Φαίνεται ότι μετά τη μεγάλη καταιγίδα αρνητικών εξελίξεων εντός ΕΑΑΚ, μπορεί να υπάρξει μια πιο νηφάλια αποτίμηση των ζημιών που αυτή προκάλεσε αλλά και να συζητηθούν με πιο σοβαρό τρόπο σημεία θετικής υπέρβασης.
Οι δυνάμεις που πρέπει να σηκώσουν αυτό το βάρος είναι όλο το οργανωμένο και ανένταχτο δυναμικό των σχημάτων, που σήμερα παρά τις διαφορές λέει «ώς εδώ και μη παρέκει» σε τέτοια φαινόμενα, αντιλαμβάνεται ποιες δυνάμεις και οργανώσεις τροφοδοτούνται και τροφοδοτούν τον εκφυλισμό των ΕΑΑΚ, είναι στην ουσία το δυναμικό που σήμερα ενδιαφέρεται για τη συζήτηση και την πρακτική ανάτασης του συνδικαλισμού και της πολιτικής στις σχολές, που παρά τον ασφυκτικό συσχετισμό του TINA προσπαθεί και δημιουργεί αντιστάσεις εντός του πανεπιστημίου φθείροντας την κυβερνητική πολιτική.
Θα ήταν κρίμα να αποτιμήσουμε ότι τα ΕΑΑΚ φτάνουν σε σημείο παρακμής επειδή αυτό αποτελεί σχέδιο ενός κεντρικοπολιτικού μετώπου (π.χ. της ΛΑΕ). Και αυτό γιατί αποτελεί την πιο εύπεπτη αλλά ταυτόχρονα απολίτικη δικαιολογία για να κρύψουμε τις ελλείψεις και τα λάθη των δύο διαχρονικά μαζικότερων οργανώσεων των ΕΑΑΚ όλο το τελευταίο διάστημα. Σήμερα τα ΕΑΑΚ βρίσκονται σε ιστορικό τέλμα επειδή δεν προσπαθήσαμε να ξεπεράσουμε την αμηχανία της κρίσης του φοιτητικού συνδικαλισμού και να δώσουμε απαντήσεις στις αλλεπάλληλες μεταλλάξεις που προκάλεσε στη φύση και την προσδοκία της νεολαίας η καπιταλιστική κρίση, μένοντας πολλές φορές σε ιδεολογικές αντιπαραθέσεις άνευ πρακτικής απόληξης. Γιατί άλλες φορές, συζητώντας επί της απόληξης, χάσαμε το πολιτικό σκεπτικό για να φτάσουμε σε αυτή. Γιατί κυρίως χάθηκε το όποιο ενιαίο κριτήριο κοινωνικής αποτελεσματικότητας με βάση το οποίο επιβραβεύεται ή και όχι, η κάθε «γραμμή».
Σήμερα τα ΕΑΑΚ βρίσκονται σε ιστορικό τέλμα επειδή επιλέξαμε να μην ορίζουμε ως πρότυπο τις προσπάθειες εκείνων των σχημάτων που, ανεξαρτήτως ηγεμονίας κάποιου ρεύματος εντός τους, μπορούν και σε εποχές κρίσης του φοιτητικού συνδικαλισμού να παράγουν αποτελέσματα στα μαζικά ακροατήρια. Επειδή επιλέξαμε να μη συγκρουόμαστε με απόλυτα μειοψηφικές πρακτικές στο εσωτερικό μας, αλλά και να διατηρούμε συνεχές –κυρίως φυσιογνωμικό– με κομμάτια του α/α χώρου. Επειδή τα ΕΑΑΚ, τον τελευταίο κυρίως χρόνο, μαζικοποιήθηκαν από τις δυνάμεις που σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, σαν ακραία (αν όχι διαστρεβλωμένη) γραμμή των μετώπων που κεντρικά συμμετέχουν, εκτροχιάζουν την κουβέντα και εντέλει το ίδιο το μόρφωμα. Και το κάνουν επειδή βρήκαν χώρο να το κάνουν.
Ο χώρος αυτός τους δόθηκε όλο το τελευταίο διάστημα, πολύ πριν από τα σκηνικά συγκρούσεων. Δόθηκε όταν έγινε πολιτική επένδυση σε φυσιογνωμία και πρακτικές που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν μια κατά βάση αριστερίστικη συγκρότηση, όταν χώροι, σχήματα και φιγούρες αντί να αξιοποιηθούν ως σύνθεση των υγιών δυνάμεων περιθωριοποιήθηκαν και σε περιπτώσεις εξαφανίστηκαν. Αλλά χώρος όντως τους δόθηκε και ακόμα πιο πίσω ιστορικά. Η «ομάδα της ΑΡΑΣ» και ο στρεβλός τρόπος αυτόκεντρης αναπαραγωγής της δεν βρήκε πρώτα κάλυψη από την ανακοίνωση της ΛΑΕ κάπου την άνοιξη του 2017. Βρήκε κάλυψη από την ηγεμονική αντίληψη εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εφτά χρόνια πριν, ύστερα από ανάλογες επιθέσεις στην Πάτρα, όπως είχε βρει κάλυψη και το 2001 σε αντίστοιχα γεγονότα στο ΕΜΠ. Ακόμα κι αν σήμερα γίνεται παραδοχή ότι τότε κάτι έγινε στραβά, μένει να αιτιολογηθεί τι ακριβώς ήταν αυτό με πιο αναλυτικό τρόπο, καθώς και το αν η ΑΡΑΣ του 2010 είναι μόνο η ΑΡΑΣ του 2017 ή και κάποιοι ακόμη… Λάθη θα συνεχίσουμε να κάνουμε, τουλάχιστον να μην κάνουμε τα ίδια. Επειδή όντως «για να ξεκινήσει η νέα εποχή της ΕΑΑΚ χρειάζεται πρώτα και κύρια διάθεση για αυτοκριτική, καθαρές αποφάσεις και θαρρετές πρωτοβουλίες», ας σταματήσει η ανάδειξη όλων των ενόχων ως κατηγορία «ίσων αποστάσεων».
Ο μη διαχωρισμός από ακραία μειοψηφικές αναλύσεις και πρακτικές εντός ΕΑΑΚ, αλλά ακόμα περισσότερο η προσπάθεια μίμησης και ανταγωνισμού μιας εκδοχής αριστερισμού προς όφελος της βραχυπρόθεσμης αναπαραγωγής, όρισε και μια σημαντική μεταστροφή της φυσιογνωμίας και της αντίληψης των ΕΑΑΚ. Μιας φυσιογνωμίας και μιας αντίληψης που έμαθε να πολιτικοποιεί τον κόσμο των σχημάτων στην ακραία πρακτική και στα παχιά λόγια, που έχασε το κριτήριο της αποτελεσματικής μετατόπισης και κινητοποίησης των φοιτητών και των συλλόγων τους. Δυστυχώς αυτή η φυσιογνωμία, που τείνει να ηγεμονεύσει σήμερα, πρωταρχικό στόχο δεν έχει τη ζύμωση, την έκφραση, την εκπροσώπηση και τελικά τη ριζοσπαστικοποίηση πλατιών μερίδων του φοιτητικού αμφιθέατρου, αλλά πολύ περισσότερο την κομματική αυτόκεντρη ενίσχυση μιας ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης.
Αυτή ακριβώς η στήριξη και η μίμηση της παραπάνω φυσιογνωμίας έχει οδηγήσει σε μεγάλο βαθμό στη μετατόπιση της κεντρικής φυσιογνωμίας σχημάτων –ακόμα και σχημάτων που η συμβολή της νΚΑ είναι διαχρονική και αδιαμφισβήτητη– μακριά από το κριτήριο της κοινωνικής αποτελεσματικότητας, σε ατραπούς και ερωτήματα που η λογική τής πάλαι ποτέ ενιαίας ΑΡΑΣ, σήμερα κυρίως της ΑΡΙΣ, ορίζουν. Απόδειξη του παραπάνω αποτελεί η αλλαγή του συσχετισμού στην πόλη της Θεσσαλονίκης, που η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε κατά γράμμα και παρήγαγε όλο το τελευταίο διάστημα τις πιο κοντόθωρες και οπαδικές πολιτικοποιήσεις νέων εαακιτών και εαακιτισσών.
Κατά τη γνώμη μου, σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η επίμονη προσπάθεια του τελευταίου μήνα από πλευράς νΚΑ να κρυφτούν οι ευθύνες της ΑΡΙΣ, τουλάχιστον με όσα δημόσια αποτυπώνονται. Το «δεν είδα, δεν άκουσα» για πρακτικές και λόγια μελών της συγκεκριμένης οργάνωσης τόσο όλο το προηγούμενο διάστημα όσο και το βράδυ του συντονιστικού Θεσσαλονίκης της 25ης Οκτωβρίου (η ανακοίνωση της νΚΑ για τα γεγονότα εκείνης της μέρας που δεν αναφέρει τίποτα για όσα οι ίδιοι οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες της νΚΑ είδαν να υλοποιούνται και από πλευράς της ΑΡΙΣ), η προσπάθεια επίλυσης που πατά σε δύο βάρκες ταυτόχρονα αποτελούν λάθη και ορίζουν ένα δύσκολο τοπίο για την επόμενη μέρα των ΕΑΑΚ. Λάθη που αποτυπώθηκαν και συνεχίζουν να αποτυπώνονται καθημερινά στη μεθοδολογία που η νΚΑ προσπαθεί να επιλέξει για την υπέρβαση της κρίσης των ΕΑΑΚ. Η αρχική στάση προς τα σχήματα για μονόπλευρη διαγραφή της ΑΡΑΣ μέσω κειμένου υπογραφών δεν βρίσκει λογική συνέχεια με την αναβολή διαδικασιών (π.χ. Θεσσαλονίκη) και οδηγεί αναγκαστικά σε τελείως αντικρουόμενες απόψεις μεταξύ σχημάτων στα οποία κύρια συμβολή έχει η νΚΑ σε πρόσφατα κείμενά τους. Συμπερασματικά, η μη σαφής καταδίκη όλων αυτών των πρακτικών αλλά και όσων τις προωθούν ή τις σχεδιάζουν στον βωμό μικροκομματικών υπολογισμών σίγουρα δεν συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος.
Από την άλλη, και σε γεγονότα που αποτυπώνεται συμφωνία, όπως η καταδίκη της σεξιστικής επίθεσης σε συντρόφισσά μας, συνεχίζουν να γίνονται λάθη που απογοητεύουν ακόμα περισσότερο το δυναμικό των σχημάτων και της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η μη δημόσια καταγγελία της ΑΡΙΣ σχετικά με το κείμενο που δημοσίευσε για το συγκεκριμένο γεγονός μέχρι τη μη διαγραφή του θύτη από τα ΕΑΑΚ και από το μέτωπο της ριζοσπαστικής αριστεράς που συμμετέχει αποτελούν σοβαρά προβλήματα και ιδιαίτερα επικίνδυνες διολισθήσεις. Ζητήματα καταδίκης του σεξισμού και της αστικής βίας είναι ζητήματα αρχής για την αντικαπιταλιστική και ριζοσπαστική αριστερά, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, και άρα θα πρέπει να αποφευχθεί κάθε εκδοχή εργαλειακής χρήσης του ζητήματος ανάλογα με το ποιος το κάνει και αν είναι μέλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ΛΑΕ ή οποιουδήποτε άλλου φορέα. Όποιος τοποθετείται από θέση αρχών και όχι τακτικίστικα οφείλει να οριοθετείται καθαρά από όλες τις πρακτικές αστικής βίας και σεξισμού απ’ όπου κι αν προέρχονται εντός των ΕΑΑΚ και όχι καλύπτοντας τους συμμάχους του μικροπολιτικά όταν κάνουν τα ίδια.
Η αναφορά στο ότι «μέλη της ΑΡΙΣ έχουν πρωταγωνιστήσει σε μια σειρά από λεκτικές και σωματικές επιθέσεις» αποτελεί την πρώτη δημόσια αναφορά σε αυτή, μάλλον και υπό την πίεση της πλήρους αποκάλυψης του δικού της διαλυτικού σχεδίου που αποτυπώνεται και σε μέτωπα εκτός των ΕΑΑΚ (π.χ. Δίκτυο Ανέργων και Επισφαλώς Εργαζομένων Θες/νίκης, όπου επιχείρησε να αποκλείσει με αστείες δικαιολογίες την κοινή δράση με το Generation 400). Ενός σχεδίου που μιλά ανοιχτά για «ξεκαθάρισμα» με άλλες οργανώσεις εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ και συνοψίζεται σε πρώτη φάση στην εξώθηση των δυνάμεων της ΛΑΕ από τα ΕΑΑΚ.
Οι δυνάμεις της νΚΑ θα πρέπει να πάρουν επιλογές, υπό το βάρος της παρουσίας τους σε κρίσιμη οργανωτικά και πολιτικά μερίδα των ΕΑΑΚ. Επιλογές όπως το αν θα αποκτήσουν οι υγιείς δυνάμεις, οργανωμένες και κυρίως μη, κοινό κριτήριο σχεδιασμού και αποτίμησης ή όχι. Αν θα αποκτήσει σημασία, όχι το πώς λέει κάποιος κάτι, πλήρως αντικαπιταλιστικά ή μη, αλλά το τι εκπροσωπεί στον κοινωνικό του χώρο, τι μαζικότητα έχει η απεύθυνση και η πρακτική του. Επιλογή στο αν θα συνεχίσει να μετρά «υποχώρηση δυνάμεων» σ’ ένα αμφιθέατρο και μάλιστα μέσα στη σημερινή υπαρξιακή κρίση του ή στα μεγάλα αμφιθέατρα των φοιτητών.
Μια θαρρετή επιλογή είναι πέρα από την αναπαραγωγή μιας πρότασης για νέα ΕΑΑΚ με προδιαγεγραμμένη ιδεολογική και προγραμματική ηγεμονία ρευμάτων, να μιλήσουμε και να συζητήσουμε τη δημοκρατική ανασυγκρότηση των ΕΑΑΚ με έμφαση στη γραμμή για τους κοινωνικούς χώρους, στη μεθοδολογία για τον φοιτητικό συνδικαλισμό, τις αλλαγές για αποφασιστικές και ουσιαστικές διαδικασίες αλλά και την απεύθυνση σε άλλες δυνάμεις. Με πραγματική απομόνωση και περιθωριοποίηση των πρακτικών εκφυλισμού και των φορέων τους. Χωρίς σκέψεις για ακόμη πιο μικρά ΕΑΑΚ για χάρη της «σωστής» γραμμής, χωρίς να δημιουργήσουμε στεγανά που οδηγούν τα ΕΑΑΚ με ακρίβεια στη διάλυση ή διάσπαση.
Και σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο να ορίσουμε ποια είναι η αναγκαία συμφωνία που μπορεί να κάνει τα ΕΑΑΚ ξανά μάχιμο όχημα εν έτει 2017. Να ορίσουμε εκ νέου τη φυσιογνωμία όσων συμμετέχουν στα σχήματα, τη δημοκρατία στο εσωτερικό μας, την επίλυση της διαφωνίας, τη ηγεμονία και την πολυτασικότητα. Και να τα ορίσουμε με βάση το κοινωνικά και πολιτικά αναγκαίο. Αν αυτή η νέα συμφωνία θα έχει το οποιοδήποτε όνομα, είναι αδιάφορο. Αρκεί να είναι συμφωνία ειλικρινής, να έχει πολιτική ταυτότητα αλλά όχι την αυταπάτη ότι το πολιτικό πλαίσιο αρκεί. Να θέτει αυτά τα πολιτικά και φυσιογνωμικά πλαίσια με βάση το τι έχουν πετύχει και αποτυπώσει εκεί που αναπνέει η νεολαία και εκεί που κάθε πρωτοπορία πρέπει να αναμετριέται: στο μαζικό αμφιθέατρο, στο άγχος των φοιτητών να τα βγάλουν πέρα, στην προσπάθεια να τελειώσουν γρήγορα τις σπουδές τους, στη νεανική μετανάστευση και σε όσα σκέφτονται για το μέλλον τους. Τα νέα ΕΑΑΚ, τα ΕΑΑΚ που θα έχουν αφήσει πίσω τους τις οπαδικές ιαχές και τις στρεβλές πολιτικοποιήσεις, θα μπορούν να κερδίζουν νέους αγωνιστές και νέες αγωνίστριες και θα μπορούν πραγματικά να αποτελούν πόλο έλξης. Δεν θα τους νοιάζει αν είναι πτέρυγα ή δίκτυο γιατί θα είναι χρήσιμα για τους φοιτητές και κυρίως επικίνδυνα για το σύστημα.
Σε αυτή την κατεύθυνση όλοι θα κριθούμε. Όλοι θα απολογηθούμε. Όχι για τις μάχες του παρελθόντος που δώσαμε μέσα από τις γραμμές του ίδιου μορφώματος. Αλλά για τις μάχες που σήμερα αυτό πρέπει να δώσει, μα κυρίως να κερδίσει.
* Στο άρθρο «Η κρίση της ΕΑΑΚ και η υπέρβασή της» του σ. Κωνσταντίνου Ρηγόπουλου, ΠΡΙΝ 26.11.2017
ΔΙΑΒΑΣΤΕ