Δεν πάει πολύς καιρός (δύο ή τρία χρόνια) που η κυρίαρχη σκέψη διακοσμούσε τα συνήθη φληναφήματα περί τέλους της ιστορίας με χαριτωμενιές του τύπου «η Ιρλανδία είναι το καλύτερο μέρος του κόσμου για να μένεις»: έτσι κατέληγε η σχετική έρευνα του Economist το 2006 (ξεχνώντας να αναφέρει ότι ακόμα και μέσα στην έξαψη των ιλιγγιωδών ρυθμών ανάπτυξης το ποσοστό φτώχειας ήταν 22%...) Και δεν ήταν μόνο η Ιρλανδία που έμοιαζε με παράδεισο. Για όποιον άντεχε το κρύο, η Ισλανδία, ακόμα και η πρώην «κομμουνιστική» Λετονία, αποτελούσαν «παραδείσους».
Η Ισλανδία μάλλον είχε τα περισσότερα παραδείσια χαρακτηριστικά από τις συναγωνίστριές της: με το δέκατο ψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στον πλανήτη, με πάνω από ένα κινητό και ένα αυτοκίνητο ανά ενήλικο κάτοικο (το υψηλότερο ποσοστό στον κόσμο) δεν ήταν άσχημα από οικονομική σκοπιά. Επιπλέον διαθέτει υψηλότατο μορφωτικό επίπεδο, υψηλότατο δείκτη ισότητας των φύλων (δεν είναι τυχαίο ότι η σημερινή πρωθυπουργός συζεί υπό καθεστώς πολιτικής ένωσης με την σύντροφό της) και κυρίως ήταν, μέχρι πρότινος, το ακραίο σκανδιναβικό πρότυπο κοινωνικού κράτους. Η χώρα, πρώτη στην παγκόσμια κατάταξη ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού του ΟΗΕ, διαθέτει τα πάντα όλα δωρεάν: υγεία, εκπαίδευση, ακόμα και θέρμανση.
Κι ύστερα, πέρσι τον Γενάρη, λίγο μετά τον δικό μας Δεκέμβρη, ποντίκια μπήκαν στον κατεψυγμένο παράδεισο. Σε μια χώρα 300.000 κατοίκων που η πρωτεύουσά της δεν αριθμεί πάνω από 120.000 και που τελευταία φορά είδε μεγάλη διαδήλωση το 1949 (κατά της ένταξης στο ΝΑΤΟ), στις 20 Ιανουαρίου 2009 τουλάχιστον 3.000 διαδηλωτές συγκρούστηκαν άγρια με την αστυνομία στο Οστουρβέλουρ (την πλατεία Συντάγματος) μπροστά από το Άλθινγκ (τη Βουλή), πετώντας από λαχανικά μέχρι ξηλωμένα παγκάκια και τρώγοντας σπρέι πιπεριού και CS25. Λες και κάποιος πήρε την Ελλάδα, την έβαλε στο ψυγείο, και την πέταξε στη μέση του Ατλαντικού: Σύντομα η δεξιά κυβέρνηση κατέρρευσε και έδωσε τη θέση της στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση τής (και προσπαθούμε εδώ, δίνοντας το καλό παράδειγμα, να αποδώσουμε σωστά την προφορά) Γιόουχαννα Σιγκύρδαρτούχτιρ. Η δυναμική νέα πρωθυπουργός, με λόγο (και πράξη) εστιασμένο στα δικαιώματα (γενικώς), υποσχέθηκε δυο πράγματα: πρώτο ότι θα βάλει τη χώρα στην Ε.Ε. και δεύτερο ότι υπάρχουν λύσεις για το πρόβλημα της κρίσης, χωρίς να πει ποιες ακριβώς είναι αυτές. Όταν άρχισε να εφαρμόζει τις γνωστές κι από δω λύσεις, επικαλέστηκε εκ των υστέρων «το βάθος της κρίσης», τις «έκτακτες περιστάσεις» κ.λπ. Όπως δηλαδή κι εδώ.
Γιατί εξεγέρθηκαν οι πλούσιοι ψαράδες;
Από τη δεκαετία του ’90, η Ισλανδία προσδέθηκε στο άρμα του «νεο»φιλελευθερισμού. Οι κρατικές επιχειρήσεις ξεπουλήθηκαν και ο τραπεζικός τομέας «απορρυθμίστηκε». Το χρηματιστήριο ξεκίνησε μια τρελή κούρσα και όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Οι Τράπεζες, στηριγμένες στο χαλαρό (βλ. ανύπαρκτο) ελεγκτικό καθεστώς, ανοίχτηκαν στο αγαπημένο τους παιχνίδι: τη διαχείριση του χρέους, αφού για την ορθόδοξη οικονομική «σκέψη», όσο πιο πολλά χρωστάς, τόσο πιο πλούσιος είσαι. Σύντομα, με τα γνωστά παιχνίδια της ανατιτλοδότησης και της μόχλευσης οι τρεις ισλανδικές Τράπεζες, η Kaupthing, η Landsbanki και η Glitnir, βρέθηκαν να χρωστούν ποσό ίσο με πέντε φορές το Ισλανδικό ΑΕΠ![1] Μάλιστα, επειδή η Ισλανδία είναι πολύ μικρή, γρήγορα οι Τράπεζες αυτές επεκτάθηκαν στο εξωτερικό, στη Μ. Βρετανία, την Ολλανδία, τη Γερμανία και την Αυστρία. Χρησιμοποιώντας μια παλιά και δοκιμασμένη συνταγή άρχισαν να δίνουν εξωπραγματικά, σχεδόν «πυραμιδικά», επιτόκια στους καταθέτες τους. Το κόλπο βασίστηκε στο ότι το χαλαρό πλαίσιο επέτρεπε σε μια ισλανδική Τράπεζα να δρα στην Αγγλία, όντας υπό την εποπτεία της ισλανδικής (και όχι της βρετανικής) ρυθμιστικής αρχής. Οι βρετανικές αρχές άφηναν μια ξένη Τράπεζα να αλωνίζει ανεξέλεγκτη (αφού η αγορά μπορεί να αυτορυθμιστεί, πολύ περισσότερο που τα επιτόκια που προσέφερε ήταν μια καλή διέξοδος για τα βρετανικά συνταξιοδοτικά ταμεία), ενώ η ισλανδική ελεγκτική αρχή δεν είχε λόγο να επέμβει στα εσωτερικά της Βρετανίας. (Δηλαδή και στα εσωτερικά της Ισλανδίας δεν μπορούσε να επέμβει, αφού οι Ισλανδοί, παγκόσμιοι πρωτοπόροι, είχαν ...ιδιωτικοποιήσει την ανεξάρτητη αρχή...).
Το παρασιτικό χρήμα έρεε και έρεε, μέχρι που, φυσικά, τελείωσε, το φθινόπωρο του 2008. Οι τρεις Τράπεζες βάρεσαν κανόνι και η κατάρρευση της χώρας ήταν ολική. Το χρηματιστήριο έπεσε 90%, οι ισλανδικές εταιρείες έκλεισαν, η ανεργία έφτασε σε χωρίς προηγούμενο επίπεδα, η κορώνα υποτιμήθηκε δραματικά, τα προϊόντα ακρίβυναν, οι συντάξεις και οι κοινωνικές παροχές κόπηκαν και οι ψαράδες εξεγέρθηκαν. Τόσο απλά.
Η ισλανδική κυβέρνηση αναγκάστηκε να εγγυηθεί ένα ποσό από τις καταθέσεις των Ισλανδών (περίπου τα πρώτα 20.000 ευρώ), παρακάμπτοντας και την (χρεοκοπημένη) ιδιωτική ρυθμιστική αρχή που κανονικά έπρεπε να το κάνει. Όμως οι τρεις Τράπεζες δεν βάρεσαν κανόνι μόνο στην Ισλανδία, αλλά και στη Βρετανία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Η Βρετανία μάλιστα, σε μια κίνηση πανικού (που επιτάχυνε δραματικά την κρίση και θα έχρηζε ανάλυσης μόνη της), πάγωσε τα ισλανδικά περιουσιακά στοιχεία στο έδαφός της, χρησιμοποιώντας τον ...αντιτρομοκρατικό νόμο του 2001. Αποδεικνύοντας έτσι ότι οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι πάντα έχουν στόχο αποκλειστικά και μόνο τους τρομοκράτες.
Το ερώτημα εντούτοις παραμένει: στις τρίτες χώρες, ποιος θα πληρώσει τους καταθέτες (τους μικρούς αλλά και τους μεγάλους, μεταξύ των οποίων και ιδιωτικοποιημένα συνταξιοδοτικά προγράμματα);
Ποιος χρωστάει σε ποιόν;
Το ερώτημα αυτό έχει (φυσικά) διπλή απάντηση: οι Ισλανδοί, μέσα στην βαθύτατη άγνοια των περίπλοκων οικονομικών ζητημάτων που τους χαρακτηρίζει (όπως και άλλους λαούς άλλωστε…) ισχυρίζονται ότι τα χρέη είναι των τραπεζιτών που τα έκαναν και των πολιτικών που τους άφησαν.
Οι πολιτικοί πάλι και οι τραπεζίτες (αυτοί ξέρουν) έχουν διαφορετική γνώμη. Οι κυβερνήσεις της Ισλανδίας «αναγκάστηκαν» να διαπραγματευτούν το χρέος των Τραπεζών με την βρετανική και την ολλανδική κυβέρνηση, που βέβαια υποστήριζαν ότι το χρέος είναι χρέος και πρέπει κανείς να το τιμά αυτό. Η θέση τους ήταν απλή, καθαρή και ιστορικά «δικαιωμένη»: οι τραπεζίτες φαλίρισαν, άρα κάντε λιτότητα, βάλτε φόρους στους μισθωτούς, μειώστε το δημόσιο, κόψτε τους μισθούς, κόψτε τελοσπάντων το λαιμό σας, δεν μας νοιάζει ποιος ευθύνεται για τα χρέη, εμείς πάντως πρέπει να πάρουμε τα λεφτά μας.
Και τα λεφτά είναι όντως πολλά: σχεδόν 4 δις ευρώ συν 5,5% ετήσιο επιτόκιο μόνο για την Βρετανία. Το συνολικό εξωτερικό χρέος της Ισλανδίας είναι 50 δις ευρώ, και 80% αυτού είναι από τις (ιδιωτικές) Τράπεζες. Για σύγκριση το ΑΕΠ της χώρας το 2007 ήταν 8,5 δις ευρώ.
Σαφώς εδώ υπάρχει και ένα ενδιαφέρον ζήτημα πολιτικής ουσίας. Πράγματι το ποσό αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο για τη μικρή Ισλανδία παρά για την Βρετανία ή την Ολλανδία. Για την ακρίβεια είναι αρκετό για να συνθλίψει την ισλανδική οικονομία για αρκετές γενιές. Ήδη η Ισλανδία έχει γίνει μια χώρα με τεράστια μετανάστευση. Δεν γίνεται να ζητάς τέτοια ποσά όταν η μοναδική πλέον πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας (αφού ο τραπεζικός τομέας είναι εντελώς απαξιωμένος) είναι ο μπακαλιάρος, που όμως έχει το μειονέκτημα (εκτός από το να είναι μια μικρή σχετικά βιομηχανία) να είναι στο σύνολό του προεξοφλημένος από τα χρόνια της άνθισης και επομένως δεν πρόκειται να συνεισφέρει σημαντικά στην ανάκαμψη.
Και αυτό είναι το πολιτικό ζήτημα. Ο Γκ. Μπράουν με την άτεγκτη στάση του, αδιαφορεί για την καταστροφή που μπορεί να επιφέρει στη χώρα. Αυτό το κάνει γιατί, εκτός από τους ιδεολογικούς λόγους της προτεραιότητας του δανειστή έναντι του δανειζόμενου (είναι ένας ακραίος νεοφιλελεύθερος), σε δύσκολες εποχές κρίσης πρέπει να επιβάλει την αναντίρρητη ηγεμονία του χρήματος με ένα καθαρό μήνυμα: «Δεν μας νοιάζει τίποτα. Θα καταστρέψουμε όποιον δεν υπακούσει στις αρχές της αγοράς». Μάλιστα ως στοιχείο εκβιασμού έκοψε τις δόσεις του «ανακουφιστικού» δανείου που έδωσε το ΔΝΤ στη χώρα (με τι όρους όμως!) και δήλωσε με κάθε επισημότητα (μαζί με τους Ολλανδούς) ότι αν οι Ισλανδοί δεν τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους, η Ε.Ε. θα πρέπει πολύ σοβαρά να σκεφτεί αν θα τους κάνει μέλη. Οι Ισλανδοί, που στην κορύφωση της κρίσης πίστεψαν την (πάμε πάλι) Σιγκύρδαρτούχτιρ, ότι η Ε.Ε. θα βάλει πλάτη για να βγουν από την κρίση, ξαφνικά κατάλαβαν. Οι δημοσκοπήσεις αυτή τη στιγμή καταγράφουν 30% υπέρ της ένταξης (και 70% κατά).
Η νέα κυβέρνηση, αφού συζήτησε μυστικά τις απαιτήσεις των Βρετανολλανδών (συζητήσεις που κατέρρευσαν όταν διέρρευσαν στον τύπο), εφάρμοσε αρχικά το απαραίτητο πρόγραμμα λιτότητας και άρχισε να ψάχνει εναλλακτικές λύσεις. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της πρότασής της ήταν ένα νομοσχέδιο για τη σύνδεση της αποπληρωμής με την αυξητική πορεία του ΑΕΠ της χώρας. Με άλλα λόγια, είναι σα να λένε: «Φέτος το ΑΕΠ μας αυξήθηκε κατά 3%. Πάρτε για εξυπηρέτηση του χρέους μας ένα ποσοστό (λ.χ. 4%) αυτής της αύξησης. Αν όμως το ΑΕΠ δεν αυξηθεί, δεν θα σας δώσουμε δεκάρα».
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτός ο τρόπος διακανονισμού έχει να εφαρμοστεί στη Δύση από τη δεκαετία του ’20, με τις πολεμικές αποζημιώσεις της Γερμανίας προς τους νικητές του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου. Αυτός ο τρόπος αποπληρωμής (αν και πιο ανθρώπινος από τον συνήθη «έχεις δεν έχεις, θα πληρώσεις») μπόρεσε να εφαρμοστεί τότε λόγω της ευρύτατης γερμανικής βιομηχανικής βάσης. Βέβαια, οι απεχθείς όροι οδήγησαν από τη μία σε υπερπληθωρισμό και από την άλλη σε υπερσυσσώρευση παραγωγικού δυναμικού. Τα εργοστάσια κανονιών κάθονταν και οι εργάτες πεινούσαν, μέχρι που ο ναζισμός έδωσε φαγητό και στους εργάτες και στα κανόνια.
Είναι φυσικό οι Βρετανοί να αρνούνται ακόμη και αυτόν τον διακανονισμό. Η Ισλανδία δεν έχει παραγωγικό δυναμικό που να εγγυάται ότι το ΑΕΠ της θα αυξηθεί το επόμενο χρονικό διάστημα.
Όμως είναι πιο ελπιδοφόρο ότι αυτόν τον διακανονισμό τον αρνήθηκαν οι ίδιοι οι Ισλανδοί: παρακινημένος από το ότι πόρτα πόρτα και σε διαδηλώσεις είχαν συλλεγεί 56.000 υπογραφές κατά του νόμου (το αντίστοιχο στην Ελλάδα θα ήταν 2 εκατομμύρια υπογραφές), ο Πρόεδρος της χώρας δεν τον υπέγραψε, επιτρέποντας να ξεκινήσει η διαδικασία δημοψηφίσματος για το ζήτημα. Το αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον εκκωφαντικό: σχεδόν 90% των Ισλανδών είπαν όχι στην τρέλα να φορτωθούν στις πλάτες τους τα χρέη των ισλανδικών Τραπεζών προς τους Βρετανούς.
Φυσικά αμέσως μετά άρχισαν οι απειλές: οι διεθνείς «ειδικοί» άρχισαν να ολοφύρονται για το μέγεθος της καταστροφής για τη χώρα (λες και τους νοιάζει), οι μεγάλοι οίκοι υποβίβασαν τα ομόλογα της Ισλανδίας στην κατηγορία «σκουπίδια» (junk), το δάνειο από το ΔΝΤ μένει να εγκριθεί. Όμως στην πραγματικότητα οι Ισλανδοί έδειξαν ότι όλοι αυτοί που κουνάνε το δάχτυλο, δείχνοντας σε δύσκολους καιρούς και προτείνουν λιτότητες, είναι στην πραγματικότητα χάρτινοι τίγρεις, αρκεί να υπάρχει κίνημα που να το έχει καταλάβει.
Τώρα είναι η σειρά μας. Η ανατροπή αυτών των πολιτικών είναι μια διαδικασία που αν γίνει, θα γίνει από χώρα σε χώρα. Μια επέκταση και γενίκευση της στάσης «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω», κάτω από την πίεση των λαϊκών αιτημάτων στην Ελλάδα, χωρίς να είναι βέβαιη, σίγουρα δεν μπορεί εκ των προτέρων να αποκλειστεί. Η αντιστροφή του κλίματος στη χώρα μας θα έβρισκε συμμάχους της τα λαϊκά κινήματα των υπόλοιπων «γουρουνιών». Τα ενδεχόμενα είναι πολλά. Και σίγουρα, με το πρόσφατο πολιτικό της παρελθόν αντιστάσεων, εξεγέρσεων και διεκδικήσεων, η Ελλάδα φαντάζει αυτή τη στιγμή ως ο πιο αδύναμος κρίκος.
[1] Τον Σεπτέμβριο ξέσπασε σάλος όταν αποδείχτηκε ότι τα στελέχη των Τραπεζών είχαν συνάψει μεγάλα εικονικά δάνεια με τις Τράπεζές τους με σκοπό να αυξάνουν το ενεργητικό. Η Τράπεζα χρωστούσε στον εαυτό της και αυτό ήταν πλούτος! Προφανώς τα στελέχη, αποδεικνύοντας πόση αλήθεια κρύβει το ρητό περί της αποτελεσματικότητας της «αυτορυθμιζόμενης» αγοράς, σκόπευαν να εφαρμόσουν το άλλο ρητό, «πάρε τα λεφτά και τρέχα».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ