Η «Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας» (γνωστή ως «Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης»), η οποία από το 2014 είναι σε υποχρεωτική ισχύ για όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., και το 2018 κατέστη νόμος του ελληνικού κράτους, ορίζει τη σεξουαλική βία συμπεριλαμβανομένου του βιασμού ως εξής: α. διάπραξη μη συναινετικής κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε σωματικού μέρους ή αντικειμένου· β. διάπραξη άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα με άτομο· γ. πρόκληση σε άλλο άτομο της πρόθεσης διάπραξης μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα με τρίτο άτομο· δ. η συγκατάθεση πρέπει να παρέχεται εκουσίως, ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου, η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των συνοδών περιστάσεων.
Η ελληνική κυβέρνηση καλείται σήμερα να προσαρμόσει τον ελληνικό ποινικό κώδικα για τα εγκλήματα βιασμού και σεξουαλικής βίας στη βάση του παραπάνω αποσπάσματος.
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, και ιδίως η οργανωμένη και κινηματική αριστερά, ότι η συζήτηση γύρω από μια ευρωπαϊκή οδηγία για την προστασία των θυμάτων σεξουαλικής βίας δεν θα είχε και πολλά να κομίσει. Ίσως να υποθέταμε επίσης ότι μια τέτοια ευρωπαϊκή οδηγία θα αναπαρήγε έννοιες προφανείς, ήδη εμπεδωμένες στο λαϊκό κίνημα, και σε καμία περίπτωση δεν θα έθετε τη συζήτηση σε προωθητική κατεύθυνση.
Πράγματι, το παραπάνω απόσπασμα της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης μοιάζει για πολλές και πολλούς από μας να αναφέρει το αυτονόητο. Και επιπλέον είναι σαφές ότι ο εν λόγω ορισμός αποτελεί προϊόν πιέσεων του φεμινιστικού κινήματος παγκοσμίως. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι ορισμένα πράγματα δεν είναι και τόσο αυτονόητα.
Η έννοια της συναίνεσης στον ορισμό του εγκλήματος σεξουαλικής βίας δεν συμπεριλαμβάνεται στον ισχύοντα ελληνικό ποινικό κώδικα. Ακόμα χειρότερα, η αναθεώρησή του όπως προτάθηκε από την κυβέρνηση στις 6 Μαρτίου 2019 συνιστά ακόμα πιο αντιδημοκρατικό και αντιδραστικό βήμα σε σχέση με το ήδη ισχύον νομικό πλαίσιο ακριβώς γιατί όχι μόνο δεν καθιστά τη συναίνεση όρο-κλειδί για τον ορισμό του βιασμού, αλλά αντιθέτως περιορίζει τις περιπτώσεις βιασμών μόνο σε όσες περιλαμβάνουν απειλή κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας.
Οι γυναίκες όμως δεν βιάζονται μόνο με το πιστόλι στον κρόταφο. Βιάζονται με την απειλή της σωματικής βίας. Βιάζονται με ψυχολογικούς εξαναγκασμούς. Βιάζονται γιατί υπάρχουν άντρες με τους οποίους είναι παντρεμένες ή σχετίζονται που θεωρούν ότι, αυτομάτως λόγω αυτού, έχουν δικαίωμα στο σώμα τους. Βιάζονται επειδή τα αφεντικά τους τις εκβιάζουν πως θα χάσουν τη δουλειά τους. Βιάζονται επειδή τις ποτίζουν με χάπια βιασμού. Βιάζονται όταν είναι σε κατάσταση μέθης και δεν μπορούν να αντιδράσουν. Βιάζονται όταν ο βιαστής τους τις εκβιάζει πως διαφορετικά δεν θα τους δώσει τη δόση τους. Βιάζονται από μέλη της στενής ή της ευρύτερης οικογένειάς τους, δεχόμενες τον εκβιασμό της εξουσίας τους μέσα στην οικογένεια και τον φόβο της διατάραξης της ομαλότητας και της καθωσπρέπειάς της. Βιάζονται όταν οι άντρες θεωρούν πως, επειδή βγαίνεις μαζί τους για ποτό ή πας στο σπίτι τους, μπορούν να παραβιάσουν το σώμα σου.
Βιασμός δεν είναι μόνο η σεξουαλική πράξη με σωματική βία ή με την απειλή σωματικής βίας. Βιασμός είναι η έλλειψη συναίνεσης. Μιας συναίνεσης οικειοθελούς και όχι εξαναγκασμένης ή αποσπασμένης με εκβιασμούς. Θεωρούμε, επομένως, ότι η εισαγωγή της έννοιας της συναίνεσης στον ορισμό των εγκλημάτων σεξουαλικής βίας, συμπεριλαμβανομένων των βιασμών, οφείλει να είναι προϋπόθεση για τη διασφάλιση και την προστασία της σεξουαλικής ελευθερίας και αυτοδιάθεσης.
Επιπλέον, οι γυναίκες δεν είναι οι μόνες που οφείλουν να προστατεύονται, νομικά και όχι μόνο, από τη σεξουαλική βία, καθώς η τελευταία συνιστά πολύ συχνά όπλο στα χέρια ομοφοβικών και τρανσφοβικών ατόμων.
Θέση μας είναι ότι η τροποποίηση του ποινικού κώδικα όπως προτείνεται αυτή τη στιγμή από την κυβέρνηση είναι σε αντιδραστική κατεύθυνση και δεν πρέπει να ψηφιστεί. Γι’ αυτόν τον λόγο, οφείλουμε να κινητοποιηθούμε και να οργανώσουμε έναν πολιτικό φεμινιστικό αγώνα, προκειμένου να μπει ένα φρένο στην αυθαίρετη λήψη δικαιώματος στα σώματά μας.
Για τους λόγους αυτούς, συμμετέχουμε στη Συνέλευση «Χωρίς συναίνεση είναι βιασμός», που συγκροτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2019, μια κινηματική πρωτοβουλία που θα παλέψει να επιβάλει τη συναίνεση ως νομική προϋπόθεση ορισμού των βιασμών και να μιλήσει για την προστασία των σωμάτων μας απέναντι στη σεξιστική βία. Το ερχόμενο διάστημα, θα επιχειρήσουμε να ενωθούμε με όσο το δυνατόν περισσότερες φεμινίστριες και αγωνίστριες μπορούμε, για να διευρύνουμε ακόμα περισσότερο τη Συνέλευση «Χωρίς συναίνεση είναι βιασμός» και να παλέψουμε ενάντια στην εμπέδωση και την ατιμωρησία της σεξιστικής βίας. Για τη σεξουαλική ελευθερία και την αυτοδιάθεση των σωμάτων μας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ