Η έκδοση της Λευκής κουρτίνας, της πρώτης λογοτεχνικής απόπειρας του Δημήτρη Γράψα, την άνοιξη του 2016 από τις εκδόσεις Καστανιώτη ήταν ένα από τα γεγονότα που έκαναν γκελ στον χώρο του λογοτεχνικού βιβλίου και τους κύκλους των νέων Ελλήνων συγγραφέων. Για εμάς, τις συντρόφισσες και τους συντρόφους του Δημήτρη Γράψα, υπήρξε κάτι παραπάνω από ευχάριστο ξάφνιασμα, αν και μάλλον επρόκειτο πολύ περισσότερο για ευχάριστο παρά για ξάφνιασμα, τουλάχιστον για όσες και όσους γνωρίζαμε τη λυρική φλέβα του συγγραφέα ήδη από τα φοιτητικά αμφιθέατρα και τις τοποθετήσεις του στις συνελεύσεις.
Στη Λευκή κουρτίνα ο μύθος είναι λιτός και εύγλωττος. Ο Χ., ο πρωταγωνιστής, ξυπνάει σ’ ένα άγνωστο πράσινο δωμάτιο που διαθέτει μονάχα τα στοιχειώδη, για να ανακαλύψει λίγο αργότερα ότι είναι κλειδωμένος – φυλακισμένος για την ακρίβεια. Η αλληλεπίδρασή του με τον έξω κόσμο περιορίζεται στην ελεγχόμενη πρόσβασή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την οποία ορίζει κάποιος δεσμοφύλακας και σε έναν δίσκο με φαγητό που παρέχεται στον Χ. από ένα μικρό άνοιγμα στο κάτω μέρος της πόρτας.
Μια αόρατη δύναμη, που κανείς δεν γνωρίζει πώς να καταπολεμήσει, επιβάλλεται πάνω στην ύπαρξη του πρωταγωνιστή και τον παγιδεύει. Με λόγο κοφτό και δωρικό, μακριά από φιλοσοφικοφανείς εκζητήσεις, η Λευκή κουρτίνα εικονογραφεί την αίσθηση του νέου που βλέπει τα οράματά του να καταρρέουν, τις γέφυρες να πέφτουν, την πραγματικότητα να στέκεται σαν ανίκητο τέρας απέναντί του, το μέλλον να είναι μια κλειδωμένη πόρτα που κάποιος άλλος έχει το κλειδί της. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, η εικονική πραγματικότητα των κοινωνικών δικτύων τείνει τελικά να συνιστά, σε μια περίεργη αντιστροφή, την πραγματική εικόνα, που όμως λειτουργεί σαν παυσίπονο στην αποξένωση που συμβαίνει εντός της υλικής πραγματικότητας. Και βεβαίως καθόλου τυχαίο δεν είναι που το μόνο το οποίο επιτρέπει ο φύλακας να εισχωρήσει στο δωμάτιο είναι η συγκεκριμένη εκδοχή της πραγματικότητας.
Η κατάσταση κυριολεκτικού εγκλωβισμού λειτουργεί σαν αφηγηματική αφορμή ώστε ο ήρωας να αναστοχαστεί περιστατικά τού πολύ πρόσφατου αλλά και του πιο μακρινού παρελθόντος στην επίπονη αναζήτηση μιας απάντησης στο ερώτημα «πώς κατέληξα εδώ;». Παρόλο που το μοτίβο του εγκλεισμού έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, τόσο στον κινηματογράφο όσο και στη λογοτεχνία, τις περισσότερες φορές η αφήγηση επικεντρώνεται είτε στην αιτία του εγκλεισμού –με περισσότερες ή λιγότερες συνδηλώσεις «αστυνομικής υπόθεσης»– ή σε στρατηγικές εξόδου. Αντιθέτως, ο συγγραφέας της Λευκής κουρτίνας επιλέγει να εστιάσει την αφήγηση στην προσπάθεια του πρωταγωνιστή να ανακαλέσει και να ανασυγκροτήσει την αλληλουχία των γεγονότων που προηγήθηκαν του εγκλεισμού: όχι όμως για να ξεδιαλύνει κάποιο μυστήριο· η φυλακή είναι η απαραίτητη συνθήκη μιας ενδοσκόπησης, μιας αρχαιολογίας της μνήμης τρόπον τινά, αναγκαίας για την ερμηνεία του παρόντος και τη συγκρότηση του εαυτού του πρωταγωνιστή.
Υπό αυτή την οπτική, η αφήγηση αναδεικνύει με φουκωικό τρόπο τις εξουσιαστικές σχέσεις που κυριαρχούσαν στην πρότερη καθημερινότητα του ήρωα. Η κλειστοφοβική αλληγορία του δωματίου-φυλακή και της απώλειας ελέγχου παραπέμπει ακριβώς στην υπαρξιακή αγωνία του Χ. αποτυπώνοντας μετωνυμικά την ασάφεια των ορίων μεταξύ πραγματικότητας και αναπαράστασης ή ακόμα καλύτερα το θολό συνεχές μιας πραγματικότητας που γίνεται αναπαράσταση και μιας αναπαράστασης που καθίσταται πραγματικότητα. Το δωμάτιο είναι άραγε μια δυστοπία, κάποιος εφιάλτης, ή ένας πραγματικός τόπος; Σε κάθε περίπτωση, ο εγκλεισμός δεν φαίνεται να αποτελεί κάποιου είδους τιμωρία· περισσότερο συνιστά τον ποιοτικό μετασχηματισμό εντός ενός συνεχούς. Στη Λευκή κουρτίνα είναι σαν ο Χάνεκε να σκηνοθετεί κείμενο του Κάφκα.
Στα χρόνια της κρίσης, δεκάδες νέοι συγγραφείς έχουν εισβάλει στην ελληνική λογοτεχνία. Εύκολα κάποιοι μελετητές στο μέλλον θα βάλουν τη λέξη «γενιά» διπλά σε αυτή την άνθιση, συμπληρώνοντας όρους όπως «κρίση», «ανεργία», «αβεβαιότητα», «ανασφάλεια» κ.λπ. O Δημήτρης Γράψας, λόγω της πολιτικής του δράσης, θα μπορούσε να θεωρηθεί τότε κάτι σαν ιδεοτυπικός εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος. Βέβαια, ο ίδιος δεν θα θέλε να διεκδικήσει τέτοιον ρόλο, και πολύ περισσότερο με μη λογοτεχνικά κριτήρια. Δεν αναζητά καν μια έμμεση παρέμβαση στα πολιτικά ερωτήματα της περιόδου, όπως θα περιμέναν πολλοί. Εκείνο που επιζητά είναι μια απελευθερωτική αφήγηση για τα αδιέξοδα της νέων της κρίσης, εκεί που το προσωπικό και το πολιτικό δεν σταματούν να συμπλέκονται· μια αφήγηση που να συγκροτεί τα προσωπικά αδιεξόδα σε συλλογικό πρόβλημα της γενιάς μας.
Η είσοδος του Δημήτρη Γράψα στο πεδίο της λογοτεχνικής παραγωγής μάς γεμίζει ελπίδα για το μέλλον της και σίγουρα αναμονή για περισσότερα έργα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ