Στις αρχές του 20ού αιώνα, μια ολόκληρη γενιά Ευρωπαίων στάλθηκε από τις ηγεσίες των κρατών της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στη λάσπη των χαρακωμάτων, για να βρει έναν οδυνηρό, μάταιο θάνατο, φυσικό ή πνευματικό. Ο μεγάλος ιμπεριαλιστικός πόλεμος, μάχη μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων, αποτέλεσε ένα σαδιστικό σφαγείο τεράστιας κλίμακας που ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί. Καθώς το τέλος του πολέμου πλησίαζε κι ενώ η νεοσύστατη Σοβιετική Δημοκρατία αποχωρούσε, οι Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία) άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι η έκβαση του πολέμου ήταν η ήττα για αυτές.
Το καλοκαίρι του 1918, λίγο πριν από το τέλος του πολέμου, βρήκε τη Γερμανική Αυτοκρατορία, μια οπισθοδρομική πολιτικά, αλλά ταυτόχρονα και την πιο προχωρημένη τεχνικά και οικονομικά ιμπεριαλιστική δύναμη, σε βαθιά κρίση. Στα πεδία των μαχών είχαν σκοτωθεί 2 εκατ. Γερμανοί. Μαζί με τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους, οι απώλειες έφταναν τα 7,5 εκατ. Ο πόλεμος κατέστρεψε τη βιομηχανία, επέφερε πτώση της αγροτικής παραγωγής και έλλειψη τροφίμων, ενώ οι αρρώστιες και η πείνα επιδείνωναν την κατάσταση των λαϊκών μαζών. Το μεροκάματο που δεν έφτανε για τη ζωή των εργατικών οικογενειών σε συνδυασμό με το ελάχιστο βοήθημα στις οικογένειες των στρατιωτών φανέρωνε την τεράστια ένταση των κοινωνικών αντιθέσεων, αφού την ίδια στιγμή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι, έμποροι και τραπεζίτες συσσώρευαν τεράστια κέρδη από τον πόλεμο.
Οι παράγοντες αυτοί μαζί με το παράδειγμα το οποίο έδινε η Σοβιετική Δημοκρατία που είχε σπάσει την ιμπεριαλιστική αλυσίδα μπορούμε να πούμε ότι αποτέλεσαν έδαφος ικανό για την ανάπτυξη οριακά επαναστατικών συνθηκών. Έτσι λοιπόν, από τη μία μεριά η εξάντληση των πόρων και οι όχι και τόσο αισιόδοξες εκτιμήσεις πίεζαν τη Γερμανία να συνθηκολογήσει, και από την άλλη, πλατιά λαϊκά στρώματα, τόσο στο μέτωπο και στο ναυτικό όσο και στα εργοστάσια, περίμεναν τη ριζική ανατροπή της κατάστασης και τη βελτίωση της ζωής τους. Ένα πιο συνειδητοποιημένο τμήμα τους είχε προσέβλεπε στην επέκταση της Οκτωβριανής Επανάστασης και στη Γερμανία.
Αντιλήψεις και σχηματισμοί της Αριστεράς στην περίοδο
Για την ολοκληρωμένη παρουσίαση των γεγονότων που αφορούν την περίοδο του τέλους του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τη Γερμανική Επανάσταση χρειάζεται να κατατοπιστούμε σχετικά με τις πολιτικές αντιλήψεις και τους εκφραστές τους στους κόλπους του εργατικού κινήματος και των λαϊκών μαζών. Έχει, επομένως, νόημα, μια σύντομη παρουσίαση των σχηματισμών της ευρύτερης Αριστεράς στην περίοδο. Οι βασικοί πολιτικοί σχηματισμοί ήταν οι εξής:
SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας): Από τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του 1900, το SPD ήταν η κυρίαρχη δύναμη στο γερμανικό εργατικό κίνημα, πολυπληθές σε μέλη και κυρίαρχο στα σωματεία. Αν και η Ρόζα Λούξεμπουργκ –που ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος– είχε προτείνει ανυπακοή και απόρριψη του πολέμου σε περίπτωση κήρυξής του, λίγο ο φόβος μήπως η γραμμή του πασιφισμού δυσαρεστήσει τους ψηφοφόρους και την κοινή γνώμη που είχε ενθουσιαστεί με την κήρυξη του πολέμου, λίγο ο αντι-τσαρισμός είχαν ως αποτέλεσμα μία μέρα μετά την κήρυξη του πολέμου μεταξύ Γερμανίας-Ρωσίας, όλοι οι εκπρόσωποι του SPD (ακόμα και αυτοί που διαφωνούσαν) να υπερψηφίσουν στο Ράιχσταγκ την πρόταση για χρηματοδότηση του πολέμου με πολεμικά δάνεια. Η πλειοψηφία των προσκείμενων στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα εφημερίδων εξέφρασε ενθουσιασμό για τον πόλεμο που κήρυξε η Γερμανία στη Ρωσία, καθώς θεωρούσαν τη Ρωσία την πιο αντιδραστική δύναμη. Το κόμμα επίσης συμφώνησε σε μια «ανακωχή» με την κυβέρνηση, υποσχόμενο να απέχει από οποιαδήποτε απεργία κατά τη διάρκεια του πολέμου.
USPD (Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας): Προέκυψε το 1917 από διάσπαση του SPD από τον Καρλ Κάουτσκυ και μια αριστερή πτέρυγα του SPD που διαφωνούσαν με την περαιτέρω στήριξη της πολεμικής χρηματοδότησης. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με τους Σπαρτακιστές, οι οποίοι διατηρούσαν σχετική αυτονομία εντός του πολιτικού σχηματισμού, αποτελώντας αντιπολεμική δύναμη. Μαζί με το SPD έφτασαν στην εξουσία ως ηγέτες της νέας δημοκρατίας στις 9 Νοεμβρίου 1918, μετά την παραίτηση του κάιζερ. Ωστόσο, αυτό το ενωμένο μέτωπο διαχωρίστηκε στα τέλη του Δεκέμβρη 1918, καθώς το USPD εγκατέλειψε το συνασπισμό διαμαρτυρόμενο για τους παρατηρούμενους συμβιβασμούς του SPD με το καπιταλιστικό κατεστημένο.
Internationale – Σπαρτακιστές: Μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ και μερικούς άλλους, όπως οι Κλάρα Τσέτνικ και Φραντς Μέρινγκ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ δημιούργησε την ομάδα Internationale στις 5 Αυγούστου 1914, τέσσερις μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου στη Ρωσία. Αυτή η ομάδα έγινε η Σπαρτακιστική Ομοσπονδία την 1η Ιανουαρίου 1916. Η ομάδα απέρριψε την «παύση πυρός» του SPD με τη γερμανική κυβέρνηση υπό τον κάιζερ Βίλχελμ Β΄ στο ζήτημα της υποστήριξης του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και πολέμησε σφόδρα εναντίον της, προσπαθώντας να οδηγήσει μια γενική απεργία. Η στάση της είχε ως αποτέλεσμα μέχρι τις 28 Ιουνίου του 1916 η Λούξεμπουργκ να καταδικαστεί σε φυλάκιση δυόμισι ετών, όπως αντίστοιχα και ο Καρλ Λίμπκνεχτ, περίπου την ίδια περίοδο.
KPD (Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας): Δημιουργήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1919 από τους Σπαρτακιστές μαζί με άλλες σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ομάδες (συμπεριλαμβανομένων των Διεθνών Κομμουνιστών Γερμανίας – IKD), κυρίαρχα με πρωτοβουλία του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η αναγκαιότητα για τη δημιουργία του προέκυψε από την ίδια την επαναστατική διαδικασία, ως αναγκαιότητα για έναν μαρξιστικής βάσης επαναστατικό φορέα. Μερικοί από την ηγεσία του KPD (μαζί και η Λούξεμπουργκ) ήταν διστακτικοί στο να ενθαρρύνουν ένα δεύτερο επαναστατικό κύμα τον Ιανουάριο του 1919.
Η επανάσταση στη Γερμανία: Οκτώβριος 1918-Ιανουάριος 1919
Η περίοδος προς το τέλος του Μεγάλου Πολέμου χαρακτηρίζεται από τεράστια συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου. Στο έδαφος των συνθηκών που περιγράψαμε, δεν άργησε η αφορμή που πυροδότησε μια σειρά γεγονότα τα οποία μπορούν να περιγραφούν ως η έναρξη επαναστατικής διαδικασίας. Στις 28 Οκτωβρίου 1918, η γερμανική ναυτική διοίκηση διέταξε το στόλο για σφοδρή αντιπαράθεση με τους Άγγλους. Όλα όμως έδειχναν ότι η έκβαση του πολέμου είχε κριθεί σε βάρος της Γερμανίας, κάτι που οδήγησε τα πληρώματα των πλοίων να αρνηθούν να εκτελέσουν την εντολή και να επιβάλουν την επιστροφή των πλοίων στο λιμάνι. Η απάντηση της διοίκησης στο κλιμάκιο ναυτών που της ανακοίνωσε την ανυπακοή ήταν οι διώξεις εναντίον τους. Στη διαδήλωση της 3ης Νοεμβρίου 1918 στο Κίελο, μια ομάδα αξιωματικών πυροβόλησε κατά των ναυτών, σκοτώνοντας οχτώ και τραυματίζοντας βαριά άλλους 29.
Την επόμενη μέρα στάλθηκαν στο Κίελο μονάδες πεζικού για να καταπνίξουν την εξέγερση των ναυτών. Οι στρατιώτες όμως συντάχτηκαν μαζί τους, όπως και οι εργάτες που συνενώθηκαν με τους ναύτες. Έτσι, στις 4 Νοεμβρίου σχηματίστηκε στο Κίεβο το Σοβιέτ των Εργατών και το Σοβιέτ των Στρατιωτών. Σοβιέτ σχηματίστηκαν επίσης στα πλοία, στα οποία την επόμενη μέρα υψώθηκαν κόκκινες σημαίες. Μέχρι τις 8 Νοεμβρίου, συμβούλια εργατών και στρατιωτών είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Γερμανίας, και σε πολλές περιοχές της χώρας οι εστεμμένοι άρχοντες εκθρονίζονταν ο ένας μετά τον άλλο.
Στις 9 Νοεμβρίου, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες με κόκκινες σημαίες διαδήλωσαν στο Βερολίνο, ζητώντας να σταματήσει ο πόλεμος, να φύγει η μοναρχία, να έχουν ψωμί και ανθρώπινη ζωή. Κατά τη γνώμη μας, το ρόλο του καθοδηγητικού πολιτικού νεύρου στο επαναστατικό ποτάμι τον έπαιζε η ομάδα των Σπαρτακιστών μαζί με επαναστατικά στοιχεία του USPD. Οι διαδηλωτές πλημμύρισαν όλους τους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Κινήθηκαν προς τους στρατώνες, όπου συνάντησαν ελάχιστη έως μηδενική αντίσταση, και όπου συναδελφώθηκαν με τους στρατιώτες. Χωρίς αντίσταση καταλήφθηκαν επίσης το παλάτι, η διοίκηση της χωροφυλακής και τα περισσότερα κυβερνητικά κτίρια. Κατά το μεσημέρι το Βερολίνο, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορικής Γερμανίας, βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών.
Την ίδια μέρα, για την εκτόνωση της κατάστασης, ο πρωθυπουργός πρίγκιπας Μαξ Φον Μπάντεν ανήγγειλε την παραίτηση του κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ υπέρ του διαδόχου του. Ταυτόχρονα, άρχισαν διαπραγματεύσεις με το SPD για το διορισμό του ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών, Έμπερτ, στη θέση του πρωθυπουργού, όπως και έγινε. Στις 12 το μεσημέρι ο Έμπερτ ήταν ήδη πρωθυπουργός, διαβεβαιώνοντας τον πρίγκιπα Μαξ για τις προθέσεις του: «Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα». Έχει ενδιαφέρον να σταθούμε λίγο στα απομνημονεύματα του πρίγκιπα Μαξ: «Σκέφτηκα: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως, όμως, μπορούμε να την πνίξουμε. Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατόν να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Έμπερτ. Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την επαναστατική ενέργεια στο πλαίσιο του νόμιμου εκλογικού αγώνα».
Περί αντεπανάστασης
Στις 15 Νοεμβρίου 1918 υπογράφτηκε μεταξύ της Γερμανικής Γενικής Ένωσης Συνδικαλιστικών Οργανώσεων και μιας ομάδας μεγαλοβιομηχάνων η συμφωνία «έμπρακτης συνεργασίας», η οποία αναγνώριζε στους εργάτες μόνο τα δικαιώματα που είχαν αποκτήσει κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Επίσης, αποφασίστηκε ότι όλες οι διαφορές μεταξύ των εργατών και των βιομηχάνων θα λύνονταν μόνο με διαιτησία. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση Έμπερτ, ίδρυε τη λεγόμενη επιτροπή κοινωνικοποίησης με επικεφαλής τον Καρλ Κάουτσκι, σε μια προσπάθεια να συγκαλυφθούν οι συμφωνίες της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης με τους κεφαλαιοκράτες από ένα προσωπείο τάχα οικοδόμησης «σοσιαλιστικής» κοινωνίας και οικονομίας.
Παράλληλα, αντιδραστικοί αξιωματικοί, σε συνεννόηση με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με χρηματοδότηση από το μεγάλο κεφάλαιο, άρχισαν να συγκροτούν ένοπλα σώματα «εθελοντών». Σε αυτά υπηρετούσαν στρατιωτικοί που είχαν ξεκόψει από την παραγωγή στα χρόνια του πολέμου, και είχαν κάνει τον ίδιο τον πόλεμο επάγγελμα. Τα σώματα θα χρησιμοποιούνταν βέβαια για την καταστολή της επανάστασης. Στις 6 Δεκεμβρίου 1918 μια αντεπαναστατική ένοπλη ομάδα άνοιξε πυρ εναντίον στρατιωτών από το μέτωπο και αδειούχων που διαδήλωναν ζητώντας να συμπεριληφθούν οι αντιπρόσωποί τους στα Σοβιέτ των Στρατιωτών. Σκοτώθηκαν 16 διαδηλωτές, μεταξύ των οποίων και ο ηγέτης των «Κόκκινων Στρατιωτών», ενώ έγινε επίθεση και στα γραφεία της εφημερίδας των Σπαρτακιστών Κόκκινη Σημαία.
Οι αντεπαναστάτες μπήκαν στο μέγαρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ του Βερολίνου και έπιασαν τα μέλη της. Αλλά δεν πέτυχαν το σκοπό τους, καθώς οι εργάτες κατάφεραν να τους αποκρούσουν και να απελευθερώσουν τα μέλη της επιτροπής. Στις 7 και 8 Δεκεμβρίου, οι εργάτες του Βερολίνου οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις με συνθήματα όπως: «Κάτω η κυβέρνηση Έμπερτ-Σάιντεμαν!», «Να αφοπλιστούν αμέσως οι αξιωματικοί!», «Να συγκροτηθούν αμέσως ένοπλα σώματα εργατών και Κόκκινης Φρουράς!», «Ζήτω η Διεθνής!», «Ζήτω η Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας!». Οι αντεπαναστάτες αναγκάστηκαν προσωρινά να υποχωρήσουν.
Για το Συνέδριο των Σοβιέτ
Από τις 16 έως τις 21 Δεκεμβρίου έγινε το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των Εργατών και των Στρατιωτών. Σ’ αυτό πήραν μέρος 288 σοσιαλδημοκράτες, 87 του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 27 εξωκομματικοί στρατιώτες, 25 από αστικά κόμματα και μόνο 10 Σπαρτακιστές. Στο συνέδριο έφτασε για να πάρει μέρος και αντιπροσωπεία της Σοβιετικής Ρωσίας, αλλά δεν έγινε δεκτή. Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες του Συνεδρίου των Σοβιέτ, οι Σπαρτακιστές οργάνωσαν μια μαζική διαδήλωση εργατών. Οι διαδηλωτές ζήτησαν από το συνέδριο να ανακηρύξει τη Γερμανία ενιαία σοσιαλιστική δημοκρατία, να παραδώσει στα Σοβιέτ των Εργατών και των Στρατιωτών όλη την εξουσία, να αφοπλίσει αμέσως τους αντεπαναστάτες και να οπλίσει τους εργάτες. Με τα συνθήματα αυτά πέρασαν μπροστά από το μέγαρο του συνεδρίου 250.000 διαδηλωτές.
Η σοσιαλδημοκρατική προπαγάνδα διαβεβαίωνε πως η επανάσταση είχε τελειώσει και πως η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού από τώρα και στο εξής εξαρτιόταν από την εθνοσυνέλευση που θα εκλεγόταν ελεύθερα. Από την άλλη, το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα πρότεινε ένα σχέδιο για να διατηρηθεί το σύστημα των σοβιέτ, το οποίο στην πραγματικότητα κατέληγε σε ένα μοντέλο συνδυασμού εθνοσυνέλευσης με σοβιέτ. Στο Συμβούλιο των Πληρεξούσιων του Λαού παραχωρήθηκε η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, έως ότου αποφάσιζε οριστικά η Συντακτική Εθνοσυνέλευση, για την οποία το Συμβούλιο αυτό προκήρυξε εκλογές για τις 19 Ιανουαρίου 1919.
Το συνέδριο εξέλεξε το Κεντρικό Σοβιέτ, στο οποίο παραχωρήθηκε τυπικά το δικαίωμα να ελέγχει την κυβέρνηση. Στο Κεντρικό Σοβιέτ πήραν μέρος μόνο σοσιαλδημοκράτες. Αφού κατακτήθηκε ο έλεγχος του δυνάμει επαναστατικού οργάνου επιβολής της λαϊκής βούλησης, του Κεντρικού Σοβιέτ, από τους σοσιαλδημοκράτες, οι τελευταίοι πέρασαν στην επίθεση ενάντια στην επαναστατική εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης. Η κυβέρνηση σταμάτησε να πληρώνει τους μισθούς στους επαναστάτες ναύτες της Λαϊκής Ναυτικής Μεραρχίας. Αντιπρόσωποι των ναυτών της μεραρχίας έφτασαν στις 23 Δεκεμβρίου στο φρουραρχείο του Βερολίνου, και για εκείνη και την επόμενη μέρα η κυβέρνηση προσπάθησε να καταστείλει τους ναύτες, χωρίς αποτέλεσμα, ωστόσο, μετά και τη σύμπλευση των εργατών με τους επαναστάτες ναύτες.
Τα γεγονότα της 23ης και 24ης Δεκεμβρίου έδειχναν καθαρά ότι οι σοσιαλδημοκράτες με τους στρατιωτικούς είχαν περάσει ανοιχτά στην αντεπαναστατική δράση. Εκείνες τις μέρες οι Σπαρτακιστές ζητούσαν άμεση σύγκληση συνεδρίου του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στο εσωτερικό του οποίου αποτελούσαν το αριστερό ρεύμα. Οι ηγέτες του κόμματος δεν συγκάλεσαν συνέδριο, αλλά τελικά απέσυραν τους εκπροσώπους του και διαχώρισαν τη θέση του από την κυβερνητική εξουσία, κάτω από την πίεση του λαϊκού παράγοντα.
Προς την ίδρυση του ΚΚΓ
Το ξετύλιγμα των επαναστατικών γεγονότων φέρνει μπρος στα μάτια των Σπαρτακιστών την αναγκαιότητα της ύπαρξης επαναστατικού φορέα. Στις 30 Δεκεμβρίου, μία μέρα μετά την επίσημη ρήξη και των οργανωτικών δεσμών με το USPD, και περίπου δύο εβδομάδες μετά την έκδοση της προγραμματικής μπροσούρας Τι θέλει η Ένωση Σπαρτάκου, αρχίζει τις εργασίες του στο Βερολίνο το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Μετά την εισήγηση του Καρλ Λίμπκνεχτ, εγκρίνεται η απόφαση σπασίματος των δεσμών της Ένωσης Σπαρτάκου με το USPD και της συγκρότησής της σε ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα με τον τίτλο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε πολιτικό γεγονός με πολύ μεγάλη διεθνή σημασία, και με σπουδαίο ρόλο στην ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Η εισήγηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, «Το πρόγραμμα και η πολιτική κατάσταση» τράβηξε ομολογουμένως την προσοχή. Έβαζε το ζήτημα ότι το ΚΚΓ στέκεται στη βάση του μαρξισμού, ενώ τόνιζε τη σημασία της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, καθώς και το ότι αποτελεί ένα μεγάλο παράδειγμα για την Γερμανική Επανάσταση. Για πρόγραμμα του ΚΚΓ εγκρίθηκε η προκήρυξη «Τι θέλει η Ένωση Σπαρτάκου». Ως στοιχείο ελλειμματικό μπορεί να χαρακτηριστεί το ότι με έναν τρόπο υποτιμήθηκε ο ρόλος της αγροτιάς ως συμμάχου του προλεταριάτου και έτσι δεν καταρτίστηκε αγροτικό πρόγραμμα. Αυτό οφείλουμε να το κρατήσουμε για τη μελέτη της επόμενης περιόδου και για τις πολιτικές εξελίξεις και διεργασίες κατά τη διάρκειά της.
Για την επαναστατική διαδικασία τον Γενάρη
Στις 4 Γενάρη 1919, ο ανεξάρτητος σοσιαλδημοκράτης Άιγκχορν, διευθυντής της αστυνομίας του Βερολίνου, απολύεται και αντικαθίσταται από τον σοσιαλδημοκράτη Ερνστ. Το ίδιο βράδυ, η σύσκεψη των επαναστατικών δυνάμεων αποφάσισε να μην επιτρέψει την απόλυση και κάλεσε σε διαδήλωση στις 5 Ιανουαρίου. Σε περίπτωση ανάγκης θα άρχιζε ο αγώνας για την ανατροπή της κυβέρνησης. Εκλέχτηκε μια επαναστατική επιτροπή δράσης. Η Κ.Ε. του ΚΚΓ αποφάσισε τη συμμετοχή στη διαδήλωση, αλλά έκρινε άκαιρη την εξέγερση για την ανατροπή της κυβέρνησης. Την ημέρα της διαδήλωσης της 5ης Γενάρη, η επιτροπή, πέραν των αιτημάτων για τον αφοπλισμό των αντεπαναστατών και τον οπλισμό του προλεταριάτου, καθώς και για τη μη απόλυση του Άιγκχορν, έριξε τελικά και το σύνθημα για την ανατροπή της κυβέρνησης Έμπερτ-Σάιντεμαν και δήλωσε ότι έπαιρνε την εξουσία στα χέρια της.
Στην γενική απεργία στις 6 Ιανουαρίου, 500 χιλιάδες εργάτες βγήκαν στους δρόμους. Στις 7 και 8 του μήνα οι εργάτες κατέλαβαν σιδηροδρομικούς σταθμούς και τα γραφεία και τυπογραφεία της εφημερίδας Φόρβερτς, χωρίς όμως να ξέρουν πώς να προχωρήσουν. Η ηγεσία του USPD άρχισε τις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση, ενώ η Κ.Ε. του ΚΚΓ απέσυρε τους εκπροσώπους της από την επαναστατική επιτροπή. Στο μεταξύ, το USPD ξανακάλεσε τους εργάτες στα όπλα, ενώ το ΚΚΓ δεν είχε ακόμα μαζική πολιτική γείωση για να επηρεάσει τις εξελίξεις και την τροπή που είχαν πάρει. Τις επόμενες μέρες, υπό τις εντολές του Νόσκε, γνωστού και ως το «αιμοβόρο σκυλί», η κυβέρνηση κατέστειλε βίαια τους επαναστάτες: τουφέκια και πυροβόλα προς τους εργάτες του Βερολίνου˙ οι αιχμάλωτοι ξυλοκοπήθηκα και πολλοί σκοτώθηκαν επί τόπου. Οι κομμουνιστές τέθηκαν εκτός νόμου και η λευκή φρουρά του Νόσκε (τα προαναφερθέντα ένοπλα τμήματα «εθελοντών») ειέβαλε στις εργατικές συνοικίες.
Τις επόμενες μέρες η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραψε ένα άρθρο εξηγώντας τις αιτίες της ήττας του κινήματος: Η επανάσταση δεν έθιξε καθόλου τα χωριά, που έδιναν μεγάλο τμήμα της μάζας των στρατιωτών, η πολιτική ανωριμότητα των στρατιωτών τούς έκανε εύκολο εργαλείο των αντεπαναστατών και της κυβέρνησης, ενώ έλειπε και η ενότητα δράσης με τα επαναστατικά κέντρα της επαρχίας. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ συνελήφθησαν στο Βερολίνο από τα Φράικορπς στις 15 Ιανουαρίου 1919 και δολοφονήθηκαν την ίδια μέρα. Η Λούξεμπουργκ χτυπήθηκε μέχρι θανάτου και ρίχτηκε σε κοντινό ποτάμι, το δε πτώμα της βρέθηκε στις 31 Μαΐου 1919. Ο Λίμπκνεχτ πυροβολήθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και το σώμα του στάλθηκε ως «πτώμα αγνώστου ανδρός» στο νεκροτομείο. Εκατοντάδες μέλη του KPD εκτελέστηκαν με παρόμοιο τρόπο. Οι κηδείες των Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ μετατράπηκαν σε πορείες στις οποίες έλαβαν μέρος χιλιάδες εργαζόμενοι.
Ο απόηχος...
Στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τις επόμενες μέρες για τη Συντακτική Εθνοσυνέλευση, σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας, ψήφισαν 30 εκατ. εκλογείς. Το SPD πήρε 38,3% των ψήφων και το USPD το 7,7%. Το υπόλοιπο 54% πήγε στα λοιπά αστικά κόμματα. Το KPD δεν πήρε μέρος στις εκλογές, παρά την πρόταση της Λούξεμπουργκ κατά την ίδρυση του κόμματος για κάθοδο στις εκλογές, η οποία και είχε καταψηφιστεί. Ήταν εξάλλου ήδη εκτός νόμου. Η Εθνική Συντακτική Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 Φεβρουαρίου, στη μικρή πόλη Βαϊμάρη. Την ίδια μέρα, το Κεντρικό Συμβούλιο των Σοβιέτ των Εργατών και των Στρατιωτών αποφάσισε να παραδώσει την εξουσία που είχε πάρει από το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ.
Στις 11 Φεβρουαρίου η εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Έμπερτ προσωρινό πρόεδρο της Δημοκρατίας και στις 13 του μήνα ο Σάιντεμαν σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών με τα αστικά κόμματα, το Κόμμα Κεντρώων και το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα, και ορίστηκε ο ίδιος πρωθυπουργός. Άρχισαν οι εργασίες για τη σύνταξη του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι διαφωνίες πάνω στο οποίο έληξαν τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Στις 11 Αυγούστου 1919, ο Έμπερτ υπέγραψε το νέο σύνταγμα, βάσει του οποίου ορκίστηκε επίσημα ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, στις 21 Αυγούστου 1919.
*Το παρόν κείμενο παρουσιάστηκε ως μία εκ των εισηγήσεων στη συζήτηση «Από το Μόναχο στο Ράιχσταγκ: Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η άνοδος και η πτώση των Ναζί στο μεσοπόλεμο», που διεξήχθη την Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012 στο πλαίσιο του 9ου πολιτικού-πολιτιστικού κάμπινγκ του Τομέα Νεολαίας της Αριστερής Ανασύνθεσης, στο Γιαννιτσοχώρι Ηλείας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ