Η Τουρκία υπό τη σιδηρά πυγμή του ΑΚΡ και του ηγέτη του γνώρισε μια εκπληκτική δεκαετία. Η χώρα διεκδικεί με αξιώσεις το ρόλο της ενδιάμεσης δύναμης (και περιφερειακής υπερδύναμης) με ειδική σχέση τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με το –ομολογουμένως πιο προβληματικό– Ισραήλ. Μπορεί να αναλάβει ρόλο μεσολαβητή σε περίπλοκες καταστάσεις, διεκδικεί μια ημιαυτόνομη εξωτερική πολιτική και μπορεί να έχει ρόλο στις ενεργειακές ροές και το παιχνίδι των αγωγών. Ταυτόχρονα οι σχέσεις με τους γείτονες έχουν σε κάποιο βαθμό εξομαλυνθεί (η Συρία βέβαια είναι διαφορετική περίπτωση) και το Κουρδικό δεν είναι πλέον τόσο μεγάλο πρόβλημα όσο ήταν πριν από δέκα χρόνια. Είναι «χώρα-πρότυπο» που το μοντέλο της, η «ισλαμική δημοκρατία», είναι, σύμφωνα με τους Αμερικανούς, αξιοθαύμαστο και πρέπει να εξαχθεί.
Και βέβαια, όλα τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα της οικονομικής ισχύος: το ΑΕΠ αυξήθηκε μεταξύ 2002 και 2011 με μέσο ετήσιο ρυθμό 5,2%. Η οικονομία τριπλασιάστηκε. Ο πληθωρισμός έπεσε. Τον Μάιο η χώρα ξεπλήρωσε και την τελευταία δόση του χρέους της προς το ΔΝΤ και πλέον είναι καθαρός δανειστής του ταμείου (αν και η τελευταία δόση δόθηκε με τη συμφωνία σε περίπτωση ανάγκης να επιστραφεί αμέσως...). Το τουρκικό κατασκευαστικό κεφάλαιο επεκτάθηκε στις χώρες της πρώην σοβιετικής επιρροής, στο Ιράκ, στη Μέση Ανατολή, ενώ είναι σε θέση να σχεδιάζει φαραωνικών διαστάσεων έργα στο εσωτερικό (φράγματα στον Τίγρη, γέφυρες στο Βόσπορο, γιγαντιαία αεροδρόμια, μέχρι και διώρυγα που να παρακάμπτει την Κωνσταντινούπολη έχει προταθεί).
Η αφήγηση των διεθνών μέσων ισχυρίζεται ότι η Τουρκία είναι αγροτική υπερδύναμη και ανερχόμενη δύναμη σε μια σειρά από βιομηχανικούς τομείς (λευκές συσκευές, ναυπηγεία, κατασκευές, εξαγωγική πολεμική βιομηχανία). Οι τράπεζες «πετάνε». Η χώρα έχει γεμίσει πανεπιστήμια. Η θέση της Τουρκίας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα ανέβηκε, ενώ η οικονομική κατάσταση του μέσου Τούρκου έχει βελτιωθεί σε απρόσμενο βαθμό. Με βάση τα παραπάνω είναι ακατανόητη η έκρηξη της πλατείας ταξίμ. Αφού τα πράγματα πάνε τόσο καλά, γιατί διαμαρτύρονται τόσο πολύ;
Οι ρίζες της ανάπτυξης...
Ίσως μια εξήγηση να έχει να κάνει με το ότι οι παλιές αντιθέσεις στη χώρα απλώς αντικαταστάθηκαν από νέες ή με το ότι συχνά η κοινωνική αναταραχή προκαλείται από βαθύτερες αιτίες που φτάνουν στις οικονομικές σελίδες των εφημερίδων με κάποια καθυστέρηση. Μια σύντομη ανασκόπηση της πρόσφατης ιστορίας της γειτονικής τονικής χώρας μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση της κατάστασης. Η σύγχρονη οικονομική ιστορία της Τουρκίας ξεκίνησε βέβαια με την τομή του Τουργκούτ Οζάλ τη δεκαετία του ’80. Οι δικές του μεταρρυθμίσεις ξεκίνησαν τη στροφή του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας από την υποκατάσταση εισαγωγών, που ακολουθούσε ως τότε στην ανάπτυξη μέσω εξαγωγών και το νεοφιλελεύθερο μοντέλο.
Ωστόσο, οι «διαρθρωτικές αδυναμίες» και ο «μεγάλος κρατικός τομέας» (που στην περίπτωση της Τουρκίας ήταν βασικά ο στρατός, ο μεγαλύτερος τότε καπιταλιστής της χώρας, ιδιοκτήτης ναυπηγείων, βιομηχανιών, ρίαλ εστέιτ και τραπεζών), είχαν μια ειδική συνέπεια: τη μορφή του ιδιωτικού κεφαλαίου στη χώρα, ενός κεφαλαίου συγκεντρωμένου στην Κωνσταντινούπολη κυρίως, ιδιαίτερα εξαρτημένου από τα στρατιωτικά συμβόλαια, ενός κεφαλαίου μη ανταγωνιστικού και ιδιαίτερα αρπαχτικού.
Οι «μεταρρυθμίσεις» σταμάτησαν με το θάνατο του Οζάλ. Το προηγούμενο μοντέλο είχε ακόμα ψωμί, που εξαντλήθηκε με την κρίση της δεκαετίας του ’90. Τότε η κρίση ήταν ο καταλύτης που άλλαξε το νομοθετικό πλαίσιο απελευθερώνοντας πλήρως το κεφάλαιο από τα παλιά νομικά δεσμά του. Αυτό το εκμεταλλεύτηκε ο Ερντογάν, όταν ανέλαβε την εξουσία ακριβώς την περίοδο που η κρίση έκλεινε τον κύκλο της.
Έτσι το ΑΚΡ ανέλαβε μια χώρα που στον οικονομικό τομέα ήταν λευκό χαρτί. Έπειτα από μια μεγάλη περίοδο κρίσης, τόσο η εσωτερική όσο και η διεθνής κατάσταση ήταν έτοιμες για «αναπτυξιακά άλματα»: Στον τραπεζικό τομέα, που ο Ερντογάν απλώς ολοκλήρωσε με... θρησκευτικό ζήλο τις ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωσή τους που είχαν ήδη προετοιμαστεί από τους προηγούμενους· στον βιομηχανικό τομέα, που αναπτύχθηκε σε παρθένες περιοχές της χώρας που ως τότε ζούσαν μάλλον σε προηγούμενους αιώνες, τις λεγόμενες «τίγρεις της Ανατολίας»· στις υποδομές που ιδιωτικοποιήθηκαν «μπιρ παρά»· στην ενέργεια όπου η κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε τους ανταγωνισμούς ΗΠΑ, Ευρώπης και Ρωσίας. Η δεκαετία που ακολούθησε ήταν το λεγόμενο τουρκικό «θαύμα».
Στην πραγματικότητα το ΑΚΡ δεν άλλαξε σημαντικά την οικονομική τροχιά που είχαν προδιαγράψει χρόνια πριν τα απανωτά προγράμματα του ΔΝΤ. Ουσιαστικά, «εξομάλυνε» το ιδεολογικοπολιτικό σκηνικό της χώρας, προτείνοντας ένα μοντέλο που, χωρίς να είναι ακραία διχαστικό ή απαγορευτικό για τα μορφωμένα μικροαστικά στρώματα της ακτής (ένα πρόγραμμα τύπου Ιράν), μπορούσε να συνέχει τα αχανή συντηρητικά κομμάτια της εσωτερικής μετανάστευσης που συνέρρεαν προς τα αστικά κέντρα, τόσο τα παραδοσιακά (Κων/πολη, Σμύρνη), όσο και τα καινούρια (Προύσα, Καισάρεια, Γκαζιαντέπ κ.ά.).
Ο Ερντογάν ξεκίνησε την καριέρα του ως δήμαρχος στην Πόλη, έχοντας πετύχει να υποκαταστήσει την ανυπαρξία του κοινωνικού κράτους με την ισλαμική ελεημοσύνη (έναν από τους πέντε πυλώνες της πίστης), κάνοντας ταυτόχρονα επικερδείς μπίζνες με εργολάβους που έχτισαν ολόκληρες εκτάσεις με φτηνές (κάποιοι θα έλεγαν επικίνδυνες) πολυκατοικίες για φτωχές άστεγες οικογένειες. Εξίσου σημαντική ήταν και η οικονομική επίθεσή του στο στρατό: όταν το μετοχικό του ταμείο σταμάτησε να είναι ο μεγαλύτερος καπιταλιστής στη χώρα, αφού ιδιωτικοποιήθηκαν μεγάλα τμήματά του, ο στρατός έπαψε να είναι η απειλή (και ταυτόχρονα όμως εγγύηση σταθερότητας) για την πολιτική εξουσία.
Το οικονομικό πρόγραμμα του ΑΚΡ στην κυβέρνηση στηρίχτηκε κατόπιν στην επέκταση μονοπωλίων που μπορούσαν να έχουν προσβάσεις στη νέα εξουσία, πλημμυρίζοντας κυρίως την ευρωπαϊκή αγορά με λευκές συσκευές και φτηνές τηλεοράσεις και την εσωτερική αγορά με αυτοκίνητα. Το κράτος αύξησε την εσωτερική κατανάλωση όχι με τη βοήθεια της δημοσιονομικής πολιτικής (οι παροχές του κράτους ήταν πολύ περιορισμένες και η κοινωνική πολιτική εξακολούθησε να ασκείται μέσω του θεσμοθετημένου Ισλάμ), ούτε με τη νομισματική πολιτική, αλλά κρατώντας μια έξυπνη δασμολογική πολιτική και κυρίως με την προώθηση του ιδιωτικού δανεισμού.
...και η κριτική του
Η Τουρκία του Ερντογάν είναι ο παράδεισος του πλαστικού χρήματος και της κατανάλωσης των «μεσαίων», όπως λέγονται, στρωμάτων, δηλαδή των ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων των πόλεων. Αυτά εξάλλου ήταν και οι κύριοι αποδέκτες της ανάπτυξης, αφού τα τελευταία χρόνια είδαν το μερίδιο που λαμβάνουν από το ΑΕΠ της χώρας να αυξάνεται γρηγορότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ. Η κυβέρνηση άλλαξε το καθεστώς κτήσης γης το 2005, επιτρέποντας την αγορά γης σε ξένους. Το ιδιωτικό χρέος χρηματοδότησε την οικιστική φούσκα που ακολούθησε –και βρίσκεται σε εξέλιξη– προς όφελος των κατασκευαστικών ομίλων οι οποίοι βρήκαν ευκαιρία από τα μεγάλα κέρδη για να επεκταθούν εκτός συνόρων.
Φυσικά το χρέος αυτό δεν είναι καθόλου ευοίωνο. Ακόμη χειρότερα αν συνυπολογιστούν και οι βαθιές και επιδεινούμενες αντιθέσεις του τουρκικού κοινωνικού σχηματισμού. Ένα από τα πιο επείγοντα είναι το διαρκές διακύβευμα της εθνικής ολοκλήρωσης, ιστορικού στοιχήματος του κεμαλικού κράτους. Οι Κούρδοι, εκτός από διαρκής στρατιωτική πληγή στα σύνορα, αποτελούν και πρόβλημα για την ανάπτυξη· έχοντας ένα σταθερά χαμηλότερο μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο (λόγω της κρατικής πολιτικής στο ζήτημα), είναι πιο δύσκολο να ενσωματωθούν σε δουλειές που απαιτούν ένα μίνιμουμ εκπαίδευσης. Η συρροή τους στις μεγαλουπόλεις αυξάνει τις ανισότητες και τον, ούτως ή άλλως υπαρκτό, υδροκεφαλισμό.
Κι ενώ η Τουρκία προσπαθεί να πλασαριστεί ως μια μικρή Κίνα, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Η ανεργία είναι δομικά υψηλή, ειδικά στις γυναίκες που ποτέ δεν ενσωματώθηκαν εργασιακά όπως σε άλλες μουσουλμανικές χώρες. Η εξαγωγική της επιτυχία βασίζεται σε χαμηλής ή ενδιάμεσης τεχνολογίας διαρκή καταναλωτικά αγαθά, βασισμένα σε μικρό εργατικό κόστος, χωρίς μια ισχυρή βιομηχανία μέσων παραγωγής. Τα τελευταία εισάγονται. Το αποτέλεσμα (μαζί με τον ιδιωτικό δανεισμό) είναι καμιά άλλη ανερχόμενη βιομηχανική χώρα να μην έχει να επιδείξει τόσο μεγάλο εξωτερικό χρέος σε σκληρό συνάλλαγμα (όταν οι αντίστοιχες χώρες έχουν πλεονάσματα), κάτι το ιδιαίτερα επικίνδυνο σε περίπτωση υποτίμησης της λίρας.
Παρά την πλημμυρίδα των νέων πανεπιστημίων στη χώρα, η «καινοτομία» και η «αριστεία», που τόσο αγαπάνε οι νεοφιλελεύθεροι, σαφώς δεν υπάρχουν, αντίθετα με τις χώρες της Ν.Α. Ασίας που υποτίθεται ότι ακολουθεί η Τουρκία. Η κρίση στην Ευρώπη ανάγκασε την εξαγωγική Τουρκία να στραφεί τα τελευταία χρόνια σε άλλες αγορές: το κουρδικό Ιράκ είναι πλέον ο καλύτερος πελάτης της. Πρόκειται όμως για κίνηση που εμφανώς περικλείει αστάθμητους παράγοντες και μη διατηρήσιμη κερδοφορία, ειδικά εφόσον οι μισθοί αυξηθούν (το κόστος εργασίας είναι πολύ σημαντικός παράγοντας της χαμηλής τεχνολογίας τουρκικής παραγωγής).
Τέλος, η εξωτερική πολιτική της χώρας φτάνει και αυτή να είναι κοντά στα όριά της. Τα στοιχήματα παντουρκικής ή/και πανισλαμικής πολιτικής δεν οδήγησαν κάπου. Η υποστήριξη μίας από τις φράξιες «ανταρτών» στη Συρία φαίνεται τώρα να ήταν λάθος επιλογή για το κεφάλαιο, προκαλώντας τριβές στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Κι εδώ φαίνεται ότι η «εθνικά υπερήφανη», αντισιωνιστική στάση του Ερντογάν δεν ήταν αποτέλεσμα στρατηγικών επιλογών αλλά μάλλον θρησκευτικής πίστης. Σίγουρα –και ανάλογα με την εξέλιξη της κρίσης– η θέση της χώρας θα γνωρίσει στο άμεσο μέλλον σκαμπανεβάσματα.
Το στοιχείο που έκανε τη διαφορά στην περίπτωση της Τουρκίας και βοήθησε στο «θαύμα» ήταν το ισχυρό ιδεολογικό τσιμέντο που προσέφερε ο Ερντογάν, τσιμέντο που έδεσε στη βάση της συντριβής του ισχυρού εργατικού κινήματος της περασμένης περιόδου (από τη χούντα Εβρέν). Το τσιμέντο αυτό αρχίζει πια να εμφανίζει ρωγμές: η Τουρκία φαίνεται κοινωνικά χωρισμένη στα τρία, στις ευρωπαϊκές δυτικές ακτές, στην ενδιάμεση Ανατολία των ανερχόμενων «ισλαμοκαπιταλιστών» και στη βαθιά, υπανάπτυκτη Ανατολή (χωρίς να λογαριάσουμε τις ξεχωριστές κατηγορίες των Αλεβιτών και των Κούρδων). Ακόμα χειρότερα, οι τρεις αυτές Τουρκίες συνυπάρχουν στα αστικά κέντρα, αυξάνοντας τις χαώδεις αντιθέσεις. Οι αντιθέσεις αυτές, τώρα που το αναπτυξιακό μοντέλο φτάνει ξανά στα όριά του, δύσκολα θα «κουκουλωθούν» ξανά από την ίδια ιδεολογική ομπρέλα. Οι γείτονες είναι καταδικασμένοι κι αυτοί να ζήσουν σε ενδιαφέροντες καιρούς.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ