Το 2011 βρήκε όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να αγκομαχούν κάτω από το βάρος μιας κρίσης, που τώρα φαίνεται ότι έχει πολύ σοβαρές πιθανότητες να βαθύνει. Μόνο η Γερμανία φαίνεται να έχει κρατηθεί έξω από αυτήν. Έτσι το τρέχον σχέδιο για την έξοδο από την κρίση –και για την Ελλάδα και για τις ΗΠΑ– είναι το σχέδιο που ακολούθησε «με επιτυχία» η Γερμανία, δηλαδή λιτότητα και ανάπτυξη μέσω εξαγωγών. Πέρα από το ερώτημα αν αυτό είναι όντως ένα βιώσιμο για το κεφάλαιο σχέδιο (δεν μπορούν όλοι να εξάγουν• πρέπει και κάποιοι να εισάγουν!) υπάρχει και το ερώτημα του κατά πόσο η Γερμανία έχει παίξει αυτό το παιχνίδι βάσει σχεδίου και κατά πόσο αυτό έχει μακροπρόθεσμη επιτυχία.
Είναι η Γερμανία υπόδειγμα καπιταλιστικού παραδείσου;
Αυθόρμητη απάντηση: Μα φυσικά! Τι μεγαλύτερη απόδειξη χρειάζεται από το γεγονός ότι τα ομόλογα και τα CDS όλων των χωρών της Ε.Ε. (συμπεριλαμβανόμενης της Γαλλίας) μετριούνται με το spread, δηλαδή τη διαφορά του επιτοκίου τους σε σχέση με το Γερμανικό: οι «αγορές» μετράνε με βάση τη Γερμανία!
Είναι πλέον κοινός τόπος ότι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει η ευρωζώνη είναι να γίνει μια μεγάλη Γερμανία (αφού πρώτα πετάξει έξω τα PIIGS ή τα κάνει ειδικές οικονομικές ζώνες με μειωμένη κυριαρχία). Μια Ευρώπη κατ’ εικόνα της Γερμανίας θα ήταν, λένε, «υπεύθυνη, παραγωγική, συνετή και ανταγωνιστική».
Κι όμως• παρά τη (συγκυριακή) οικονομική υπεροχή και, επομένως, την πολιτική ισχύ, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός (και μαζί του και οι Ευρωπαϊκοί, για δικούς τους λόγους ο καθένας), εκτός από την ξεκάθαρα ιδεολογική και τιμωρητική στάση που έχει απέναντι στην Ελλάδα και τα άλλα PIIGS, δεν κατάφερε να αποφασίσει από την αρχή (πόσο μάλλον να επιβάλλει) μια καθαρή λύση για το πρόβλημα του χρέους. Πολιτικά ο δεξιός κυβερνητικός συνασπισμός της Μέρκελ διαρκώς κλυδωνίζεται, ενώ δημοσκοπικά ενισχύονται οι σοσιαλδημοκράτες και οι πράσινοι (που μόνο κοσμητικές διαφορές έχουν από τους χριστιανοδημοκράτες). Το πολιτικό αποτέλεσμα είναι μια «κακοφωνία» σε Ευρωπαϊκό επίπεδο (που έχει και το πρόσθετο κακό επακόλουθο να δυσαρεστούνται και να απογοητεύονται οι ντόπιοι Ευρωπαϊστές, δεξιοί και «αριστεροί»).
Εκτός από τις λαϊκές αντιδράσεις (και το φόβο τους) υπάρχει κι ένας άλλος λόγος για αυτό το «κενό ηγεσίας», την «έλλειψη Ευρωπαϊκού οράματος». Σε επίπεδο συσχετισμού δυνάμεων, το ΑΕΠ της Γερμανίας είναι μόνο λίγο μεγαλύτερο από της Γαλλίας και απλώς περίπου το ένα τέταρτο του συνολικού ΑΕΠ της ευρωζώνης. Δεν υπάρχει δηλαδή με καθαρά ποσοτικούς οικονομικούς όρους ξεκάθαρη διαφορά. Σε ένα πιο θεμελιακό επίπεδο, το υπόδειγμα για τη συσσώρευση που προσφέρει η Γερμανία καθαυτό είναι τουλάχιστον αντιφατικό: μπορεί στη Γερμανία να έχουν την έδρα τους μερικές από τις πιο παραγωγικές σε διεθνές επίπεδο βιομηχανίες, μπορεί η Γερμανία να είναι η μία από τις τρεις χώρες της Ε.Ε. που αύξησαν το ποσοστό τους στις παγκόσμιες εξαγωγές, όμως το τεράστιο πλεόνασμα στο ισοζύγιο της χώρας δεν είναι αποτέλεσμα της «ανταγωνιστικότητας» του γερμανικού κεφαλαίου στο σύνολό του.
Πράγματι, η παραγωγικότητα της εργασίας (ΑΕΠ ανά ώρα ανά εργαζόμενο) στη Γερμανία είναι μικρότερη από της Γαλλίας και του Βελγίου. Όχι μόνο αυτό• η γερμανική παραγωγικότητα τα τελευταία χρόνια δεν αυξήθηκε (όπως λ.χ. της Ελλάδας), αλλά έμεινε κολλημένη στον μέσο Ευρωπαϊκό όρο. Επιπλέον, για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου από την εισαγωγή του ευρώ και μετά η Γερμανία ήταν μάλλον βαρίδι για την ευρωζώνη παρά η ατμομηχανή: την δεκαετία του 2000, το ΑΕΠ αυξήθηκε στην Ευρώπη των 27 κατά 16,4%, στην ευρωζώνη κατά 14,3% και στη Γερμανία κατά 8,7%. Σαν να μην έφτανε αυτό, η «συνετή» Γερμανία, στο διάστημα από το 2002 ως και το 2005 συστηματικά παραβίαζε το όριο του 3% του Μάαστριχτ για το δημοσιονομικό της έλλειμμα.
Και τότε σε τι οφείλονται τα κτηνώδη πλεονάσματά της και η συνακόλουθη πολιτική ισχύς της; Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός είχε την κολοσσιαία τύχη –και την τακτική ετοιμότητα να την εκμεταλλευτεί– της ιστορικής συγκυρίας. Σε καμιά άλλη χώρα της Δύσης δεν δόθηκε τόσο πολύ και δωρεάν κεφάλαιο όσο στη Γερμανία με την επανένωσή της. Τα οφέλη ήταν τεράστια, όχι μόνο σε καθαρά χρηματικούς όρους (η ιδιωτικοποίηση της Ανατολικής Γερμανίας από μια ιδιωτική εταιρεία-«όχημα ειδικού σκοπού», ήταν μάλλον η μεγαλύτερη λεηλασία της Ιστορίας, τόσο πετυχημένη που τώρα προτείνεται ως μοντέλο για την ελληνική λεηλασία), αλλά εξίσου σημαντικά και σε πολιτικούς. Η άφθονη, φθηνή και ειδικευμένη ανατολική εργασία έδρασε κυρίως σαν ένας τεράστιος μοχλός υποταγής της δυτικής εργασίας. Το εργατικό κόστος στη Γερμανία συμπιέστηκε σε βαθμό που σήμερα ακόμα είναι μικρότερο από όσο ήταν το 1999.
Παρά την ευνοϊκή αυτή συγκυρία, για αρκετά χρόνια η Γερμανία δεν κατάφερε να επιδείξει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης: η συμπίεση σε τέτοιο βαθμό του εργατικού μισθού σήμαινε μικρή ανάπτυξη για την εσωτερική γερμανική αγορά, χωρίς οι εξαγωγές να αυξάνονται τόσο γρήγορα που να αντισταθμίζουν αυτήν την ύφεση (οι γερμανικές κυβερνήσεις ονόμασαν την ύφεση «θυσίες του γερμανικού λαού για χάρη της επανένωσης»). Το γαλλικό ΑΕΠ σχεδόν έφτασε και παραλίγο να ξεπεράσει το γερμανικό την πρώτη περίοδο του ευρώ. Όμως η συστηματική μείωση του εργατικού εισοδήματος έδρασε για τη Γερμανία (και με βάση το γεγονός ήταν ήδη μια αναπτυγμένη βιομηχανική δύναμη μέσα στο ευρώ) σαν ένας συστηματικός μηχανισμός ενεργού υποτίμησης. Αν πάρουμε ως βάση το 1999, τότε το «γερμανικό» ευρώ το 2010 άξιζε μόλις 93 σεντς. Για σύγκριση, το «ελληνικό» ευρώ το 2010 (πάντα με βάση το 1999) ήταν στα 111 σεντς, το «γαλλικό» στα 108 και το «ιρλανδικό» στα 124. Αποτέλεσμα αυτής της συνεχούς υποτίμησης ήταν η περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών – και αντίστοιχα η
μείωση των ελληνικών (και ισπανικών, πορτογαλικών...) εξαγωγών.
Επόμενο στοιχείο ήταν ότι η εισοδηματική ανασφάλεια, η πτώση των τιμών των ακινήτων και η πτώση του επιπέδου διαβίωσης, εξανάγκασε τους γερμανούς εργαζομένους να αποταμιεύσουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους από ότι όλοι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Ταυτόχρονα, το γερμανικό κεφάλαιο δεν επανεπένδυσε τα ιδιαίτερα αυξημένα κέρδη του σε γερμανικό έδαφος. Για την ακρίβεια από το 2000 ως το 2005 οι άμεσες εγχώριες επενδύσεις μειώθηκαν: από 22% του ΑΕΠ το 2000 οι άμεσες επενδύσεις στην Γερμανία έπεσαν στο 17% το 2005, επίπεδο στο οποίο περίπου παρέμειναν μέχρι και πέρσι όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος ήταν 23%, σύμφωνα με το ΔΝΤ (βλ. διάγραμμα, όπου περιλαμβάνονται και οι προβλέψεις του ΔΝΤ για τα επόμενα λίγα χρόνια).
Με άλλα λόγια, όχι λόγω πετυχημένης μακροπρόθεσμης στρατηγικής, αλλά λόγω συγκυριακών λόγων και βραχυπρόθεσμου κυνηγιού του κέρδους, οι γερμανικές τράπεζες βρέθηκαν με αυξημένη ρευστότητα σε ισχυρό νόμισμα• αντί «πατριωτικά» να επενδύσουν τα κέρδη τους στο πάτριο έδαφος, φρόντισαν να τα εξαγάγουν ως φτηνά δάνεια όπου γης (και όπου υψηλές αποδόσεις). Ένα τμήμα αυτών των κεφαλαίων πήγε σε επενδύσεις παγίων σε γερμανικές πολυεθνικές στην ανατολική Ευρώπη και την Κίνα, ένα άλλο τμήμα ήρθε στην Ελλάδα, ένα μεγαλύτερο τμήμα τους πήγε σε δάνεια στην Ισπανία, στα subrime στεγαστικά των ΗΠΑ κ.λπ. Οι μακροπρόθεσμες πιθανότητες απόδοσης αυτών των κεφαλαίων, λόγω της τυχοδιωκτικής, αρπακτικής μορφής τους, είναι τρομερά αμφισβητήσιμες• ο ιδρώτας των γερμανών εργαζομένων έγινε τμήμα της παγκόσμιας φούσκας και κινδυνεύει να εξανεμιστεί. Όμως, δεδομένου ότι το πλεόνασμα εξωτερικού εμπορίου περιλαμβάνει τόσο τις εξαγωγές εμπορευμάτων όσο και τις εξαγωγές κεφαλαίου, όλα αυτά τα δάνεια προσμετρώνται στο (και αυξάνουν το) κολοσσιαίο πλεόνασμα της Γερμανίας, το οποίο επομένως δεν είναι αποτέλεσμα «ανταγωνιστικότητας», αλλά αδυναμίας του κεφαλαίου να εκπληρώσει τον δομικό ρόλο του: η Γερμανία όχι μόνο δεν είναι ανταγωνιστική, αλλά αντίθετα, η επένδυση εκεί απλώς δεν είναι συμφέρουσα. Αυτό λέγεται υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Είναι κάπως ειρωνικό ότι και τέτοιο συμβαίνει στο ίδιο το γερμανικό κεφάλαιο (Das Kapital).
Έχει το κεφάλαιο στρατηγική;
Το κεφάλαιο, εγκλωβισμένο στη συνθήκη ύπαρξής του, τον ανταγωνισμό με άλλα κεφάλαια για την απόσπαση υπεραξίας, δεν έχει την πολυτέλεια άλλης στρατηγικής από το άμεσο, βραχυπρόθεσμο κέρδος. Κανένας κεφαλαιοκράτης δεν θα κάνει μόνο «μακροπρόθεσμες» επενδύσεις. Όχι ότι αυτές δεν υπάρχουν• αποτελούν όμως μόνο δευτερεύουσες πλευρές της κύριας δραστηριότητας του κεφαλαίου που είναι καταδικασμένο να υπάρχει στο τώρα, στο σήμερα. Κεφάλαιο που δεν πολλαπλασιάζεται κάθε μέρα, είναι απαξιωμένο. Γι' αυτό το κεφάλαιο χρειάζεται το πραγματικό του κόμμα, το κράτος, το οποίο, ανάλογα με την εξέλιξη της ταξικής πάλης ρυθμίζει στο εσωτερικό του έτσι τις ροές των κεφαλαίων ώστε να συνεχίσει να υφίσταται μακροπρόθεσμα η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου ως κοινωνική σχέση.
Σε συνθήκες κρίσης τόσο βαθιάς και επικίνδυνης όσο η σημερινή, το κράτος, πανικόβλητο από την προοπτική μείωσης του ποσοστού κέρδους, εγκλωβισμένο δηλαδή με τη σειρά του στις συστημικές αντιφάσεις, δεν μπορεί να εφαρμόσει άλλη στρατηγική από την άμεση επίθεση στην εργασία, ακόμα και αν αυτό σε οριακές καταστάσεις διακυβεύει την καταστροφή ή/και την μακροπρόθεσμη ακύρωση σημαντικών τμημάτων του ίδιου του κεφαλαίου. Και στην τελευταία μεγάλη κρίση του καπιταλισμού, τη δεκαετία του ’30 η πορεία ήταν παρόμοια. Η αντιμετώπιση της κρίσης ήταν στην αρχή πολιτικά λάθος: λιτότητα, μείωση της ρευστότητας με αποτέλεσμα τη συστημική κατάρρευση, τη χαώδη ανεργία, την απειλή πολιτικής αποσταθεροποίησης. Κεϋνσιανού τύπου πολιτικές αρχικά εφαρμόστηκαν στη Γερμανία από τους ναζιστές (αφού όμως πρώτα η χώρα είχε διαβεί το κατώφλι της κατάρρευσης και η επανάσταση είχε ηττηθεί) και στις ΗΠΑ αρκετά αργότερα με το «Νιου Ντιλ», κάτω από την απειλή της ανόδου του εργατικού κινήματος και την ύπαρξη της νεαρής τότε ΕΣΣΔ. Οπωσδήποτε οι πολιτικές αυτές διόρθωσαν κάπως το πρόβλημα της ανεργίας, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ήταν αρκετές για την υπέρβαση της κρίσης• αυτή τελείωσε μόνο με την κολοσσιαία καταστροφή υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου που αποτέλεσε ο πόλεμος.
Σε κάθε περίπτωση η «διαφορετική» οικονομική πολιτική, μια πολιτική που να κάνει υποχωρήσεις κάποιου είδους προς την εργασία με τη μορφή της μείωσης της ανεργίας (και που τουλάχιστον στην περίπτωση του ναζισμού δεν χρειάζεται να τονίσουμε με τι άλλο συνδυάστηκε...), δεν εφαρμόστηκε παρά μόνο κάτω από την ασφυκτική πίεση της εργασίας, άμεσα και έμμεσα. Και δεν εφαρμόστηκε παρά μόνο αφού η προηγούμενη πολιτική, η ανυποχώρητη επίθεση στην εργασία, είχε αποτύχει ριζικά.
Στην τρέχουσα συγκυρία έχουν αρχίσει να ακούγονται πλέον προτάσεις για αλλαγή πολιτικής από αριστερά (λ.χ. ευρωομόλογο κ.λπ.) και από δεξιά. Τι πιθανότητες έχουμε να δούμε τέτοιες πολιτικές να εφαρμόζονται από τις ιμπεριαλιστικές ηγεσίες και επομένως μια μικρή ελάφρυνση για τα λαϊκά στρώματα; Για όσο διάστημα ο κίνδυνος της συστημικής κατάρρευσης δεν είναι απτός και άμεσος, οι πιθανότητες είναι μηδαμινές. Όμως μακροπρόθεσμα (δηλαδή, έτσι που έχει συμπυκνωθεί ο ιστορικός χρόνος, σε βάθος μηνών), υπάρχουν αντιφάσεις που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να έχουν κατακλυσμικές συνέπειες. Η κατάσταση βρίσκεται σε ένα σημείο αλλαγής φάσης και οι προβλέψεις χάνουν την ισχύ τους. Η Γερμανία είναι αυτή τη στιγμή ο κόμβος των ιμπεριαλιστικών αντιφάσεων: ως τώρα κέρδισε από την (εν πολλοίς συγκυριακή και όχι σχεδιασμένη όπως δείξαμε) εξαγωγή των αντιφάσεων αυτών στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Η θύελλα της κρίσης χρέους την ωφελεί ξανά: η κατάρρευση των αποδόσεων στο εξωτερικό ανάγκασε το γερμανικό κεφάλαιο να «επαναπατριστεί» ξανά και, με μισή καρδιά, να επανεπενδυθεί στη Γερμανία. Αποτέλεσμα ήταν η αύξηση του γερμανικού ΑΕΠ των τελευταίων μηνών. Η σχετικά επαμφοτερίζουσα στάση της γερμανικής ηγεσίας το τελευταίο διάστημα οφείλεται σε αυτό ακριβώς το γύρισμα: η όξυνση της κρίσης σημαίνει αύξηση των άμεσων επενδύσεων στη Γερμανία, ενώ η σχετική πτώση του ευρώ ως προς το δολάριο δίνει φτερά στις γερμανικές εξαγωγές εκτός ευρωζώνης. Εντούτοις πρόκειται για στοίχημα με το χρόνο. Η κρίση και η αποσταθεροποίηση της ευρωζώνης κάποια στιγμή θα απογυμνώσει το γερμανικό κεφάλαιο από τη λάμψη του, φέρνοντας στην επιφάνεια τις συστημικές αδυναμίες του. Οι υπόλοιπες άρχουσες τάξεις, σαν μικρά παιδιά με έλλειψη συγκέντρωσης, θα ψάξουν για άλλο, βραχυπρόθεσμο και αυτό, παράδειγμα. Στο μεταξύ θα ακολουθούν τυφλά τον αδιέξοδο δρόμο που δείχνει η Γερμανία, μοναδική από τις κεντρικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που δεν υποφέρει (ακόμα) από το χρέος, γυρνώντας το ιστορικό ρολόι πίσω και προσπαθώντας να αυξήσουν την απόλυτη υπεραξία αντί για τη σχετική.
Καταλύτης μιας γερμανικής αποσταθεροποίησης θα αποδειχτεί η Ελλάδα; Ή μήπως κάποια άλλη αφορμή από τις πολλές που είναι έτοιμες να εκραγούν: οι υπόλοιπες χρεωμένες Ευρωπαϊκές χώρες• η τεράστια φούσκα των εμπορευμάτων• οι Ευρωπαϊκές τράπεζες που είναι χρεοκοπημένες (η Commerzbank λ.χ. έχει μόνη της χρέη 900 δισ. ευρώ, τρεις φορές το ελληνικό δημόσιο χρέος)• οι αμερικανικές τράπεζες δεν πάνε πίσω (τα σπουδαστικά δάνεια μόνο ανέρχονται στο ποσό των 900 δισ. δολάρια)• οι υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είναι θαμμένες στο ιδιωτικό χρέος και την ανικανότητα των κεφαλαίων τους να επανεπενδύσουν παραγωγικά, η Κίνα προσπαθεί να αποφύγει μιαν ανώμαλη προσγείωση χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο ότι θα τα καταφέρει• οι υπόλοιπες Brics, εξαρτημένες από την εξαγωγή πρώτων υλών, τρέμουν την επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου• η κατάσταση στον αραβικό κόσμο, η βόμβα που είναι το Ισραήλ και οι τυχοδιωκτισμοί Τουρκίας και Ελλάδας είναι ένας πρόσθετος λόγος ανησυχίας.
Το καλό ενδεχόμενο για το κεφάλαιο αυτή τη στιγμή είναι μια μακρά περίοδος επιβράδυνσης και στασιμότητας, του τύπου της Ιαπωνίας. Είναι δύσκολο να προβλέψουμε τι θα συμβεί στο κακό σενάριο. Το βέβαιο είναι ότι «στρατηγική», με την έννοια της κατάρτισης ενός μακροπρόθεσμου (σε βάθος γενιάς) σχεδίου ούτε υπάρχει, ούτε μπορεί να αρθρωθεί (και αν μπορούσε, δεν θα υπήρχαν κρίσεις). Οι κεϊνσιανές πολιτικές ως μακροπρόθεσμο σχέδιο μπόρεσαν να αρθρωθούν με επιτυχή τρόπο από τον ιμπεριαλισμό μόνο στις πολύ ειδικές μεταπολεμικές συνθήκες: με την καθαρή στρατιωτική και οικονομική ηγεμονία των ΗΠΑ, με την απόλυτη εκκαθάριση του πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμικού από τον πόλεμο, με την πληθώρα των προπολεμικών επιστημονικών ανακαλύψεων να είναι ώριμες για εφαρμογή, με την αχανή παρθένα έκταση του τρίτου κόσμου και της ανατολικής Ασίας να είναι έτοιμη για καπιταλιστική ανάπτυξη και βέβαια με το φόβητρο του σοσιαλισμού να είναι διαρκώς παρόν. Ούτε ένα από τα παραπάνω δεν ισχύει αυτή τη στιγμή. Κανείς δεν μπορεί να σώσει τον
καπιταλισμό από τις αντιφάσεις του μακροπρόθεσμα. Το ενδεχόμενο υποχώρησης του κεφαλαίου και εφαρμογής πραγματικά αναδιανεμητικών πολιτικών φαντάζει πιο απομακρυσμένο από ποτέ (με μόνη πιθανότητα κινήσεις όπως η «ποσοτική χαλάρωση», κινήσεις που μόνο βραχυπρόθεσμη ανάσα δίνουν στο τραπεζικό χρέος, βαθαίνοντας ακόμα περισσότερο το πρόβλημα). Επιπλέον, ακόμα και στο απίθανο ενδεχόμενο που τέτοιες πολιτικές εφαρμοστούν στο κέντρο, η διάρθρωση των δανείων των πλεονασματικών χωρών (υψηλού κινδύνου δάνεια) θα τις κάνει να πολεμήσουν με νύχια και με δόντια για την αποπληρωμή όσων έχουν και την παραμικρή ελπίδα αποπληρωμής. Το ενδεχόμενο μιας ελάφρυνσης της στάσης των μεγάλων τραπεζών απέναντι στο ελληνικό δημόσιο χρέος χωρίς ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί είναι λιγότερο από απίθανο.
Συχνά λέμε ότι η κρίση είναι κίνδυνος και ευκαιρία. Ενίοτε προσθέτουμε το στερεότυπο για τον σχετικό κινεζικό χαρακτήρα, στερεότυπο που, δυστυχώς, είναι λανθασμένο . Πέρα από την κατάχρηση της ιδέας που έχουμε για τη σοφή κινεζική διαλεκτική, η έκφραση έχει ένα δίκιο. Κάθε κρίση παρουσιάζει και τα δύο χαρακτηριστικά τόσο για το κεφάλαιο όσο και για την εργασία. Το ζήτημα είναι ότι σε περιόδους σαν αυτή ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι με τη μεριά όσων έχουν να χάσουν (του κεφαλαίου) και η μεγαλύτερη ευκαιρία με αυτούς που δεν έχουν πια τίποτα να χάσουν. Αρκεί να την αρπάξουν, όσο είναι καιρός.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ