Μετά τις τελευταίες δηλώσεις του Ερντογάν για τήρηση της υπόσχεσης επαναφοράς της θανατικής ποινής ύστερα από τα γεγονότα του αποτυχημένου πραξικοπήματος στην Τουρκία, και εν μέσω μιας συνολικής φασιστικής εκτροπής στη γειτονική χώρα, επανέρχεται στο προσκήνιο η παλιά σχετική συζήτηση.
Το πρόβλημα όμως δεν περιορίζεται μόνο στον Ερντογάν. Δυστυχώς όλες οι σύγχρονες παρατηρήσεις δείχνουν ότι γενικότερα, η σταδιακή πρόοδος στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όχι μόνο δεν είναι καθόλου γραμμική, αλλά πρωτίστως δεν είναι καθόλου δεδομένη. Δεν είναι λοιπόν απλά ότι το καθεστώς Ερντογάν συζητάει την επαναφορά της θανατικής ποινής· δεν είναι ούτε ότι διατηρείται ακόμα σε 75 κράτη (μέχρι πριν λίγα χρόνια ο αριθμός των κρατών που την υιοθετούσαν μειωνόταν σταθερά)· δεν είναι ούτε ακόμα ότι ισχύει de facto σε μεγάλη κλίμακα σε αρκετά «θέατρα συγκρούσεων» και μέρη που απουσιάζει η στοιχειώδης κρατική οργάνωση στον πλανήτη· είναι που πλέον η κοινή γνώμη στη Δύση, ο μέσος «εγωιστής Δυτικός καταναλωτής» δείχνει, σε σημαντική πλέον κλίμακα, μία αξιοσημείωτη ανοχή αν όχι ευθεία υποστήριξη σε αυτό το φαινόμενο.
Η θανατική ποινή δεν είναι απλά ένα νομοθέτημα. Είναι πρώτα απ’ όλα μία εγωιστική θηριωδία, και η θέση υπέρ της, η υποστήριξη της βίαιης διακοπής της φυσικής υπόστασης ενός αιχμαλώτου, ένας φρικτός αμοραλισμός. Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε το μέγεθος της διαστροφής, αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ποιον «εκτελεί» η θανατική ποινή. Ουσιαστικά αφαιρεί τη ζωή από έναν έγκλειστο, που όντας στην απομόνωση της φυλακής, λόγω της προ του εγκλεισμού του εγκληματικής παραβατικότητας, είναι παντελώς ακίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο. Από την εκτέλεσή του, δεν κερδίζει κανείς παρά μόνο τα πιο «ταπεινά ένστικτα» κάποιων ανθρώπων-θεατών που θα ευφρανθούν από το αποτέλεσμα της εκτέλεσης (ή ακόμα και από τη διαδικασία), καθώς και ένα δεσποτικό κράτος και μια εξουσία που θέλει να επιδείξει την ισχύ της και να επιβάλλει τον τρόμο στους πολίτες της.
Δεκάδες είναι οι λόγοι που καθιστούν ατράνταχτη την επιχειρηματολογία υπέρ της καθολικής κατάργησής της: η περίπτωση λάθους (και η επακόλουθη εξαφάνιση της δυνατότητας αποκατάστασης, αφού το υποκείμενο είναι πλέον νεκρό, με βίαιη αφαίρεση της ζωής του), η διαχείρισή της από το κράτος και από τυραννικά καθεστώτα, το ταξικό νομοθετικό πλαίσιο στον καπιταλισμό, η όξυνση του πόνου στους οικείους του εκτελεσθέντα, ή η άρνηση της επιλογής της μεταμέλειας και της αλλαγής στο άτομο. Από όλες αυτές όμως χειρότερη παραμένει αυτή η συνήθεια της κοινωνίας στο θάνατο, η κατεύθυνση της στην επιλογή της «απώλειας της ζωής του άλλου»· η βία που εισάγει στην κοινωνική ζωή.
Τα επιχειρήματα περί του αντιθέτου, το ένα χειρότερο από το άλλο: Η περίφημη «αποτρεπτική ισχύς» για πιθανά μελλοντικά εγκλήματα τρίτων είναι μια φενάκη, τόσο λόγω στατιστικών (απόδειξη οι ΗΠΑ) όσο και κοινής λογικής… Είναι αδύνατον να αποτραπεί ένα έγκλημα μόνο και μόνο επειδή ο δράστης γνωρίζει ότι εάν συλληφθεί, αντί να σαπίσει σε μπουντρούμι, θα πεθάνει. Η συντριπτική πλειοψηφία των δραστών διενεργούν ένα έγκλημα επειδή πιστεύουν ότι δεν θα συλληφθούν. Επίσης, η «μετά το έγκλημα ζωή» δεν τους απασχολεί τόσο ώστε να μην διαπράξουν το έγκλημα: η ισόβια φυλάκιση είναι επίσης κάτι τραγικό, και όμως προτιμούν να εγκληματήσουν, και αυτό χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε ένα πολύ σημαντικό ποσοστό 15-20% των δραστών ειδεχθών εγκλημάτων που κατά την τέλεσή τους είναι σε κατάσταση αμόκ και χωρίς διανοητική διαύγεια.
Το δε επιχείρημα της… «πλειοψηφικής βούλησης» και του «κοινού αισθήματος» (που χρησιμοποιεί και ο Ερντογάν) είναι ακόμη χειρότερο, γιατί αμφισβητεί την αυταξία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και τα θέτει υπό την αίρεση της εκάστοτε πλειοψηφίας. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν χωράνε όμως σε συσχετισμούς πλειοψηφίας και μειοψηφίας, δεν μπορούν να καταργηθούν με μία ψηφοφορία. «Ακόμη και αν δεν υπάρχουν οικουμενικές αξίες, υπάρχουν στοιχειώδεις αξίες»,[1] που ακόμη και μια σαρωτική πλειοψηφία να ήθελε να τις καταργήσει, ο αγώνας για την αποτροπή αυτής της εξέλιξης είναι επιβεβλημένος, και με κάθε μέσο.
Η θανατική ποινή στη Δύση
Το πρόβλημα με τα στοιχεία που δείχνει η Διεθνής Αμνηστία και άλλες οργανώσεις σχετικά με τα «στατιστικά» της θανατικής ποινής είναι ότι αγνοούν ότι σε χώρες που η τελευταία εμφανίζεται ως «κατηργημένη» (όπως στις περισσότερες χώρες της Δύσης) μπορεί απλά η εφαρμογή της να έχει περάσει στην εκτελεστική εξουσία και στο σωφρονιστικό σύστημα, κάτι που είναι χειρότερο, διότι δεν υπάρχουν καν κριτήρια επιβολής της που να προκύπτουν από κάποια ακροαματική διαδικασία, παρά από την «όρεξη» του κάθε αστυνομικού διευθυντή, ή την κατάσταση των σωφρονιστικών ιδρυμάτων.
Έτσι, οι δολοφονίες αφροαμερικανών στις ΗΠΑ από την αστυνομία λόγω μικροπαραβατικότητας, ή ακόμα και η επιλογή της εκτέλεσης ενός «τρομοκράτη», ενός «δολοφόνου», ενώ υφίσταται η δυνατότητα σύλληψής του, καθώς και οι δολοφονίες ή «αυτοκτονίες» μέσα στα αστυνομικά τμήματα και τις φυλακές, εφόσον δεν γίνονται ενέργειες απόδοσης ευθυνών στους εκτελεστές, ή γίνονται προσχηματικές κινήσεις που καταλήγουν σε «θάψιμο» της υπόθεσης ή αθώωσή τους, συνιστούν ουσιαστικά κρατική επιλογή εφαρμογής της θανατικής ποινής.
Έτσι, στις τελευταίες επιθέσεις στη Γαλλία οι δράστες εκτελέστηκαν όλοι με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρχε σαφώς η επιλογή της σύλληψης. Στη Γερμανία, το περιστατικό ενός ανήλικου Αφγανού πρόσφυγα που σε κατάσταση αμόκ και για άγνωστους λόγους επιτέθηκε με τσεκούρι σε επιβάτες, λύθηκε και αυτό με συνοπτική εκτέλεση του ανηλίκου, και είναι προφανώς αδύνατο να ισχύει ότι μία τόσο ισχυρά εκπαιδευμένη αστυνομία όπως η Γερμανική, πάνοπλη, αδυνατούσε να ακινητοποιήσει έναν ανήλικο δράστη ο οποίος κρατούσε ένα μη πυροβόλο όπλο. Σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν ασχολήθηκε κανείς με τους θανάτους αυτούς. Η κοινή γνώμη θεωρεί κάτι τέτοιο ως «άξια τιμωρία» και το πιο πιθανό είναι να αντιδρούσε εάν γινόταν προσπάθεια σύλληψης και όχι εκτέλεσης.
Δεν χρειάζεται να πάμε όμως εκτός των συνόρων… Οι ελληνικές περιπτώσεις είναι εξίσου τραγικές. Ενώ οι «αυτοκτονίες» μέσα στα αστυνομικά τμήματα είναι συχνό φαινόμενο, οι αστυνομικές και σωφρονιστικές αρχές, στο πλαίσιο της βίας την οποία είναι εξουσιοδοτημένοι να ασκούν σωρηδόν, έχουν αφαιρέσει ουκ ολίγες φορές τη ζωή από συνανθρώπους μας -εγκληματίες ή μη- ατιμώρητα.
Να θυμίσουμε μεταξύ άλλων την περίπτωση του Σορίν Ματέι, ενός τοξικομανή κακοποιού ο οποίος δεν είχε διαπράξει εγκλήματα κατά της ζωής, και ο οποίος συνελήφθη ύστερα από διαδοχικές τραγικές επιχειρήσεις-φιάσκα της αστυνομίας, αφού είχε σκοτωθεί μία άτυχη όμηρός του. Απεβίωσε λίγο μετά την βελτίωση της υγείας του και τη μεταφορά του στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού, εξαιτίας χορήγησης «μη επιτρεπόμενης δόσης κατασταλτικών φαρμάκων». Καμιά κατηγορία δεν απαγγέλθηκε.
Δεν είναι όμως η μόνη περίπτωση. Μία συγκέντρωση των περιστατικών δολοφονιών από κρατικούς μηχανισμούς στο Indymedia[2] δείχνει ότι από το 1980 και μετά έχουν γίνει πάνω από 100, κυρίως εις βάρος μεταναστών, εξαιρώντας τις περιπτώσεις που οι δράστες έχουν καταδικαστεί (γιατί αυτή η περίπτωση ισοδυναμεί με επιβολή θανατικής ποινής). Ας προσθέσω και μία χαρακτηριστική περίπτωση που εγώ θυμάμαι και δεν αναφέρεται στην εν λόγω λίστα: την πισώπλατη δολοφονία ενός ληστή (του Κωνσταντίνου Σελεμετζίδη) έξω από την Αγροτική Τράπεζα στα Πατήσια τον Δεκέμβριο του 2005, ο οποίος αφού είχε φύγει από το υποκατάστημα -βρισκόταν στον δρόμο- και απομακρυνόταν, δέχτηκε τις σφαίρες ενός υπαλλήλου «security». Ούτε εδώ βέβαια απαγγέλθηκε η παραμικρή κατηγορία.
Παράλληλα λειτουργεί και το σωφρονιστικό σύστημα. Εδώ μπορεί να μην έχουμε απευθείας εκτελέσεις, όμως έχουμε ένα τραγικό σύστημα λειτουργίας των φυλακών, όπου οι φυλακισμένοι είναι εκτεθειμένοι σε κάθε μορφής ασυδοσία από πλευράς των «σωφρονιστικών», αλλά και στον σαδιστικό τρόπο «τιμωρίας» μέσω ανεμπόδιστης άσκησης βίας από άλλους κρατούμενους. Εδώ τα περιστατικά είναι πολύ περισσότερα από τις απευθείας δολοφονίες της αστυνομίας, και ουσιαστικά έχουμε την ντε φάκτο επιβολή της θανατικής ποινής σε έναν έγκλειστο και μάλιστα με έναν απίστευτα βάρβαρο τρόπο. Η φυλακή αντί να προστατεύει λοιπόν την ανθρώπινη υπόσταση, ή έστω να επιβάλλει την ποινή που έχει επιβληθεί από τη «δικαιοσύνη», την κάθειρξη, επιβάλλει στις περιπτώσεις αυτές βασανιστήρια και θάνατο.
Πρόσφατα είχαμε την ιστορία του βαρυποινίτη Ηλία Καρέλι ο οποίος βασανίστηκε εν χορώ από δεκάδες σωφρονιστικούς μέχρι θανάτου, σε μία σαδιστική παράκρουση, ως «τιμωρία» για τη δολοφονία από τον ίδιο ενός συναδέλφου τους, και που αν δεν τύχαινε να ξεχάσουν να απενεργοποιήσουν το σύστημα των καμερών παρακολούθησης, δεν θα το μαθαίναμε ποτέ. Λίγο παλιότερα χαρακτηριστική υπήρξε η υπόθεση «Δουρή», που είχε καταδικαστεί για τον βιασμό και τη δολοφονία του παιδιού του και ύστερα από σκληρά βασανιστήρια που του γίναν από συγκρατούμενούς του, αυτοκτόνησε. Τραγική λεπτομέρεια ότι η ανάλυση των δειγμάτων DNA στο σώμα του νεκρού παιδιού, που ολοκληρώθηκε μετά το θάνατό του καταδικασμένου, έδειξε ότι δεν ανήκαν τελικά σε αυτόν. Όπως είπαμε όμως, η δυνατότητα έφεσης ή επανεξέτασης της υπόθεσης για την περίπτωση αθωότητας είναι αδύνατη: ο κατάδικος είναι νεκρός.
Αλλά και οι κρατούμενοι που πεθαίνουν λόγω της κρατικής αδιαφορίας ή των άθλιων συνθηκών διαβίωσης, όπως στο νοσοκομείο «Άγιος Παύλος» των φυλακών Κορυδαλλού, δύσκολο να πει κανείς ότι δεν χάνουν τη ζωή τους λόγω έμμεσης επιβολής της θανατικής ποινής εις βάρος τους.[3]
Κοινή γνώμη: «νηπιοποίηση» και εκφασισμός
Το «πισωγύρισμα» όμως στα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που συμπεριλαμβάνει και το ζήτημα της θανατικής ποινής, έχει πολύ βαθύτερες αιτίες και πηγάζει από μια «γνήσια» ανοχή (ή και ανοιχτή επιλογή υποστήριξης) πολύ μεγάλου κομματιού του πληθυσμού των Δυτικών χωρών σε τέτοια φαινόμενα.
Η απουσία σοβαρού πολιτικού διεκδικητικού κινήματος στη Δύση, η διαρκής κρίση, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογική ηγεμονία έχουν οδηγήσει στον αμοραλισμό, στον κυνισμό, στην αδιαφορία και τη χαιρεκακία απέναντι στο συνάδελφο, στον γείτονα και πολύ περισσότερο στον «αντικοινωνικό», στον «παραβατικό», στον «διαφορετικό», στον «εξαρτημένο». Την ίδια στιγμή ο τρόπος διάχυσης της πληροφορίας, καθώς και η απουσία κριτικής σκέψης, ανάλυσης και στάθμισης των δεδομένων από τον «μέσο άνθρωπο», έχουν οδηγήσει σε «νηπιοποίηση» του μέσου τρόπου σκέψης.
Έτσι λοιπόν, σε έρευνες που έχουν γίνει, στις περισσότερες δυτικές χώρες, η «θανατική ποινή» θεωρείται από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης «σωστή επιλογή», ακόμα και με την διάπραξη ενός μόνο αποτρόπαιου αδικήματος.[4] Η κοινή γνώμη της Δύσης είναι έτοιμη να δικαιολογήσει έναν θεσμό αφαίρεσης ζωής αιχμαλώτων μόνο και μόνο για να ικανοποιηθούν τα δικά της αισθήματα «εκδίκησης» που κινητοποιούνται στο άκουσμα ενός ειδεχθούς εγκλήματος, χωρίς να μπορεί να επεξεργαστεί ούτε το μέγεθος της καταστροφής που κάτι τέτοιο συνιστά, ούτε τη βαρύτητα μίας τέτοιας θέσης.
Η αριστερά και η «παγίδα της εκτόνωσης»
Η αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι κάθετα ενάντια, παντού και πάντα, στην οποιαδήποτε επιβολή θανατικής ποινής. Στους κοινωνικούς σχηματισμούς που αγωνίζεται δεν μπορεί παρά να υπερασπίζεται τους κρατούμενους από τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, τους βασανισμούς και τις εκτελέσεις, και τις ανθρώπινες αξίες από την απαξία για την ανθρώπινη υπόσταση· δεν μπορεί, παρά να υπερασπίζεται σε τελική ανάλυση τη ζωή απ’ το θάνατο.
Αλλά και όταν καταγάγει νίκες ή αναλαμβάνει την εξουσία, δεν μπορεί παρά να δίνει το παράδειγμα του σεβασμού προς τη ζωή, της πρωτοκαθεδρίας του (κατά Καντ) Λόγου πάνω στο θυμικό. Εδώ αξίζει να σημειωθεί το εξής: Είναι τελείως διαφορετική η αφαίρεση ζωής στον πόλεμο, στη μάχη, στον αγώνα, κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της ταξικής ή εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, και διαφορετική η αφαίρεση ζωής ενός αιχμαλώτου-φυλακισμένου. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε πολεμική ή οιωνοί πολεμική αναμέτρηση, είτε διεξάγεται με εκατέρωθεν ένοπλες συγκρούσεις είτε όχι, και η μη αφαίρεση της ζωής του άλλου πολλές φορές μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας για την σύγκρουση ή την αναμέτρηση. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση έχουμε επιβολή θανατικής ποινής, με όλα τα χαρακτηριστικά που έχουμε ήδη αναφέρει.
Έτσι, η μετεμφυλιακή προπαγάνδα στην Ελλάδα που κατηγορούσε το ΕΑΜ ή τον ΔΣΕ για «σκληρές πράξεις» (ασχέτως αν οι «εθνικόφρονες» ήταν αυτοί που όχι μόνο όσο διαρκούσε η πολεμική σύγκρουση, αλλά και για δεκαετίες μετά πρόβαιναν σε απερίγραπτες μαζικές φρικαλεότητες) αγνοούσε εσκεμμένα ότι αυτές έγιναν κάτω από συνθήκη καθολικής ένοπλης σύγκρουσης (χωρίς και πάλι να δικαιολογούνται περιστατικά αυστηρότητας ποινών λαϊκών δικαστηρίων ή άσκοπων εκτελέσεων).
Αντίθετα, αριστερά καθεστώτα, εντός ή εκτός εισαγωγικών, που αναλαμβάνουν την εξουσία και στο πλαίσιο ενός «αισθήματος απονομής δικαιοσύνης» εφαρμόζουν την θανατική ποινή, είναι απολύτως κατακριτέα. Το ίδιο ισχύει και όταν ένα κίνημα ζητάει από το αστικό κράτος την επιβολή της θανατικής ποινής για τους πολιτικούς του αντιπάλους – π.χ. ακροδεξιούς. Το τελευταίο είναι διπλά επικίνδυνο για δύο ακόμα λόγους: πρώτον, γιατί με τον τρόπο αυτό οι εν λόγω αντίπαλοι ενδέχεται να ηρωοποιηθούν, και δεύτερον γιατί με τον τρόπο αυτόν το ίδιο το αστικό κράτος μπορεί είτε να «ξεπλυθεί», είτε να «εκτονώσει» τη δυσφορία «κλείνοντας» με δύο – τρεις εκτελέσεις μία πολύ σοβαρή υπόθεση. Έτσι λοιπόν το «λαϊκό αίτημα» για «εκτέλεση των πραξικοπηματιών» στην Ελλάδα το ’74 ήταν λαθεμένο. Το ζητούμενο ήταν να τιμωρηθούν όλοι οι δολοφόνοι, βασανιστές και συνυπεύθυνοι της κατάστασης που επιβλήθηκε και ήταν δεκάδες χιλιάδες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων την γλύτωσε. Το να στερηθεί η ζωή από 6-7 ακίνδυνα φυλακισμένα σώματα, πέρα από την αντίφαση με τις αξίες της αριστεράς, μπορούσε να τα κάνει και πάλι επικίνδυνα, αλλά ακόμη χειρότερα, μπορούσε να ξεπλύνει το αστικό κράτος και να το βοηθήσει να ξεμπερδέψει με το χρέος της αποχουντοποίησης του κρατικού μηχανισμού και της παραδειγματικής τιμωρίας όλων των εμπλεκομένων. Τελικά βέβαια, ούτε θανατική ποινή επιβλήθηκε, ούτε και καμία τιμωρία σε άλλους πέρα από τον σκληρό πυρήνα των πραξικοπηματιών.
Κλείνοντας, ας επιστρέψουμε στον Ερντογάν. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το πρόβλημα της επαναφοράς της θανατικής ποινής στην Τουρκία δεν περιορίζεται στον ίδιο τον Ερντογάν και την επιλογή του. Το πρόβλημα είναι ότι ένα σαρωτικά μεγάλο ποσοστό των υποστηριχτών του επιθυμεί τη θανατική ποινή για όσους αναμείχτηκαν στο πραξικόπημα, όπως επιθυμούν και για τους ποινικούς, αλλά και για τους Κούρδους που εκκαθαρίζονται καθώς και για τους Τούρκους αγωνιστές που δολοφονούνται. Και αν συνειδητοποιήσουμε ότι οι άλλες δύο μεγάλες πολιτικές δυνάμεις στην τουρκική κοινωνία είναι οι δεξιότεροι του Ερντογάν Κεμαλιστές και οι Γκρίζοι Λύκοι του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης, τότε καταλαβαίνουμε ότι τα πράγματα είναι πολύ σοβαρότερα από μία «κακή επιλογή» του Ερντογάν.[5] Και, αντίστοιχα, το ίδιο ισχύει -δεδομένης της σημαντικά μεγάλης υποστήριξης της κοινής γνώμης- για τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, είτε οι κυβερνήσεις τους εφαρμόζουν τη θανατική ποινή είτε όχι. Το ερώτημα λοιπόν τίθεται ως εξής: είναι άραγε η επαναφορά της θανατικής ποινής στην Τουρκία ο επιθανάτιος ρόγχος ενός φαινομένου που εξαλείφεται από τον κόσμο, ή μήπως είναι μία εικόνα από το μέλλον;
[1] Isaiah Berlin, Tο στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας, μτφρ. Γιώργος Μερτίκας, Κριτική, Αθήνα, 2004, σ. 38.
[4] Βλ. ενδεικτικά τις ακόλουθες έρευνες: α) http://www.gallup.com/poll/1606/death-penalty.aspx, β) http://www.germanjoys.eu/2007/12/a-tale-of-two-d.html, γ) http://prodpinnc.blogspot.gr/2009/07/death-penalty-polls-support-remains....
[5] Μία πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι το 96% των ερωτηθέντων τάσσονται υπέρ της θανατικής ποινής, δεδομένης όμως της κατάστασης στη γειτονική χώρα η όποια εγκυρότητα της εν λόγω δημοσκόπησης είναι αμφισβητήσιμη. Βλ. http://www.efsyn.gr/arthro/dimoskopisi-orc-96-ton-toyrkon-yper-tis-thana....
ΔΙΑΒΑΣΤΕ