Η επιτυχής κάλυψη του 10% της ανακεφαλαιοποίησης στις τράπεζες Alpha Bank, Πειραιώς και Εθνική χρησιμοποιείται ως ένδειξη επιβεβαίωσης του success story για την ελληνική οικονομία. Όμως μια βαθύτερη ανάλυση των εξελίξεων στο τραπεζικό σύστημα αποκαλύπτει όλη την υποκρισία που περιβάλλει τη «μεταρρυθμιστική» ατζέντα της κυβέρνησης και της τρόικας.
Καταρχάς, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι παντελώς χρεοκοπημένο. Αυτό γιατί οι τράπεζες επιβαρύνθηκαν τόσο με ζημιές από τα ελληνικά ομόλογα που κατείχαν (λόγω PSI), ζημιές που ανέρχονται σε περίπου 27 δισ. ευρώ, όσο και από τα δάνεια που χορηγούσαν αφειδώς τη χρυσή τραπεζική περίοδο 1999-2008 και που τώρα δεν εξυπηρετούνται. Η κυρίαρχη προπαγάνδα τείνει να υποβαθμίζει τον δεύτερο παράγοντα για να προωθεί την αντίληψη ότι το κράτος χρεοκόπησε τις τράπεζες και να δικαιολογεί τις μεταβιβάσεις χρημάτων του ελληνικού λαού για τη σωτηρία των τραπεζών.
Σήμερα το τραπεζικό σύστημα έχει χορηγήσει συνολικά δάνεια 107 δισ. ευρώ στους ιδιώτες (στεγαστικά, καταναλωτικά) και 125 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις. Το 28% αυτών θεωρούνται επισήμως καθυστερημένα ή επισφαλή (δηλαδή ενέχουν κίνδυνο ζημιών), αλλά το πραγματικό ποσοστό υπερβαίνει το 50%! Ακόμη και η ωραιοποιημένη εκδοχή του 28% μεταφράζεται σε ζημίες σχεδόν 70 δισ. ευρώ, πράγμα το οποίο φανερώνει το τεράστιο ύψος των ζημιών που κρύβουν οι τράπεζες.
Για να αντιμετωπιστούν οι ζημιές, η κυβέρνηση και η τρόικα προωθούν την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, που μεταφράζεται σε μεταβίβαση «ζεστού χρήματος». Στα 5,5 δισ. ευρώ που είχαν πάρει οι τράπεζες το 2008 θα προστεθούν 45 δισ. ευρώ. Αυτά τα ποσά βαρύνουν άμεσα το δημόσιο χρέος (δηλαδή τους εργαζομένους και τους συνταξιούχους), χωρίς να λάβουμε υπόψη τα 145 δισ. που δόθηκαν με τη μορφή «κρατικών εγγυήσεων» προς υποστήριξη της τραπεζικής ρευστότητας.
Η διαδικασία αυτή προχωράει παράλληλα με τη συγκεντροποίηση του τραπεζικού συστήματος, καθώς προβλέπει τη δημιουργία τεσσάρων «συστημικών» τραπεζών (Όμιλος Εθνικής, Alpha, Πειραιώς, Eurobank) που θα καταλαμβάνουν το 85-90% του τραπεζικού συστήματος. Η μεταφορά κολοσσιαίων ποσών από τα λαϊκά στρώματα για τη σωτηρία του κεφαλαίου και η σκανδαλώδης διαδικασία με την οποία πραγματοποιείται είναι φυσικό να επιστρατεύει όλη την αστική υποκρισία για να δικαιολογηθεί.
Από τα 50 δισ. ευρώ της ανακεφαλαιοποίησης, τα 13,2 δισ. ευρώ, «δανεικά κι αγύριστα» κατά το μεγαλύτερο μέρος, επιβαρύνουν τον ελληνικό λαό για να πριμοδοτηθούν τραπεζικοί όμιλοι. Από το σκάνδαλο της Αγροτικής που θεωρήθηκε μη βιώσιμη ώστε με σκανδαλώδη τρόπο να δοθεί το «καλό» κομμάτι της στην Πειραιώς για ψίχουλα και να κρατήσει το Δημόσιο το «κακό» κομμάτι, ο ελληνικός λαός επιβαρύνθηκε 7 δισ. ευρώ. Αυτοί που έκριναν μη βιώσιμο το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και ετοιμάζονται να το κάνουν δώρο σε κάποιον ιδιωτικό όμιλο μεταφέρουν στους πολίτες κόστος 4,5 δισ. ευρώ.
Είναι οι ίδιοι που χάρισαν 1,2 δισ. ευρώ στην Proton Bank για να καλύψουν τις ατασθαλίες και το πολιτικό χρήμα του Λαυρεντιάδη. Είναι οι ίδιοι που πριν από ένα μήνα στα μουλωχτά χώρισαν τη χρεοκοπημένη τράπεζα FBB (Όμιλος Ρέστη και εφοπλιστών) σε «καλή» και «κακή», δίνοντας το «καλό» κομμάτι στην Εθνική για 1 ευρώ (!) και αφήνοντας το «κακό» να επιβαρύνει το Δημόσιο με κόστος περίπου 500 εκατ. ευρώ. Στα παραπάνω 13,2 δισ. ευρώ δεν περιλαμβάνεται η Eurobank –στην οποία δόθηκαν 7 δισ. για ανακεφαλαιοποίηση– που αναμένεται να πωληθεί έναντι τιμήματος το οποίο μέχρι σήμερα είναι προφανές ότι θα υπολείπεται σημαντικά των 7 δισ.
Παροιμιώδης είναι και η υποκρισία του επίσημου πολιτικού προσωπικού και της οικονομικής ολιγαρχίας στην αναγκαιότητα συγκέντρωσης του τραπεζικού συστήματος λόγω δήθεν βιωσιμότητας μόνο τεσσάρων τραπεζικών ομίλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι που στην αρχή της δεκαετίας του ’90 υποστήριζαν την πλήρη απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και τη δημιουργία δεκάδων ιδιωτικών τραπεζών, ώστε μέσω του ανταγωνισμού δήθεν να ωφεληθούν οι καταναλωτές και η οικονομία, σήμερα μιλούν για την αναγκαιότητα ύπαρξης δυόμιση τραπεζών στη χώρα! Πίσω από τη δήθεν αναγκαιότητα των τεσσάρων βιώσιμων τραπεζών βρίσκεται η μείωση του λειτουργικού κόστους και η ενίσχυση των χρηματοοικονομικών μονοπωλίων, με θύματα τους εργαζομένους,.
Επιδιώκεται η συνολική αναδιάρθρωση του ελληνικού κεφαλαίου με την πρωτοκαθεδρία του τραπεζικού τομέα, ο οποίος θα αποφασίσει να στηρίξει συγκεκριμένους παραγωγικούς ομίλους είτε με δανειοδότηση είτε με προώθηση εξαγορών είτε με εκκαθάριση των «αδύνατων» τμημάτων του κεφαλαίου, δηλαδή με την ενίσχυση συνολικά των μονοπωλίων. Απέναντι στην υποκρισία των αστών η μαρξιστική προσέγγιση για τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε περιόδους κρίσης διατηρεί ακέραια την επικαιρότητά της.
Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης τόσο για τον προκλητικό και σπεκουλαδόρικο τρόπο με τον οποίο γίνεται όσο και για τους κινδύνους που δημιουργεί στην ελληνική αστική τάξη. Στους τέσσερις τραπεζικούς ομίλους που επιδιώκεται να παραμείνουν στη χώρα έχουν δοθεί περίπου 29 δισ. (Alpha Bank: 4,5 δισ., Εθνική: 10 δισ., Πειραιώς: 7,5 δισ., Eurobank: 7 δισ.). Σύμφωνα με τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης, προβλέπεται να αποδοθούν πίσω αυτά τα 29 δισ. εντός πενταετίας, με προϋπόθεση την άμεση καταβολή του 10% μέσω της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Οι τρεις πρώτες τράπεζες κατόρθωσαν να καλύψουν το 10%, ενώ η Eurobank δεν μπόρεσε. Η επιχειρούμενη ανακεφαλαιοποίηση είναι μια προκλητική διαδικασία για τρεις λόγους.
Πρώτο, οι μετοχές θα είναι κοινές χωρίς δικαίωμα ψήφου. Δηλαδή το «κράτος» θα τις κατέχει, δεν θα έχει όμως μέρισμα ούτε δικαίωμα στη διοίκηση των τραπεζών, προκειμένου αυτές να μείνουν στους ιδιώτες! Σήμερα το κράτος κατέχει τη συντριπτική πλειοψηφία των μετοχών των τραπεζών, αλλά αυτές θα διοικούνται από τους παλιούς χρεοκοπημένους μετόχους.
Δεύτερο, το κράτος σχεδιάζει μελλοντικά να προωθήσει φορολογικές απαλλαγές όταν (και αν) οι τράπεζες επανέλθουν σε κερδοφορία. Μέσω του «αναβαλλόμενου φόρου», όταν οι συνθήκες μελλοντικά θα είναι πιο πρόσφορες, ετοιμάζεται διαδικασία απαλλαγής των τραπεζών από μελλοντική φορολογία (π.χ. για τα επόμενα 20 χρόνια) ώστε οι τράπεζες να κερδίσουν ποσά που υπολογίζονται σε 4 δισ. ευρώ περίπου.
Tέλος, η εισαγωγή τoυ «εξωτικού» χρηματοοικονομικού όρου των warrants κάνει τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης προκλητική. Με τον όρο warrant αναφερόμαστε στο δικαίωμα μελλοντικής πραγματοποίησης μιας συναλλαγής (σαν τα γνωστά «τοξικά» χρηματοοικονομικά προϊόντα), εν προκειμένω στην αγορά μετοχών. Σύμφωνα με τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης, οι παλαιοί μέτοχοι (οι τραπεζίτες, τα οικονομικά funds, οι μικρομέτοχοι) βάζουν στην αρχή το 10%-12% της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου και αποκτούν δικαίωμα για μελλοντική αγορά του υπόλοιπου ποσοστού, με τιμή εξαγοράς την ίδια με την αρχική. Δηλαδή π.χ. αν το αρχικό 1/10 της αύξησης πραγματοποιηθεί με τιμή 1 ευρώ/μετοχή, αυτή θα είναι και η μελλοντική τιμή εξαγοράς και των υπολοίπων 9/10. Έτσι, τα δυνητικά κέρδη είναι τεράστια, αλλά και οι κίνδυνοι αυξημένοι.
Η αύξηση της τιμής της μετοχής δίνει πολλαπλάσια κέρδη μέσω των warrants. Ήδη οι διοικήσεις της Alpha Bank και της Πειραιώς έπαιξαν με τη συγκεκριμένη προσδοκία στις πρόσφατες αυξήσεις. Πριν από την ανακεφαλαιοποίηση μεθόδευσαν την αύξηση των μετοχών τους με την προσδοκία των μεγάλων κερδών από τα warrants, πούλησαν τις παλιές μετοχές τους σε υψηλή τιμή και μπήκαν στην αύξηση χωρίς σχεδόν να βάλουν ευρώ! Χαρακτηριστικά λέγεται ότι μέτοχοι της Alpha πούλησαν 15 εκατ. παλιές μετοχές προς 1 ευρώ τη μία και συμμετείχαν έπειτα από δύο ή τρεις μέρες στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με 0,44 ευρώ τη μία, διπλασιάζοντας το ποσοστό τους.
Με την εν λόγω διαδικασία οι τραπεζίτες αρκεί να ανατιμήσουν την τιμή της μετοχής τους μελλοντικά και δεν χρειάζεται να βάλουν ευρώ, αφού θα εμπορεύονται τα κέρδη από τα warrants που θα έχουν ανατιμηθεί! Αν όμως οι προσδοκίες δεν επαληθευτούν, οι ζημίες είναι καθολικές. Χαρακτηριστικά θα λέγαμε ότι τα warrants είναι σαν τα περίφημα «δομημένα ομόλογα», αλλά στον κύβο.
Η ανακεφαλαιοποίηση όμως δεν είναι ακίνδυνη διαδικασία για τους ντόπιους τραπεζίτες παρά την ενίσχυση από το κράτος. Αν δεν επιτύχουν οι αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου, κινδυνεύουν οι τράπεζες να καταλήξουν στους ξένους και μάλιστα σχεδόν τζάμπα. Παρά το γεγονός ότι καλύφθηκε το αρχικό 10% της αύξησης, τα κεφάλαια που απαιτούνται για την κάλυψη του υπόλοιπου 90% είναι τεράστια και δύσκολα θα βρεθούν.
Συγχρόνως, στον τραπεζικό κλάδο έχει πέσει η σκιά του bail in, δηλαδή η μετακύληση του κόστους μελλοντικών διασώσεων στις τράπεζες. Αν υπάρξουν επιπλέον ζημιές από επισφαλή δάνεια λόγω χειροτέρευσης του οικονομικού κλίματος, οι ξένοι δανειστές θα «βάλουν χέρι» και στις τράπεζες και στις καταθέσεις. Μόνο μια σημαντική ανάκαμψη της οικονομίας (π.χ. ρυθμοί ανάπτυξης 2-3% ετησίως) –που δεν φαίνεται προς το παρόν– θα δημιουργούσε προϋποθέσεις για να αποφευχθεί ο έλεγχος του τραπεζικού τομέα από τους ξένους.
Η απώλεια ελέγχου του τραπεζικού τομέα αποτελεί σοβαρή ενδοαστική διαμάχη, τον αντίκτυπο της οποίας βλέπουμε καθημερινά στη στάση της κυβέρνησης ή των διαπλεκόμενων ΜΜΕ. Όσο κι αν προσπαθούν να το κρύψουν, οι ηγετικές μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου πάντα έκαναν μπίζνες με τις πλάτες του κράτους και τη στήριξη των φιλικά διακείμενων τραπεζιτών. Το επόμενο διάστημα θα δούμε τη στοίχιση όλου του προσκείμενου στην αστική τάξη προσωπικού ώστε να δημιουργηθεί κλίμα αισιοδοξίας, αναγκαίο για να προχωρήσει η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Μάλιστα τα τμήματα μελετών των τραπεζών, τα οποία το προηγούμενο διάστημα λειτούργησαν σαν «βαποράκια» της τρόικας και της κυβέρνησης, αναμένεται να δώσουν ρεσιτάλ κλίματος ανάκαμψης και αισιοδοξίας…
Απέναντι στις παραπάνω μεθοδεύσεις, η πρόταση για κρατικοποίηση των τραπεζών μαζί με τη διαγραφή του χρέους αποτελεί κρίσιμη επιλογή προκειμένου να ακυρωθεί ένας σημαντικός παράγοντας αντιδραστικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας χωρίς ο λαός να επωμισθεί τα επιπλέον βάρη της ανακεφαλαιοποίησης. Κάτι τέτοιο μπορεί να λειτουργήσει θετικά στην απόκτηση κοινωνικών συμμαχιών, εμώ αποτελεί και μία από τις βασικές προϋποθέσεις για να υποστηριχτεί ο δρόμος της ρήξης και της ανατροπής.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ