτικό της πλαίσιο και την τακτική της -αφού ξέχασε το «Ενιαία Ανώτατη» και μπήκε σε ένα πολιτικό πλαίσιο σαφώς ηγεμονευόμενο από την πολιτική γραμμή των ΕΑΑΚ, προτείνοντας άλλωστε καταλήψεις που μέχρι μερικές μέρες πριν λοιδορούσε-, όσο όμως και στην αντίληψη του απομονωτισμού και της τακτικής της απόρριψη κάθε πολιτικής συμμαχίας -μπαίνοντας σε κοινά πλαίσια όχι μόνο με τα ΕΑΑΚ ή το ΔΙΚΤΥΟ, αλλά ακόμα και με την ΠΑΣΠ (Βιολογικό Ηρακλείου, ΤΕΙ, Οι κονομικό κ.λπ.)-, κάτι που μέχρι πρότινος θεωρούσε αδιανόητο, ανεξάρτητα από το πολιτικό πλαίσιο και την τακτική που θα αποτυπώνονταν για τον εκάστοτε σύλλογο.
Από την άλλη, η ΠΑΣΠ στην αρχή του κινήματος ταλαντεύτηκε ως προς την τακτική της γύρω από τις καταλήψεις, με μεγάλες διαφορές από σχολή σε σχολή (π.χ. στην Πάτρα πρότεινε εβδομαδιαίες εξαρχής, ενώ στο ΕΜΠ κλείσιμο τη μέρα της πορείας). Σε ότι αφορά το πολιτικό της πλαίσιο, αυτό εξακολουθούσε να ορίζεται εντός ενός φιλοαναδιαρθρωτικού πλαισίου με «ανθρώπινο πρόσωπο». Συνέχιζε να στηρίζει τον πυρήνα της αναδιάρθρωσης, απορρίπτοντας όμως τις νέοσυντηρητικές και αντιδημοκρατικές τομές. Παρόλα αυτά, και με δεδομένη τη δυναμική που αναπτύχθηκε και τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της μπήκε άνευ όρων στο ξεκάθαρα αντιαναδιαρθρωτικό πλαίσιο, αλλά και στην τακτική των καταλήψεων που υιοθέτησε αυτό το κίνημα. Οι λόγοι για αυτή της τη στάση θα πρέπει να αναζητηθούν τόσο στο ότι στην εξουσία βρίσκεται η Ν.Δ., και η ΠΑΣΠ επενδύει στο αντικυβερνητικό της προφίλ, όσο όμως και στο γεγονός ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ εκφέρει μια ακόμα πιο νεοσυντηρητική πρόταση, αναγκάζοντάς την να αναζητά όρους διαχωρισμού και ξεκαθαρίσματος του δικού της αριστερόστροφου, αντικυβερνητικού, φιλοαναδιαρθρωτικού προφίλ.
Τέλος, το ΔΙΚΤΥΟ επένδυσε από την αρχή στις καταλήψεις, δείχνοντας ότι στηρίζει πολλά σε αυτό το κίνημα για την κατοχύρωσή του ως έναν πραγματικά αγωνιζόμενο πολιτικό πόλο εντός του κινήματος, γεγονός που θα του έδινε τη δυνατότητα να απευθυνθεί στον διάχυτο νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό μέσα στα πανεπιστήμια, τον οποίο κεντρικά ενσωματώνει ο Συνασπισμός. Ταυτόχρονα, σε κεντρικό επίπεδο, ο Συνασπισμός επιχείρησε να εκπροσωπήσει το κίνημα στη Βουλή, με αποκορύφωμα τις εκρήξεις του Αλαβάνου, ή την παρουσία του Τσίπρα στα παράθυρα (με υπότιτλο «υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων»…), να μιλά εξ ονόματος των φοιτητών, αποσιωπώντας ότι ο Συνασπισμός ψήφισε το σύνολο των νομοσχεδίων που έφερε η Ν.Δ. το περασμένο καλοκαίρι, επιχειρώντας ξεκάθαρα να καρπωθεί εκλογικά το φοιτητικό κίνημα.
Η κυβερνητική τακτική
Η κυβέρνηση αρχικά αντιμετώπισε με υπεροψία και αλαζονεία τις φοιτητικές κινητοποιήσεις και μην μπορώντας να εκτιμήσει την εξέλιξη που θα μπορούσαν να έχουν, επέμεινε και υπερθεμάτισε πάνω, τόσο στην αναγκαιότητα υιοθέτησης των προτάσεων του ΕΣΥΠ για το νόμο πλαίσιο, όσο και στη βεβαιότητα ότι αυτό θα γίνει άμεσα και παρά τις όποιες αντιδράσεις. Έτσι, βάφτισε τους φοιτητές που κατέβαιναν στο δρόμο «υποκινούμενες μειοψηφίες», δείχνοντας προς το ΠΑΣΟΚ -αλλά φυσικά και τους «αριστεριστές»-, προσάπτοντάς του «συντήρηση» και εγκαλώντας το στη συναίνεση. Όταν όμως οι μειοψηφίες έφτασαν τις 200 καταλήψεις, έγιναν «παραπλανημένοι φοιτητές» που δεν έχουν καταλάβει καλά τις προθέσεις της κυβέρνησης, κυρίως γιατί εκείνη δεν τις είχε δημοσιοποιήσει. Η μεγάλη πορεία της 1ης Ιούνη στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις αντιμετώπισε την προσπάθεια της Ν.Δ. να απαντήσει ακόμα πιο επιθετικά με σκοπό να πνίξει τις αντιδράσεις, επιλέγοντας το βίαιο κατασταλτικό χτύπημα της πορείας, την ίδια ώρα που διέρρεε στον φιλοκυβερνητικό τύπο το νομοσχέδιο.
Η αντίδραση του φοιτητικού κινήματος ήταν άμεση. Η ραγδαία μαζικοποίηση του αγώνα, η διεξαγωγή συνελεύσεων ακόμα και σε τμήματα η πανεπιστήμια που δεν είχαν ξαναγίνει, συνελεύσεων που αριθμητικά ξεπερνούσαν ακόμα και τον αριθμό των ψηφισάντων στις εκλογές, η κατακραυγή της κοινωνίας για τη βίαιη καταστολή και το αγκάλιασμα των φοιτητικών αιτημάτων, η τεράστια συμμετοχή στην πανελλαδική πορεία στις 8 Ιούνη και σε όσες ακολούθησαν, ο πολλαπλασιασμός των καταλήψεων στο εξωπραγματικό νούμερο των 411(!), έδιναν την εικόνα μιας κατάστασης που ξέφευγε από τον έλεγχο του υπουργείου. Η κυβέρνηση σήμανε υποχώρηση: «Η όποια νομοθετική ρύθμιση θα ψηφιστεί σε ολομέλεια της Βουλής και όχι στο θερινό τμήμα. Οι προτάσεις μας θα ανακοινωθούν προς διαβούλευση για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί και όχι πριν το φθινόπωρο». Ο νόμος ήταν πραγματικά νεκρός, απονομιμοποιημένος πλήρως στα μάτια των φοιτητών και της κοινωνίας και ήταν σαφές ότι η μετάθεσή του στις καλένδες είχε τον χαρακτήρα μιας άτακτης υποχώρησης και προσπάθειας απεμπλοκής από τη δυσάρεστη θέση στην οποία είχε περιέλθει η κυβέρνηση. Μετά από αυτή την εξέλιξη η κυβέρνηση, για να περισώσει τα προσχήματα, υιοθέτησε μια επιθετική τακτική διαχείρισης της ήττας της: Διάλογος και την ίδια στιγμή δημοσιοποίηση της «πρότασης προσχεδίου». Όμως το φοιτητικό κίνημα κατάφερε με τη συνέχιση των κινητοποιήσεων να απαντήσει και σε αυτές τις κινήσεις αναδεικνύοντας και απονομιμοποιώντας και αυτόν τον κυβερνητικό ελιγμό…
Η σημασία του κινήματος
Το μεγαλειώδες κίνημα που ζήσαμε τον Μάη-Ιούνη του 2006 έχει πολλαπλή σημασία συνολικά για τον ταξικό συσχετισμό, τόσο άμεσα, όσο και έμμεσα. Άμεσα γιατί η νίκη αυτή καταστρέφει την εικόνα της ατσαλάκωτης κυβέρνησης γεμίζοντας αισιοδοξία το σύνολο των εργαζόμενων για τη δυνατότητα να διεκδικήσουν, καθιστώντας ικανό να πυροδοτηθούν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε πολλά κοινωνικά στρώματα, τόσο στην εκπαίδευση, όσο και σε ευρύτερες κατηγορίες εργαζομένων. Άλλωστε η απεργία διαρκείας που αποφάσισε η ΔΟΕ για την αρχή της επόμενης χρονιάς είναι η πρώτη ένδειξη για το τι μπορεί να ακολουθήσει. Έμμεσα, γιατί κάθε σταμάτημα στη διαδικασία αναδιάρθρωσης του ελληνικού πανεπιστημίου, είναι σταμάτημα στην εγγραφή των νέων χαρακτηριστικών που το κεφάλαιο θέλει να προσδώσει στους μελλοντικούς εργαζόμενους· είναι παρέμβαση στους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Και αυτή η τομή όχι μόνο δεν ενέγραψε χαρακτηριστικά πειθάρχησης, ατομισμού και υποταγής στις ανάγκες του κεφαλαίου, όπως προοριζόταν να κάνει, αλλά πέτυχε ακριβώς το αντίθετο. Να εγγράψει χαρακτηριστικά αμφισβήτησης, διεκδίκησης, αγώνα και αλληλεγγύης…
Μετά από αυτό το κίνημα το πανεπιστήμιο δεν θα είναι ίδιο. Όχι μόνο γιατί ο συσχετισμός που έχει δημιουργηθεί ενάντια στην αναδιαρθρωτική κίνηση καθιστά δύσκολη για το κράτος την υλοποίηση των πολιτικών του, αλλά γιατί αυτό ξανακατοχυρώθηκε σαν μαζικός κοινωνικός χώρος, ανέδειξε τη δυνατότητα οι φοιτητές να παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους, διαμόρφωσε μια νέα πολιτικοποίηση για τη φοιτητική νεολαία, έναν άλλο, συλλογικό τρόπο αντιμετώπισης της πραγματικότητας, ανέδειξε τη δυνατότητα κριτικής και αλλαγής στην καθημερινότητα των φοιτητών.
Ούτε όμως η αριστερά θα είναι ίδια μετά από αυτό το κίνημα. Και αυτό γιατί αποδείχτηκε ότι μπορεί να τροφοδοτεί νικηφόρους αγώνες και γέμισε αισιοδοξία όλους τους αγωνιστές που είχαν πίστη σε αυτή την άποψη, αλλά δεν την είχαν δει να πραγματοποιείται. Αποδείχτηκε ότι αριστερά δεν είναι η υποταγή στον συσχετισμό και η απλή οικοδόμηση του κόμματος, ούτε η παράκαμψή του και η στράτευση στην όμορφη ιδέα ενός άλλου κόσμου, που ίσως είναι εφικτός. Είναι η πάλη μαζί με τις μάζες και η ανάδειξη αυτής της δυνατότητας μέσα στον αγώνα και στην αλλαγή της ίδιας της πραγματικότητας που ζουν. Γι’ αυτό και αυτό το κίνημα δίνει τη δυνατότητα αλλαγής του συσχετισμού μεταξύ της φοιτητικής αριστεράς και μπορεί να αφήσει πολύ σημαντικές παρακαταθήκες τόσο για τα ΕΑΑΚ μέσα στο πανεπιστήμιο, όσο και για τη ριζοσπαστική αριστερά συνολικά, διαμορφώνοντας μια νέα φυσιογνωμία παρέμβασης, ανασυγκροτώντας τις μαζικές συνδικαλιστικές πρακτικές, στρατεύοντας ένα μεγάλο δυναμικό στην υπόθεση της αριστεράς, επανασυνδέοντας τη διαλεκτική θεωρίας και πράξης…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ