Η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος έχει καταλάβει σημαντικό μέρος της συζήτησης το τελευταίο διάστημα, γιατί ουσιαστικά αναφέρεται στην προσπάθεια να τεθεί υπό διαχείριση η χρεοκοπία της κορωνίδας του ελληνικού καπιταλισμού, που με τη σειρά της διαδραματίζει ειδικό ρόλο για ολόκληρο το ελληνικό κεφάλαιο. Η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος μέσω της ανακεφαλαιοποίησης μεταφράζεται σε μεταβίβαση «ζεστού χρήματος» 40 έως 45 δισ. ευρώ, τα οποία θα προστεθούν στα 5,5 δισ. ευρώ που είχαν πάρει οι τράπεζες το 2008 επί Αλογοσκούφη – χωρίς να λάβουμε υπόψη τα 145 δισ. που δόθηκαν έμμεσα με τη μορφή «κρατικών εγγυήσεων» για να υποστηρίξουν τη ρευστότητα των τραπεζών.
Αυτά τα ποσά βαραίνουν άμεσα το δημόσιο χρέος, δηλαδή τους εργαζομένους και τους συνταξιούχους ουσιαστικά. Η διαδικασία αυτή προχωράει παράλληλα με τη συγκεντροποίηση του τραπεζικού συστήματος, καθώς προβλέπει τη δημιουργία τριών «συστημικών» τραπεζών (όμιλος Εθνικής, Alpha, Πειραιώς) που θα καταλαμβάνουν το 85-90% του τραπεζικού συστήματος. Η μεταφορά κολοσσιαίων ποσών από τα λαϊκά στρώματα στις τράπεζες για τη σωτηρία του κεφαλαίου, και η σκανδαλώδης διαδικασία βάσει της οποίας πραγματοποιείται η μεταφορά αυτή, είναι φυσικό να χρήζει την επιστράτευση όλης της αστικής υποκρισίας για να δικαιολογηθεί.
Αστική υποκρισία
Πρώτο επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι το κράτος χρεοκόπησε τις τράπεζες και όχι οι τράπεζες το κράτος, όπως στο εξωτερικό. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που αυτό δεν ισχύει. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ζημίες από τα κρατικά ομόλογα των τραπεζών ανέρχονται σε 27,5 δισ. ευρώ και η ενίσχυση μέσω της ανακεφαλαιοποίησης θα πλησιάσει τα 50 δισ. ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι θα καλυφθούν και ζημίες ιδιωτικών δανείων. Ιδιωτικών δανείων που οι τράπεζες έδιναν απλόχερα από τη δεκαετία του ’90, με αποτέλεσμα μόνο την περίοδο 1998-2008 τα επιχειρηματικά δάνεια να αυξάνονται με ρυθμό 15% (!) ετησίως, τα δε δάνεια προς ιδιώτες με ακόμα μεγαλύτερο ρυθμό, φτάνοντας από 12% του ΑΕΠ το 1998 στο 47% το 2008! Μάλιστα, η αύξηση όλων αυτών των δανείων χρηματοδοτήθηκε κυρίως με εξωτερικό δανεισμό, ο οποίος αυξήθηκε με ρυθμούς διπλάσιους από την αύξηση του δημόσιου χρέους, το οποίο κατά την επίσημη εξήγηση «βούλιαξε» τη χώρα.
Όμως οι τραπεζίτες και το επίσημο πολιτικό σύστημα για να κρύψουν τις αμαρτίες τους δεν αρκούνται στην υποκρισία, αλλά καταφεύγουν και στη μέθοδο των Bank Statistics (όπως λέμε Greek Statistics). Σήμερα το τραπεζικό σύστημα έχει χορηγήσει συνολικά δάνεια 107 δισ. ευρώ στους ιδιώτες (στεγαστικά, καταναλωτικά) και 125 δισ. ευρώ στις επιχειρήσεις. Από αυτά τα δάνεια μόνο το 20% θεωρείται επίσημα καθυστερημένο ή επισφαλές (θεωρείται δηλαδή ότι ενέχει κίνδυνο ζημιών), ενώ στην πραγματικότητα το ποσοστό υπερβαίνει το 50%! Είναι φανερό λοιπόν τι καλύπτουν τα χρήματα της ανακεφαλαιοποίησης.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι με την ανακεφαλαιοποίηση θα «πέσουν λεφτά στην αγορά» μέσω των τραπεζών. Όπως αναφέρθηκε, οι τράπεζες έχουν συσσωρεύσει τεράστιες ζημιές και τα χρήματα θα κατευθυνθούν κυρίως για να καλύψουν τις μαύρες τρύπες. Επιπλέον, οι τράπεζες χρωστάνε 130 δισ. ευρώ στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είτε απευθείας είτε μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος. Από το κολοσσιαίο αυτό ποσό, μέρος του είναι βραχυπρόθεσμο, άρα άμεσα απαιτητό και θα καλυφθεί με την ανακεφαλαιοποίηση. Επομένως, όχι μόνο αποκλείεται «να πέσει χρήμα στην αγορά», αλλά αν δεν γυρίσει πίσω σημαντικό μέρος των καταθέσεων, πιθανότατα θα χρειαστεί και νέα ενίσχυση των τραπεζών.
Παροιμιώδης είναι και η υποκρισία του επίσημου πολιτικού προσωπικού και της οικονομικής ολιγαρχίας ως προς την αναγκαιότητα συγκέντρωσης του τραπεζικού συστήματος, υποτίθεται λόγω βιωσιμότητας μόνο τριών τραπεζικών ομίλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι που στην αρχή της δεκαετίας του ’90 υποστήριζαν την πλήρη απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και τη δημιουργία δεκάδων ιδιωτικών τραπεζών, ώστε μέσω του ανταγωνισμού δήθεν να ωφεληθούν οι καταναλωτές και η οικονομία, σήμερα μιλούν για την αναγκαιότητα ύπαρξης 2 ½ τραπεζών στη χώρα!
Είναι οι ίδιοι που συνέργησαν με έωλα επιχειρήματα για να μη θεωρηθεί βιώσιμη η Αγροτική, ώστε με σκανδαλώδη τρόπο να δοθεί το «καλό» κομμάτι της στην Πειραιώς για ψίχουλα. Είναι οι ίδιοι που κρίνουν μη βιώσιμο το Ταμιευτήριο ώστε να δοθεί και αυτό δώρο σε κάποιον ιδιωτικό όμιλο. Είναι οι ίδιοι που χάρισαν 1,2 δισ. ευρώ του ελληνικού λαού στην Proton Bank για να καλύψουν τις ατασθαλίες και το πολιτικό χρήμα του Λαυρεντιάδη.
Πίσω από την επίπλαστη αναγκαιότητα ή αντικειμενικότητα των τριών βιώσιμων τραπεζών στη χώρα βρίσκεται η μείωση του λειτουργικού κόστους με θύματα τους εργαζομένους στις τράπεζες, καθώς και η ενίσχυση των χρηματοοικονομικών μονοπωλίων. Επιδιώκεται η συνολική αναδιάρθρωση του ελληνικού κεφαλαίου με την πρωτοκαθεδρία του τραπεζικού τομέα, ο οποίος θα αποφασίζει να στηρίξει συγκεκριμένους παραγωγικούς ομίλους, είτε με δανειοδότηση είτε με προώθηση εξαγορών είτε με εκκαθάριση «αδύνατων» τμημάτων του κεφαλαίου. Αποφασίζεται, με λίγα λόγια, η ενίσχυση των μονοπωλίων συνολικά. Απέναντι στην υποκρισία των αστών, η μαρξιστική προσέγγιση για τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε περιόδους κρίσης διατηρεί ακέραια την επικαιρότητά της.
Σκανδαλώδης διαδικασία
Η επιχειρούμενη ανακεφαλαιοποίηση είναι σκανδαλώδης και ως διαδικασία, ακόμη και αν μπορέσουν οι τράπεζες να γυρίσουν πίσω τα 40-45 δισ., πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο. Καταρχάς προβλέπεται ότι το 1/3 από τα χρήματα της ανακεφαλαιοποίησης θα διατεθούν για έκδοση μετατρέψιμων ομολογιών (CoCos). Πιο συγκεκριμένα, οι τράπεζες δανείζονται χρήματα από το «κράτος» και εκδίδουν ομόλογα τα οποία αν δεν αποπληρώσουν μετατρέπονται σε μετοχές. Το σκανδαλώδες σε αυτή την περίπτωση είναι ότι με νόμο οι τράπεζες απαλλάσσονται από μελλοντική φορολογία (αποκαλείται αναβαλλόμενος φόρος), προκειμένου να επιστρέψουν άκοπα ποσά από τα CoCos που υπολογίζονται σε 4,5 δισ. ευρώ!
Τα υπόλοιπα 2/3 της ανακεφαλαιοποίησης θα καλύψουν μελλοντικές αυξήσεις κεφαλαίου με έναν άκρως προκλητικό τρόπο. Οι παλαιοί μέτοχοι, δηλαδή οι τραπεζίτες, αρκεί να βάλουν στην αρχή το 1/10 της αύξησης, και αυτομάτως αποκτούν δικαίωμα για αγορά στο μέλλον και των υπόλοιπων 9/10 μέσω τoυ «εξωτικού» χρηματοοικονομικού όρου των warrants. Το σκανδαλώδες στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η μελλοντική τιμή εξαγοράς είναι η ίδια με την αρχική, δηλαδή αν π.χ. το αρχικό 1/10 της αύξησης πραγματοποιηθεί με τιμή 1 ευρώ ανά μετοχή, αυτή θα είναι και η μελλοντική τιμή εξαγοράς.
Οι τραπεζίτες αρκεί να ανατιμήσουν την τιμή της μετοχής τους μελλοντικά, και θα δεν χρειάζεται να βάλουν ευρώ, αφού θα εμπορεύονται τα κέρδη από τα warrants που θα έχουν ανατιμηθεί! Και σαν κερασάκι στην τούρτα όλων αυτών, οι οποιεσδήποτε μετοχές εκδοθούν αρχικά και δεν καλυφθούν από μελλοντικές αυξήσεις κεφαλαίου ή από αποπληρωμή των CoCos θα είναι κοινές χωρίς δικαίωμα ψήφου. Δηλαδή, ενώ το «κράτος» θα τις κατέχει, δεν θα έχει ούτε μέρισμα ούτε δικαίωμα στη διοίκηση των τραπεζών, προκειμένου αυτές να μείνουν στους ιδιώτες!
Φυσικά αυτή δεν είναι μια ακίνδυνη διαδικασία για τους ντόπιους τραπεζίτες, παρά την ενίσχυση από το κράτος. Αν δεν επιτύχουν οι αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου, κινδυνεύουν οι τράπεζες να καταλήξουν στους ξένους και μάλιστα σχεδόν τζάμπα. Χαρακτηριστικά, από τους τρεις μεγάλους υπό διαμόρφωση ομίλους μόνο η Alpha, με ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης 4,5 δισ. ευρώ, εμφανίζεται να μπορεί να αποπληρώσει, και αυτή όμως λόγω της δεσπόζουσας συμμετοχής της Grédit Agricole. Ο όμιλος της Εθνικής, με ανάγκες σχεδόν 14 δισ. ευρώ, και η Πειραιώς, με ανάγκες 7,5 δισ. ευρώ, θα δυσκολευτούν να αποφύγουν την εξαγορά από ξένους ομίλους. Η απώλεια ελέγχου του τραπεζικού τομέα είναι μια σοβαρή ενδοαστική διαμάχη, τις απολήξεις της οποίας βλέπουμε καθημερινά στην στάση της κυβέρνησης ή των διαπλεκόμενων ΜΜΕ. Όσο και αν προσπαθούν να το κρύψουν, οι ηγετικές μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου πάντα έκαναν μπίζνες με τις πλάτες του κράτους και τη στήριξη των φιλικά διακείμενων τραπεζιτών.
Και η απάντηση της Αριστεράς
Υπάρχουν δύο λανθασμένες προσεγγίσεις στο θέμα της ανακεφαλαιοποίησης μέσα στην Αριστερά. Η πρώτη εκφράζεται μέσα από τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ και καταλήγει ουσιαστικά σε μια πρόταση για δημόσιο έλεγχο του τραπεζικού συστήματος. Προτείνεται να επωμιστεί ο λαός την ανακεφαλαιοποίηση, αλλά το κράτος να «ελέγχει» το τραπεζικό σύστημα είτε ως μέτοχος, κατέχοντας ποσοστό των τραπεζών, είτε μέσω δημόσιου πυλώνα που θα επηρεάζει και τον ιδιωτικό. Εκτιμά ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να επιτύχει συμμαχία με τμήματα του «παραγωγικού κεφαλαίου» για παραγωγική ανασυγκρότηση, χωρίς να έρθει σε σύγκρουση με τον πυρήνα της πολιτικής της Ε.Ε., επιτελώντας συγχρόνως «κοινωνική πολιτική».
Αυτή η προσέγγιση υποτιμά την αντίδραση των κυρίαρχων κύκλων της Ε.Ε. για τον έλεγχο και το ρόλο του τραπεζικού τομέα (απαγόρευση κρατικοποίησης κλάδων οικονομίας ή πολιτικών «επιδοτήσεων» μέσω τραπεζών κ.λπ.). Επίσης, υποτιμά την αντίδραση των ηγετικών μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου σε περίπτωση που αμφισβητηθεί η προνομιακή σχέση που έχουν με το τραπεζικό κεφάλαιο, καθώς και τα οφέλη που περιμένουν από τις ιδιωτικοποιήσεις.
Η δεύτερη εσφαλμένη προσέγγιση, που προέρχεται από το ΚΚΕ, υποτιμά τον κομβικό ρόλο της ανακεφαλαιοποίησης στη συνολική αναδιάρθρωση του ελληνικού οικονομικού και κοινωνικού σχηματισμού. Ενώ ορθά τονίζει ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία ενισχύονται μονοπωλιακοί όμιλοι με χρήματα του ελληνικού λαού, αδυνατεί να καταλάβει τον κομβικό ρόλο που θα είχε για το λαϊκό κίνημα η ανακοπή αυτής της κίνησης του κεφαλαίου. Ενώ ορθά τονίζει το ρόλο της Ε.Ε., αρνείται να τον εξειδικεύσει στον τραπεζικό χώρο. Φαίνεται σαν να θεωρεί ότι δεν υπάρχει σήμερα ιδιαίτερη τομή, αφού το τραπεζικό σύστημα πάντοτε εξυπηρετούσε τα μονοπωλιακά συμφέροντα, ενώ μια πιθανή κρατικοποίηση των τραπεζών δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα κόλπο των αστών για να στηρίξουν το κεφάλαιο.
Απέναντι στις παραπάνω αντιλήψεις, η πρόταση για κρατικοποίηση των τραπεζών μαζί με τη διαγραφή του χρέους αποτελεί κρίσιμη επιλογή προκειμένου να ακυρωθεί ένας σημαντικός παράγοντας αντιδραστικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, χωρίς ο λαός να επωμιστεί τα επιπλέον βάρη της ανακεφαλαιοποίησης. Μπορεί να λειτουργήσει θετικά στην απόκτηση κοινωνικών συμμαχιών. Αποτελεί μία από τις βασικές προϋποθέσεις για να υποστηριχτεί ο δρόμος της ρήξης και της ανατροπής.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ στις 30.12.12
ΔΙΑΒΑΣΤΕ