Για χρόνια αποτέλεσε το όραμα όχι μόνο των καθεστωτικών δυνάμεων, αλλά και σημαντικού τμήματος της Αριστεράς. Αποτέλεσε τον βασικότερο εθνικό στόχο και το σύγχρονο αντίστοιχο της «Μεγάλης Ιδέας». Τώρα, όμως, εξελίσσεται σε έναν πραγματικό εφιάλτη για μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Για πρώτη φορά έπειτα από καιρό, η «ευρωπαϊκή προοπτική» της χώρας από σταθερά του πολιτικού συστήματος και του κυρίαρχου λόγου έχει γίνει κρίσιμο διακύβευμα.
Η «Ενωμένη Ευρώπη» ως ταξική στρατηγική
Η διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης σε όλες τις μεταστροφές και τις καμπές της, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, αποτέλεσε την έκφραση ταξικών στρατηγικών. Δημιούργημα της μεταπολεμικής περιόδου και της προσπάθειας να ενισχυθεί η διαδικασία ανάκαμψης των ευρωπαϊκών καπιταλισμών, θα αποκτήσει ξεχωριστή δυναμική με το σχέδιο για την ενιαία αγορά και το κοινό νόμισμα.
Η επίσημη δικαιολόγηση της ανάγκης για το κοινό νόμισμα αναφερόταν, κυρίως, στο πώς η δημιουργία ενός ενιαίου οικονομικού χώρου για επενδύσεις και κινήσεις εμπορευμάτων και κεφαλαίων απαιτούσε αποφυγή του νομισματικού κινδύνου, καθώς και στην ανάγκη να αντιμετωπιστούν πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό αποτυπώθηκε σε όλο το φάσμα των αυστηρών δημοσιονομικών περιορισμών και των δεικτών που συμπεριλήφθηκαν στις αρχικές συνθήκες, και που αντανακλούσαν τη νεοφιλελεύθερη εμμονή στη νομισματική πολιτική ως αυτοτελή μεταβλητή (αποτέλεσμα και της μυωπικής ανάγνωσης της κρίσης και του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970), και προσπαθούσαν να νομιμοποιήσουν τις πολιτικές λιτότητας και «περιορισμού της κρατικής σπατάλης».
Όμως, το κοινό νόμισμα αντιστοιχούσε και σε πιο στρατηγικούς πολιτικούς σχεδιασμούς. Ο πρώτος αφορούσε τη δυνατότητα της νομισματικής ενοποίησης να διαμορφώσει ένα «ατσάλινο κλουβί» καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού, με δεδομένο, μάλιστα ότι εξαρχής αποκλείονταν οι μεγάλης κλίμακας αναδιανεμητικές δαπάνες προς τους μη ηγεμονικούς σχηματισμούς που θα κάλυπταν τις διαφορές παραγωγικότητας. Στερούμενες τη δυνατότητα ανταγωνιστικών υποτιμήσεων, οι λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες θα έπρεπε αναγκαστικά να στραφούν προς την αύξηση της παραγωγικότητας και τη μείωση του κόστους εργασίας, άρα στην ένταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ο δεύτερος αφορούσε τα ιδιαίτερα οφέλη που μπορούσαν να αποκομίσουν οι ηγεμονικοί σχεδιασμοί και ιδίως η Γερμανία, καθώς το κοινό νόμισμα ισοδυναμούσε με διαρκή νομισματική ανατίμηση και απώλεια ανταγωνιστικότητας για τους μη ηγεμονικούς σχεδιασμούς, αλλά και, αντίστροφα, διαρκή υποτίμηση και όφελος ανταγωνιστικότητας για τους ηγεμονικούς σχεδιασμούς, που επιπλέον θα απολάμβαναν τη δυνατότητα να στηρίζονται πάνω σε ένα δυνάμει παγκόσμιο νόμισμα. Αυτή είναι μια ιδιαίτερη πλευρά του τρόπου με τον οποίο μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα ξεδιπλώνονται πολιτικές στρατηγικές που διαμορφώνουν άνισες σχέσεις και ιεραρχίες οικονομικής αλλά και πολιτικής ισχύος, διάσταση που συχνά παραλείπεται στις σχετικές συζητήσεις – στις οποίες, συχνά, όλοι οι Ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί παρουσιάζονται ως λίγο πολύ ισοδύναμοι.
Η συνθήκη αυτή μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο σε συνθήκες οικονομικής ανάκαμψης, όπως φάνηκε στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 2000. Ωστόσο, ακόμη και τότε δεν έπαυσε να συσσωρεύει σημαντικές ανισορροπίες, να διογκώνει ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο των λιγότερο ανταγωνιστικών χωρών, να υποσκάπτει την παραγωγική τους βάση, να οξύνει το πρόβλημα της έλλειψης ανταγωνιστικότητας, έστω και εάν συγκυριακά τα σχετικά χαμηλά επιτόκια και η δυνατότητα μεγαλύτερων χρηματοοικονομικών ροών συγκάλυπταν το πρόβλημα. Όταν όμως ξέσπασε η ακολουθία της τρέχουσας παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, έγινε φανερό ότι αυτή η αρχιτεκτονική λειτουργούσε πλέον αποδιαρθρωτικά, παροξύνοντας το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας, συμβάλλοντας στο πρόβλημα της υπερχρέωσης των περιφερειακών σχηματισμών και μετατρέποντας την κρίση χρέους σε κρίση συνολικά του μηχανισμού της ευρωζώνης. Σε αυτό το φόντο, η ελληνική κρίση από το μείζον πρόβλημα, ολοένα και περισσότερο, γινόταν ένα απλό σύμπτωμα μιας συνολικότερης κρίσης.
Η μετάλλαξη της Ε.Ε. και η μειωμένη εθνική κυριαρχία
Από πολλές πλευρές έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ενιαίο νόμισμα δεν ήταν προδιαγεγραμμένο να οδηγήσει σε αυτήν τη συμπύκνωση αντιφάσεων. Υποστηρίζεται ότι μια πιο παρεμβατική ομοσπονδιακή Ευρώπη, που θα εξέδιδε κεντρικά ευρωομόλογα, θα αναλάμβανε το χρέος των περιφερειακών σχηματισμών, θα ενίσχυε την παραγωγική υποδομή τους, θα βελτίωνε το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και θα πραγματοποιούσε πανευρωπαϊκή αναδιανομή εισοδήματος από το κεφάλαιο προς την εργασία θα μπορούσε να ξεπεράσει την κρίση. Προφανώς, οποιοσδήποτε έχει την παραμικρή επίγνωση των πραγματικών συνασπισμών εξουσίας μέσα στην Ευρώπη καταλαβαίνει ότι μια τέτοια κατεύθυνση ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Αντίθετα, η στρατηγική που επιλέγεται είναι μιας πολύ πιο αυταρχικής και αντιδραστικής μετάλλαξης της Ενωμένης Ευρώπης.
Κομβική πλευρά αυτής της μετάλλαξης είναι η εμπέδωση μιας συνθήκης ακόμη πιο μειωμένης εθνικής κυριαρχίας. Είναι αλήθεια ότι, εξαρχής, η διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος και η αποδοχή της υπέρτερης θεσμικής βαρύτητας συγκεκριμένων Ευρωπαϊκών κατευθύνσεων ενείχε ένα στοιχείο εκχώρησης πλευρών της εθνικής κυριαρχίας, ιδίως σε ό,τι αφορά τη νομισματική πολιτική. Ως ένα βαθμό, αυτή γινόταν αποδεκτή από τους μη ηγεμονικούς συσχετισμούς, πρωτίστως, γιατί επιτάχυνε διαδικασίες καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού, ενώ ταυτόχρονα νομιμοποιούσε τομές, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις ή οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, μέσα από την επίκληση της «ευρωπαϊκής πορείας». Αυτή η εγγενής στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής ενοποίησης τάση σήμερα παίρνει πολύ πιο έντονες διαστάσεις. Όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, αλλά εν μέρει και στους υπόλοιπους σχηματισμούς που έχουν προσφύγει στην Ευρωπαϊκή στήριξη, με την πρωτοφανή δυνατότητα υπαγόρευσης πολιτικών και την περιφρόνηση για κάθε εσωτερική διαδικασία νομιμοποίησης, την έμπρακτη κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας, είναι στην πραγματικότητα η πρόγευση για ένα πρότυπο που οι ηγεμονικοί κύκλοι θέλουν να γενικευτεί.
Με αυτήν την έννοια, οι προβλέψεις της «Συνθήκης για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας», που είναι τώρα στη διαδικασία επικύρωσης, για πρώτη φορά προσδίδουν τέτοιας εκτεταμένης κλίμακας δυνατότητες παρέμβασης στην άσκηση πολιτικής των επιμέρους χωρών. Η προσφυγή στο μηχανισμό αυτόν θα ισοδυναμεί με την πλήρη παράδοση της δυνατότητας άσκησης πολιτικής και την υποχρεωτική αποδοχή μέτρων λιτότητας, κατά τα διαβόητα προγράμματα «δομικής προσαρμογής» του ΔΝΤ, τα οποία, άλλωστε, ορίζονται ως πρότυπο. Ενδεικτικές ήταν και όλες οι προτάσεις που διατυπώνονται γύρω από την όλη αντίληψη μιας «Ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης», που περιλαμβάνουν πρωτοφανείς μηχανισμούς επιτήρησης των εθνικών προϋπολογισμών, ακόμα και ένα ιδιότυπο ποινολόγιο για όσους σχηματισμούς αποκλίνουν από τους στόχους αναφοράς.
Η αυταρχική θωράκιση των πιο επιθετικών πολιτικών και η αξιοποίηση της δημοσιονομικής εξυγίανσης ως πολεμικής κραυγής ενάντια στις εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις γίνεται το σήμα κατατεθέν της Ενωμένης Ευρώπης, μια ατέλειωτη διαδικασία από ελέγχους και προβλέψεις που θέλουν να ακυρώνουν προκαταβολικά οποιαδήποτε παραχώρηση, ακόμα και σκέψη παραχώρησης, προς τις λαϊκές τάξεις. Αυτό ενισχύεται και από τον τρόπο που η τρέχουσα οικονομική κρίση αξιοποιείται για την επιβολή μιας ιδιότυπης συνθήκης έκτακτης οικονομικής ανάγκης που δικαιολογεί την παράκαμψη δημοκρατικών διαδικασιών και την προκλητική αγνόηση των μαζικών κοινωνικών αντιστάσεων.
Το τέλος της «Ευρωπαϊκής Σύγκλισης»
Από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά, η Ελλάδα έχει αντιμετωπιστεί, λίγο πολύ, ως το βασικότερο σύμπτωμα της «Ευρωπαϊκής ασθένειας». Άλλωστε, μετωνυμικά κατορθώνει να εκφράσει τόσο τις αντιφάσεις της αρχιτεκτονικής του ευρώ, όσο και την κρίση χρέους ως συμπύκνωση της τρέχουσας καπιταλιστικής κρίσης, ιδίως από τη στιγμή που η κρίση χρέους απειλεί όχι μόνο περιφερειακούς σχηματισμούς όπως η Ελλάδα, αλλά ακόμη και χώρες όπως η Ιταλία, τρίτη σε μέγεθος οικονομία της ευρωζώνης, η οποία εγκαλείται γιατί δεν έχει προχωρήσει σε αρκετές αναδιαρθρώσεις. Κατά συνέπεια, οι διαφορετικές προτάσεις που ακούγονται σε σχέση με το χειρισμό του ελληνικού χρέους είναι ιδιαίτερα ενδεικτικές. Είναι σαφές, ότι οι προτάσεις δεν εκφράζουν μόνο την προσπάθεια με «τεχνικούς» όρους να επιλύσουν το θέμα της αναγκαστικής αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, αλλά και την αναζήτηση μιας διαφορετικής αρχιτεκτονικής για την Ε.Ε.
Έτσι, οι προτάσεις για την αποδοχή της ελεγχόμενης ή ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας της λλάδας, έστω και με το τίμημα ότι θα αποτελέσει «πιστωτικό γεγονός» ή ακόμη και για την αποπομπή της Ελλάδας από την ευρωζώνη δεν αντανακλούν μόνο τον –αναμφίβολα σημαντικό– εγγενή μονεταρισμό της ΕΚΤ και του γερμανικού οικονομικού κατεστημένου, καθώς και την εμμονή στην ίδια πολιτική που όρισε την «ευρωπαϊκή ενοποίηση» μέχρι τώρα. Ούτε αποτυπώνουν μόνο την ιδιαίτερη βαρύτητα λαϊκίστικων ή ακροδεξιών απόψεων στο εσωτερικό τους, που μέσα στην πολιτική αστάθεια την οποία ενισχύει η συνθήκη της κρίσης μπορούν και αποκτούν ξεχωριστή βαρύτητα, ανάγοντας το ζήτημα της αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους σε επίδικο της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Αποτυπώνουν και μια σταδιακή μετατόπιση ως προς την ίδια την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, ιδίως από τη μεριά των γερμανικών –και όχι μόνο– οικονομικών και πολιτικών ελίτ ή τουλάχιστον σημαντικού τμήματός τους. Στο πλαίσιο αυτής της μετατόπισης, η προσπάθεια έστω και σταδιακής «σύγκλισης» εντός μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων, που αποτυπωνόταν στην εισδοχή στο ευρώ μη ηγεμονικών σχηματισμών και σε μια σχετική αναγνώρισή τους μέσα στο θεσμικό πλαίσιο, μπορεί και να εγκαταλειφθεί, και σχηματισμοί όπως η Ελλάδα να βρεθούν και τυπικά σε υποδεέστερη θέση, με σαφώς μειωμένη εθνική κυριαρχία, «ψαλιδισμένες» τις αξιώσεις αναβαθμισμένου ρόλου και προορισμό να αποτελέσουν κατεξοχήν προορισμό επενδύσεων, ως ένα είδος «Ειδικών Οικονομικών Ζωνών» της Ε.Ε. Προϋπόθεση, όμως, γι’ αυτό είναι η χωρίς προηγούμενο «εσωτερική υποτίμησή» τους, η πλήρης απορρόφηση και εσωτερίκευση των αποτελεσμάτων της χρεοκοπίας (ελεγχόμενης ή όχι) και η ενεργοποίηση μηχανισμών μιας -όχι και τόσο…- «δημιουργικής καταστροφής». Οι σχετικές δηλώσεις γερμανών υπευθύνων, τα διάφορα σχέδια επενδύσεων που έρχονται στη δημοσιότητα, η συνεχής πίεση για ακόμα μεγαλύτερη μείωση του κόστους εργασίας και φυσικά όλα τα σχέδια για λεηλασία όχι μόνο των δημόσιων επιχειρήσεων, αλλά και του εθνικού φυσικού πλούτου, συγκλίνουν σε αυτήν την κατεύθυνση. Θλιβερός σύμμαχος σε τέτοιες στρατηγικές η ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί εκφραστές της, που βλέπουν σε αυτή την αποσάθρωση των κοινωνικών κατακτήσεων και την εμπέδωση μιας συνθήκης «μειωμένων προσδοκιών», τη δυνατότητα ανάκαμψης και της δικής τους κερδοφορίας και μιας νέας πρόσδεσης στις όποιες δυναμικές συσσώρευσης έρθουν.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλη αυτή η μετάλλαξη αποτυπώνεται όχι μόνο στις επαναλαμβανόμενες αναφορές στην ανάγκη μειωμένης εθνικής κυριαρχίας, αλλά και στο πλήθος νεοαποικιοκρατικών αναφορών και αποστροφών σε σχέση με την Ελλάδα ή άλλους περιφερειακούς σχηματισμούς. Όπως ακριβώς στο αποκορύφωμα της αποικιοκρατίας, στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα, οι αστοί και ρεφορμιστές απολογητές της αποικιοκρατίας παρουσίαζαν την αποικιακή καθυπόταξη, λεηλασία και εκμετάλλευση, ως τη μόνη λύση για την αντιμετώπιση των οξυμμένων εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων, έτσι και τώρα, ολοένα και περισσότερο, η αντιμετώπιση των περιφερειακών σχηματισμών ως χωρών μειωμένης κυριαρχίας και η βίαιη εξαγωγή των πιο επιθετικών «θεραπειών σοκ» παρουσιάζεται ως η μόνη λύση για να διατηρήσουν το καθεστώς συσσώρευσης. Και όπως ακριβώς η τότε αποικιοκρατία λειτουργούσε και με μια βαθιά ρατσιστική ιδεολογία για τους λαούς του Τρίτου Κόσμου που είναι κατώτεροι και έτσι θα «εκπολιτιστούν» μέσα από την αποικιακή επέκταση, έτσι και τώρα η φιλολογία περί τεμπέληδων Ελλήνων, Πορτογάλων κ.λπ. χρησιμοποιείται για τη νομιμοποίηση της επιβολής συνθήκης μειωμένης κυριαρχίας στο όνομα του αναγκαίου «εκσυγχρονισμού».
Η πρόκληση της ρήξης
Στη μυθολογία η Ευρώπη εμφανίζεται στο προσκήνιο με ένα βιασμό. Σήμερα αυτό αποκτά έναν άλλο συμβολισμό εάν αναλογιστούμε ότι το «Ευρωπαϊκό όραμα» ολοένα και περισσότερο μεταλλάσσεται σε αλλεπάλληλα κύματα κοινωνικής βαρβαρότητας ενάντια στις υποτελείς τάξεις, στην αναίρεση κοινωνικών κατακτήσεων, στην επιδίωξη ολόκληρες κοινωνίες να μετατραπούν σε αποκαρδιωμένα σύνολα εξατομικευμένων υποκειμένων, πλήρως παραδομένων στον εξαναγκασμό της αγοράς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξελίσσεται σταδιακά σε ό,τι πιο αντιδραστικό, αυταρχικό και αντιδημοκρατικό γνώρισε η ευρωπαϊκή ήπειρος μετά το ναζισμό. Η ρήξη με αυτή, ξεκινώντας από την άμεση έξοδο από την ευρωζώνη και συνεχίζοντας στην πλήρη αποδέσμευση, καθίσταται η αναγκαία συνθήκη οποιασδήποτε πραγματικά φιλολαϊκής διεξόδου και η μόνη περίπτωση το σημαίνον «Ευρώπη» να ξαναγίνει συνώνυμο της αντίστασης και της χειραφέτησης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ