Πριν δύο μήνες κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα βιβλίο με κείμενα του James Galbraith (Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ), γνωστού αμερικάνου οικονομολόγου, συμβούλου του Γιάνη Βαρουφάκη κατά τη θητεία του τελευταίου στο υπουργείο Οικονομικών.[1] Με αφορμή το βιβλίο, πολλές «μνημονιακές» φωνές βρήκαν ευκαιρία να κατηγορήσουν τον πρώην υπουργό (ή και τον ΣΥΡΙΖΑ συνολικά) ότι σχεδίαζε την έξοδο από το ευρώ εν κρυπτώ. Επιχείρησαν μάλιστα να στοιχειοθετήσουν πρωτόλεια και σχετικές κατηγορίες εναντίον του. Πέρα από όλες αυτές τις μικροπολιτικές κινήσεις, θεωρούμε ότι το βιβλίο έχει ευρύτερη σημασία, καθώς μπορεί και πρέπει να είναι αφορμή για σκέψη και συμπεράσματα από την εμπειρία και τα όρια της περίφημης «έντιμης διαπραγμάτευσης» του ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι τέτοιο ενισχύεται από το γεγονός ότι είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο που έζησε από μέσα την πορεία των διαπραγματεύσεων, με άμεση εικόνα του κλίματος, των προσδοκιών και τελικά των αυταπατών του κυβερνητικού κέντρου. Η αποτύπωση αυτών των συμπερασμάτων με πολιτική και θεωρητική εντιμότητα είναι, όπως θα δούμε, πολλαπλά χρήσιμη. Σημειώνουμε εξαρχής ότι οι θεωρητικές αναφορές του Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ είναι μετακεϋνσιανές, με επιρροές από τη «θεσμική» σχολή όπου ανήκε ο πατέρας του, ο πολύ γνωστός οικονομολόγος Τζον Κέννεθ Γκάλμπρεϊθ (John Kenneth Galbraith). Οι επιρροές αυτές είναι εμφανείς και στο βιβλίο του, ενώ θέτουν και σχετικά όρια στη σκέψη του.
Το βιβλίο αποτελείται από μία εισαγωγή που ακολουθείται από την παράθεση κειμένων με χρονολογική σειρά. Αποτυπώνεται έτσι ανάγλυφα και η πορεία της σκέψης του Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ σε όλο το πρώτο εξάμηνο της «διαπραγμάτευσης» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Στην αρχή του βιβλίου,[2] ο Γκάλμπρεϊθ παραθέτει την άποψή του για κρίση της ΟΝΕ στο πλαίσιο της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Μία κρίση της ΟΝΕ που οφείλεται αφενός στη διεύρυνση της οικονομικής απόκλισης των πλεονασματικών βόρειων χωρών (και ειδικά της Γερμανίας) από τις ελλειμματικές νότιες και αφετέρου στην ταυτόχρονη απουσία ενιαίου κεντρικού πολιτικού «κρατικού»-«ομοσπονδιακού» μηχανισμού ανακύκλωσης αυτών των πλεονασμάτων, με ταυτόχρονη ενίσχυση των ελλειμματικών χωρών, για να μετριάζονται πολιτικά οι οικονομικές αποκλίσεις. Πρόκειται για μία διαπίστωση κοινή σε οικονομολόγους διαφορετικών απόψεων· το θέμα είναι τι πρόταση επιλέγει καθένας για να την αντιμετωπίσει. Ο Γκάλμπρεϊθ, δέσμιος των κεϋνσιανών του αναφορών, αρχικά επιλέγει την πολιτική «ομοσπονδιακή» λύση. Αποδίδει το πρόβλημα σε έλλειψη «πολιτικής» βούλησης των ηγετών της Ε.Ε. και σε συμπαιγνία των τριών γάλλων που βρέθηκαν σε καίρια πόστα σε κρίσιμες στιγμές (Στρος-Καν και Λαγκάρντ στο ΔΝΤ, Τρισέ στην ΕΚΤ), οι οποίοι έδρασαν με γνώμονα την υπεράσπιση του συμφέροντος των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών.
Η κριτική του περιορίζεται εν πολλοίς σε πρόσωπα: είτε «δειλών» πολιτικών που δεν συγκρούονται με την κοινή γνώμη των χωρών τους, είτε «τεχνοκρατών» που επιμένουν σε λανθασμένες συνταγές υπερασπιζόμενοι τη θέση τους και την αξιοπιστία των εργοδοτών τους. Και στο πλαίσιο αυτό, το βιβλίο είναι γεμάτο από εκκλήσεις και αυταπάτες για «πολιτική» λύση με έμφαση στον ρόλο που μπορεί να παίξει ειδικά η καγκελάριος Μέρκελ… Καμία ανάλυση γιατί τελικά οι Γερμανοί επιμένουν σε αυτές τις πολιτικές -παρότι αναφέρεται ότι κερδίζουν οικονομικά από αυτές-, παρά μόνο αφηρημένες επικλήσεις στη «λογική» του ηγεμόνα που, υποτίθεται, δεν λειτουργεί ηγεμονικά. Εξ ου και επιμένει στη δυνατότητα «λογικών» διαπραγματεύσεων και θεωρεί (συμφωνώντας με τις γνωστές δηλώσεις Βαρουφάκη την ίδια περίοδο) ότι το 70% του μνημονίου είναι αποδεκτό από τη νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επειδή έχει «λογικές» μεταρρυθμίσεις.[3] Οριοθετεί τη διαφωνία στα ζητήματα της αναδιάρθρωσης του χρέους (συμπλέοντας με τις απόψεις ΗΠΑ-ΔΝΤ), της διάσωσης των τραπεζών, το «λελογισμένο» προχώρημα ιδιωτικοποιήσεων (τις οποίες λέει ευθέως ότι η κυβέρνηση δεν αρνείται εν γένει) και την υιοθέτηση ηπιότερης λιτότητας και μέτρων αντιμετώπισης των ακραίων ανισοτήτων (επίσης συμπλέοντας με την περισσότερο νεοκεϋνσιανή γενική γραμμή των ΗΠΑ έναντι της Ε.Ε.[4] Μέχρις εδώ τίποτα νεότερο πέρα από τη γενική γραμμή που κατ’ εξακολούθηση εκφωνούσε το κυβερνητικό κέντρο του ΣΥΡΙΖΑ σε όλο το εξάμηνο της «έντιμης» διαπραγμάτευσης. Από όλα αυτά είναι άλλωστε φανερό ότι Βαρουφάκης και Γκάλμπρεϊθ έπαιξαν ρόλο στην οικοδόμηση αυτής της αφήγησης, δεν την εκφωνούσαν απλώς.
Στο πλαίσιο της αρχικής τοποθέτησής του, διατυπώνεται και η ξεκάθαρη άποψη για συμμαχία και στήριξη από τις ΗΠΑ στην αντιπαράθεση με την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία. Αυτό φαίνεται στη δημόσια αρθογραφία του από αρκετά νωρίς την περίοδο εκείνη. Παραθέτει π.χ. κοινό άρθρο με τον Γιάνη Βαρουφάκη τον Ιούνη του 2013, με τον εύγλωττο τίτλο «Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιστρατεύεται τα αμερικάνικα συμφέροντα»[5] όπου καθησυχάζει λέγοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προσβλέπει σε έξοδο από την ευρωζώνη ή το ΝΑΤΟ. Επίσης, σε άλλο άρθρο, τον Φλεβάρη του 2015, με τίτλο «Η Αμερική πρέπει να σταθεί στο πλευρό της Ελλάδας»,[6] παρακινεί τις ΗΠΑ να βοηθήσουν. Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η δημοσίευση στο βιβλίο της αλληλογραφίας του, με εμπιστευτικά e-mail, προς την Σάρα Ράσκιν, αναπληρώτρια υπουργό οικονομικών των ΗΠΑ και φίλη του, όπου πέρα από το ότι ζητά τη βοήθεια των ΗΠΑ, διατυπώνει ευθέως τις φιλοαμερικανικές διαθέσεις (και αυταπάτες!) του κυβερνητικού επιτελείου: «Υπάρχει επίσης εδώ (στο Υπουργείο) η αίσθηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι πολυτιμότεροι σύμμαχοι της Ελλάδας λόγω της σύγκλισης συμφερόντων και ότι το ΔΝΤ είναι ενδεχομένως ο δεύτερος πολυτιμότερος σύμμαχος, εν μέρει λόγω της επιρροής που ασκούν σε αυτό οι ΗΠΑ και το Κογκρέσσο» (σ. 86-87). Πρόκειται για μια θέση που διατύπωσε και δημόσια αρχές Ιουλίου του 2015 σε άρθρο με τίτλο «Εννέα μύθοι για το ελληνικό δημοψήφισμα».[7] Εκεί, για να ανασκευάσει τον μύθο ότι η ελληνική κυβέρνηση θέτει σε κίνδυνο τη συμμαχία με την Αμερική, λέει ευθέως: «Η αλήθεια είναι ότι η στάση της Αριστεράς έχει αλλάξει, εν μέρει λόγω της εμπειρίας με τους Γερμανούς. Αυτή η κυβέρνηση είναι φιλοαμερικανική και παραμένει αταλάντευτα μέλος του ΝΑΤΟ». Περαιτέρω λόγια περιττεύουν, προφανώς. Μάλιστα, αυτή η υπέρμετρη πεποίθηση για τη «σύγκλιση συμφερόντων» με τις ΗΠΑ οδηγεί τόσο τον Γκάλμπρεϊθ όσο και το υπουργικό επιτελείο να διαβάσει λαθεμένα την ψυχρή αντιμετώπιση από τους τοπικούς εκπροσώπους της πρεσβείας και απεσταλμένους του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ. Αντί να καταλάβουν ότι δεν είναι έτσι, ερμηνεύουν αυτή την ψυχρότητα είτε ως «τεστ» απέναντι στη νέα κυβέρνηση ή ως τοποθέτηση «εκτός γραμμής σε σχέση με τη δήλωση του προέδρου Ομπάμα» (σ. 87)!
Η σκέψη και οι απόψεις του Γκάλμπρεϊθ φαίνεται ότι αρχίζουν σιγά σιγά να κλυδωνίζονται λίγο μετά τη γνωστή συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, μετά τον πρώτο εκβιασμό των δανειστών. Στη δημόσια αρθρογραφία του αμέσως μετά τη συμφωνία τήν υπερασπίζεται εντελώς απολογητικά, με τα επιχειρήματα που είχε τότε το κυβερνητικό κέντρο ότι κερδήθηκε χρόνος για να εφαρμοστεί το κυβερνητικό πρόγραμμα, ότι ήταν αναγκαίος συμβιβασμός κλπ. Μόνο σε ένα άρθρο (διόλου τυχαία σε αμερικάνικη εφημερίδα, την Boston Globe τον Φλεβάρη του 2015)[8] διατυπώνει για πρώτη φορά πιο απαισιόδοξη εκτίμηση και ζητά δημόσια τη βοήθεια των ΗΠΑ. Εκεί επίσης πρώτη φορά κάνει έμμεσο, αλλά σαφή, υπαινιγμό για διερεύνηση της εξόδου από το ευρώ, ζητώντας από τις ΗΠΑ να είναι έτοιμες να προχωρήσουν σε ειδική σύμβαση ανταλλαγής συναλλάγματος «αν χρειαστεί» προκειμένου να βοηθηθεί «η σύμμαχος μας στο ΝΑΤΟ» Ελλάδα (σ. 95). Την ίδια περίοδο, στις 18 Μάρτη 2015, γράφει και ένα άρθρο που μιλά ξεκάθαρα για δύο δυνατούς δρόμους: είτε χρηματοδοτική «γέφυρα», χρόνο στις διαπραγματεύσεις και συμβιβαστική συμφωνία επωφελή και για τις δύο πλευρές· είτε ρήξη, με την τελική απόφαση να είναι πρακτικά στα χέρια της Μέρκελ. Αυτό το άρθρο δεν δημοσιεύτηκε τότε.[9]
Μόλις ένα μήνα μετά λοιπόν, αν και ταλαντεύεται διαρκώς πιστεύοντας ότι έστω την ύστατη στιγμή θα επικρατήσει κάποια «πολιτική» λύση, δείχνει ότι πλέον συνειδητοποιεί το αδιέξοδο. Έχει συνείδηση πλέον ότι υπάρχει και ανοιχτά συμβιβαστική τάση εντός του κυβερνητικού κέντρου που ελέγχει πλήρως την «ομάδα των Βρυξελλών», την κυβερνητική ομάδα που εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες για τον χειρισμό των τεχνικών διαπραγματεύσεων. Όπως αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου, με επικεφαλής τον σημερινό αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη, αυτή η ομάδα συχνά παρέκαμπτε τον ίδιο τον υπουργό (σ. 29). Η πορεία των πραγμάτων προφανώς επιβεβαίωσε εκείνες τις εκτιμήσεις, τις οποίες διατύπωσε δημόσια σε άρθρο την 1η Ιούλη.[10] Η αναφορά είναι αποκαλυπτική των αυταπατών περί δυνητικών «συμμαχιών» που είχε αυτή η τάση: «Υπάρχουν πρόσωπα με επιρροή δίπλα στον Τσίπρα που δεν τις πίστευαν [σ.σ. τις εκτιμήσεις για εχθρότητα και δυσπιστία των δυνητικών «συμμάχων»]. Υπάρχουν άλλοι που είχαν την αίσθηση ότι, στο τέλος, η Ελλάδα θα έπαιρνε αυτό που μπορούσε να πάρει. Έτσι, ο Τσίπρας υιοθέτησε μία πολιτική υποχωρήσεων. Άφησε τη συμβιβαστική ομάδα να διαπραγματευτεί. Και όταν εκείνοι επέστρεφαν με συνεχείς παραχωρήσεις, συνοφρυωνόταν και συμφωνούσε» (σ. 199-200).
Από τα τέλη Απριλίου μετασχηματίζει σταδιακά τον λόγο του αρχίζοντας να αναβαθμίζει δημοσίως το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους. Κυρίως, όμως, να θέτει πια ευθέως, στην μεταξύ τους αλληλογραφία με τον Γιάνη Βαρουφάκη που δημοσιεύεται πλέον στο βιβλίο, το ζήτημα των εναλλακτικών δυνατοτήτων. Δημοσιεύει δύο σημαντικά mail του στον Βαρουφάκη: ένα στις 3 Μάη[11] και ένα στις 10 Μάη 2015.[12] Στο πρώτο εκθέτει πλέον σαφώς την εκτίμηση ότι «δεν υπάρχει προοπτική για ανάπτυξη εντός των υφιστάμενων οικονομικών δομών της Ευρωζώνης. Δεν υπάρχει επίσης καμία προοπτική να επιτύχεις αλλαγή αυτών των δομών» (σ. 128). Και συνεχίζει, προβλέποντας την εξέλιξη των πραγμάτων, εκτιμώντας ότι οι Ευρωπαίοι δεν διαπραγματεύονται ουσιαστικά, αλλά αφήνουν τον χρόνο να κυλά υπέρ τους ώστε πλέον τον Ιούνιο, εν όψει πιθανής χρεοκοπίας, να ζητήσουν υποταγή και υπογραφή ταπεινωτικής συμφωνίας. Για τον λόγο αυτό θέτει το ζήτημα να εξεταστεί σοβαρά η έξοδος από το ευρώ. Αναφέρει τα πλεονεκτήματα (όφελος σε όσους έχουν ιδιωτικά χρέη, απεμπλοκή από το βραχνά του δημόσιου χρέους με αναγκαία στάση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, σοβαρό ενδεχόμενο βελτίωσης των δημόσιων εσόδων, ειδικά αν γενικευτούν οι ηλεκτρονικές πληρωμές, άνοδος της κτηματαγοράς, υποκατάσταση εισαγωγών και βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – όχι όσο εύκολα λέγεται πάντως, προβλέπει σχετική βελτίωση επειδή κλάδοι όπως ο τουρισμός ήδη απασχολούν το σύνολο σχεδόν των βραχυπρόθεσμων παραγωγικών δυνατοτήτων τους και δεν θα έχουν άμεση αύξηση όγκου συναλλαγών). Αναγνωρίζει την ανάγκη να μπουν έλεγχοι κεφαλαίων, αλλά και ότι η εισροή κεφαλαίων για την στήριξη της ισοτιμίας του νομίσματος δεν είναι καθόλου σίγουρη.
Και στο πλαίσιο αυτό, εφόσον εκτιμά ότι η Ε.Ε. δεν θα συναινέσει για λόγους παραδειγματισμού, παραμένει υποστηρικτής της άποψης για συνεργασία με τις ΗΠΑ ώστε να γίνει ευκολότερα η μετάβαση. Θεωρεί (και ορθά) την άποψη του μακροοικονομικά «συντηρητική», μιας που ο ίδιος παραμένει δέσμιος μετριοπαθών κεϋνσιανών επιλογών, και υποστηρίζει την ανάγκη «μισθολογικής πειθαρχίας» για να μην ξεφύγει ο πληθωρισμός, γνωρίζοντας ότι αυτό που προτείνει είναι απλώς πολιτική «ελαφρώς πιο επεκτατική από την τρέχουσα πολιτική, και επομένως θα έχει ελαφρώς καλύτερα αποτελέσματα» (σ. 133). Συντηρητικές είναι και οι αναπτυξιακές επιλογές που προτείνει για μία Ελλάδα εκτός ευρώ που θα στηριχθεί πάνω κάτω στην υπάρχουσα παραγωγική δομή στηρίζοντας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κυρίως των υπηρεσιών (τουρισμός, υπηρεσίες υγείας ειδικά σε ξένους συνταξιούχους, εκπαίδευσης στα Βαλκάνια κ.λπ.), θεωρώντας ότι η θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια οικονομία δεν μπορεί να αλλάξει όχι μόνο σε κλίμακα, αλλά ούτε ως προς τη σύνθεση παραγωγικών δραστηριοτήτων (σ. 134-137). Στο δεύτερο e-mail επαναδιατυπώνει την εκτίμηση περί εξώθησης της ελληνικής οικονομίας σε ασφυξία τον Ιούλιο, ώστε να τεθεί από τους δανειστές εκβιαστικά το δίλημμα μνημόνιο ή χρεοκοπία και προτρέπει τον Βαρουφάκη να αποστασιοποιηθεί από τις διαπραγματεύσεις της συμβιβαστικής ομάδας των Βρυξελλών και να αρχίσει να προετοιμάζει εναλλακτική πρόταση για εκείνη τη στιγμή (σ. 139-140).
Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα αναφέρει πλέον στον δημόσιο λόγο του ρητά ως πιθανές εκβάσεις είτε την πτώση της κυβέρνησης, είτε έναν αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό, ή την εξέταση εναλλακτικών δυνατοτήτων που περιλαμβάνουν και την έξοδο από το ευρώ, δείχνοντας σαφώς την απαισιοδοξία του για την πιθανότητα καλής συμφωνίας. Όπως ορθά το συμπυκνώνει στις 2 Ιουνίου σε φόρουμ συζήτησης στη Royal Bank του Βελγίου «δεν υπάρχει νομίζω αμφιβολία ότι οι περιορισμοί και η αδιαλλαξία της ευρωπαϊκής πλευράς είναι ασυγκρίτως μεγαλύτεροι από ό,τι στην ελληνική πλευρά. Είναι ολοφάνερα ζήτημα ισχύος. Είναι ζήτημα επιβολής κυριαρχίας» (σ. 159). Την ίδια στιγμή κάνει ακόμα κάποιες ολοφάνερα λαθεμένες εκτιμήσεις, τις οποίες έντιμα δημοσιεύει στο βιβλίο. Κι αν η λανθασμένη εκτίμηση ότι η μειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αντιδράσει υπό την πίεση της απειλής να πέσει η κυβέρνηση είναι μικρότερης σημασίας, η εκτίμηση ότι υπάρχει έστω και μικρή πιθανότητα η ΕΚΤ να αποδεχτεί τη λογική της χρεοκοπίας εντός ευρώ και κυκλοφορίας IOUs, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράλληλο νόμισμα, είναι δείκτης των αντιφάσεών που οδήγησαν και στις τότε γνωστές παλινωδίες Βαρουφάκη. Πολύ περισσότερο, ολοφάνερα λαθεμένη είναι η αποτίμηση τόσο του ίδιου όσο και του Γιάνη Βαρουφάκη για τη συνάντηση με τον Σόϊμπλε αρχές Ιούνη (σ. 177-180). Ενώ πλέον ο Σόϊμπλε εμφανώς τους δείχνει σημάδια ότι πρακτικά δεν διαπραγματεύεται, ούτε καν συμβολικά όπως πριν, μαζί τους (εκτιμώντας ότι είναι ήδη «πολιτικά» καμένοι;) αυτοί ερμηνεύουν τη στάση του ως «παραίτηση» επειδή ηττήθηκε η γραμμή του να πεταχτεί η Ελλάδα εκτός ευρώ και κυριάρχησε αυτή της Μέρκελ! Παροιμιωδώς λαθεμένη ανάγνωση των συσχετισμών δύναμης…
Το πιο σημαντικό μέρος του βιβλίου όμως είναι η αναφορά των σκέψεων που ο ίδιος και το επιτελείο που χρεώθηκε την επεξεργασία ενός εκτάκτου «Σχεδίου Β» (ή «Ζ» όπως το έλεγαν), έκαναν για έξοδο από το ευρώ μόνο αν η Ελλάδα εξωθηθεί σε αυτή, σχέδιο που ολοκληρώθηκε περίπου στις αρχές Μαΐου. Ένα σχέδιο που ποτέ δεν συζητήθηκε με τον Τσίπρα, ο οποίος κυριολεκτικά το έθαψε. Το πιο ενδιαφέρον δεν είναι η συμπυκνωμένη αναφορά στο παράρτημα του βιβλίου, που απέκτησε τόση δημοσιότητα όταν αυτό εκδόθηκε. Το πιο ενδιαφέρον είναι ένα σχετικά αναλυτικό εμπιστευτικό μήνυμα στον Βαρουφάκη στις 10 Ιουλίου, όπου αναπτύσσει διάφορες σκέψεις με αφορμή δημόσιες δηλώσεις του Βαρουφάκη περί του ανέφικτου της εξόδου, στις οποίες ασκεί κριτική. Εκεί λέει πλέον ότι θεωρεί τα πορίσματα της ομάδας τον Μάιο, για τους κινδύνους της μετάβασης σε νέο νόμισμα και τις πραγματικές δυνατότητες που δίνει μία έξοδος από το ευρώ, ως πιο απαισιόδοξα. Και αναφέρεται κάπως αναλυτικά στα βασικά θέματα που προκύπτουν: ανάγκη ελέγχων κεφαλαίων, ανάγκη εθνικοποίησης τραπεζών και της Τράπεζας της Ελλάδος -ή, αν τεθούν νομικά εμπόδια από την ΕΚΤ, άμεση χρεοκοπία της ΤτΕ και ίδρυση νέας κεντρικής τράπεζας-, ανάγκη ρευστότητας για την ευστάθεια του ταμειακού συστήματος και της ισοτιμίας. Σε αυτό το κομμάτι προτείνει ενδιαφέρουσες λύσεις, όπως: α) τον έλεγχο κεφαλαίων και το όριο αναλήψεων κατά τη μετάβαση, β) το σφράγισμα του περίφημου αποθέματος των 19 δις χαρτονομισμάτων ευρώ που διαθέτει η Τράπεζα της Ελλάδος στο Νομισματοκοπείο, και τη χρήση τους ως «νέας δραχμής» για τις εντός Ελλάδας συναλλαγές κατά την αναγκαία περίοδο μετατροπής των εγκλωβισμένων ευρώ των λογαριασμών των τραπεζών σε δραχμές με αρχική ισοτιμία 1 προς 1 (που θα υποτιμηθούν), γ) τη γενίκευση των ηλεκτρονικών πληρωμών για τη μείωση των αναγκών σε ρευστότητα και τον κομβικό ρόλο του κράτους σε αυτό (στην πληρωμή φόρων, μισθών κ.λπ.), δ) την εθνικοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος, που τώρα είναι πρακτικά υποκατάστημα της ΕΚΤ, με τον πιο πρόσφορο νομικά τρόπο (απόφαση στο Δ.Σ. ή ίδρυση νέας ΤτΕ), ε) την εθνικοποίηση των εμπορικών τραπεζών. Τα σφραγισμένα «ευρώ Ελλάδος» (που θα είναι εντελώς άχρηστα πλέον ως ευρώ εκτός Ελλάδας, και ισοδύναμα με τη νέα δραχμή, οπότε και δεν θα υπάρχει κίνητρο να αποσυρθούν από την κυκλοφορία και να καταλήξουν στο εξωτερικό ή σε στρώματα) μπορούν να αντιμετωπίσουν έτσι το άμεσο πρόβλημα ρευστότητας, ειδικά εφόσον χρησιμοποιηθούν από το κράτος για μισθούς και δαπάνες και αναγνωριστούν ως μέσο πληρωμής φόρων.
Διευκρινίζουμε ότι δεν συμφωνούμε με την πολιτική λογική του Γκάλμπρεϊθ και βασικές τεχνικές απολήξεις που απορρέουν από αυτήν, και θεωρούμε ότι παρότι βρίσκεται φαινομενικά «στα μέσα του δρόμου», ουσιαστικά απέχει από μία ριζοσπαστική φιλολαϊκή λύση. Δέσμιος των κεϋνσιανών απόψεών του και του πολιτικού «ρεαλισμού», δεν βλέπει άλλες λύσεις παρά, όπως είπαμε, την στήριξη στις ΗΠΑ, τη σταδιακή επιστροφή των τραπεζών στον ιδιωτικό τομέα, την αναπτυξιακή προοπτική της Ελλάδας ως χώρας υπηρεσιών και τη διατήρηση των μισθών σε χαμηλό επίπεδο χωρίς «πληθωριστικές» αυξήσεις. Όμως η σταδιακή μεταστροφή του από την εμπειρία στο κυβερνητικό επιτελείο είναι χρήσιμη και πολιτικά διδακτική. Αξίζει η εμπειρία αυτή να μελετηθεί και να εξεταστεί η αξιοποίηση ιδεών που αναπτύσσει για πρακτικά ζητήματα (ρευστότητα κατά τη μετάβαση κ.λπ.).
Πιο σημαντικό ακόμα είναι να αναδειχθεί η αρκετά έντιμη παραδοχή που κάνει ο Γκάλμπρεϊθ αποτιμώντας την εμπειρία του μνημονιακού συμβιβασμού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (σε αντίθεση με το συνοδοιπόρο του Γιάνη Βαρουφάκη που παραμένει δέσμιος του ευρωπαϊσμού του, αλλά αυτό είναι θέμα επόμενου σημειώματος). Αναγνωρίζει πλέον ότι η φιλοευρωπαϊκή Αριστερά απέτυχε και πλέον «το μέλλον βρίσκεται στα χέρια των αντιευρωπαϊκών κομμάτων» (σ. 226). Αυτό το μέλλον ήδη εκφράζεται στην Ευρώπη από (ακρο)δεξιές και αυταρχικές φωνές (που είναι και αστικές-εθνικιστικές, θα προσθέταμε εμείς). Το ζήτημα λοιπόν είναι, όπως ορθά και ρητά αναγνωρίζει ο Γκάλμπρεϊθ, αν θα υπάρξει και πόλος από την αριστερά που θα διεκδικήσει την έξοδο από το ευρώ και τη φυλακή των ευρωενωσιακού νεοφιλελευθερισμού, προτάσσοντας ριζοσπαστικές, φιλολαϊκές, δημοκρατικές λύσεις. Σε αυτό το δίλημμα καλούμαστε να απαντήσουμε από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής αριστεράς, με ταξικό πρόσημο και φυσιογνωμία. Τουλάχιστον όσοι και όσες έχουμε βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα για την τραγωδία της μνημονιακής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ και τα θλιβερά όρια του κοσμοπολιτισμού που ακόμα κυριαρχεί στην πλειοψηφία της ευρωπαϊκής Αριστεράς.
[1] James K. Galbraith, Καλώς όρισες στη μαρτυρική αρένα: Μαρτυρία μιας Ευρώπης που, καταστρέφοντας την Ελλάδα, αυτο-καταστρέφεται, μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Παττάκης, Αθήνα 2016.
[2] Βλ. ενδεικτικά σ. 15-16 και 45-51.
[3] Ενδεικτικό επ’ αυτού είναι το άρθρο του στην Καθημερινή τον Φλεβάρη του 2015, σ. 91.
[5] Βλ. σ. 68-72.
[6] Βλ. σ. 93-95.
[7] Βλ. σ. 204-209.
[8] Βλ. σ. 93-95.
[9] Βλ. «Το πολιτικό επίπεδο», σ. 109-112.
[10] Βλ. σ. 199-200.
[11] Στο βιβλίο του δίνει τον τίτλο «Μακροπρόθεσμη στρατηγική μέσα από ρεαλιστικό πρίσμα», σ. 127-137.
[12] Στο βιβλίο του δίνει τον τίτλο «Στρατηγικές επιλογές», σ. 138-141.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ