Ναι, είναι αλήθεια ότι ο Τραμπ απειλεί ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να διαλυθεί η ευρωζώνη· και ναι, είναι αλήθεια ότι ο Τεντ Μάλλοχ, ένας τύπος που φέρεται να είναι ο επόμενος πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ε.Ε., δήλωσε ότι το ευρώ μπορεί και να μην υπάρχει σε δεκαοχτώ μήνες και ότι είναι καλό μόνο για σορτάρισμα. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο Πήτερ Ναβάρρο, επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Εμπορίου του Τραμπ δήλωσε στους Financial Times πως το ευρώ είναι σαν ένα «υπονοούμενο γερμανικό μάρκο», του οποίου η υπερβολικά και τεχνητά χαμηλή αξία έδωσε στη Γερμανία ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των βασικών της εταίρων. (Είναι ενδιαφέρον ότι η δήλωση αυτή είναι μια γενικά σωστή εκτίμηση της πραγματικότητας.)
Είναι επομένως γεγονός ότι υπάρχει κλιμάκωση της επιθετικής ρητορικής, ενός «ψυχρού πολέμου» μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της νέας αμερικανικής προεδρίας. Και μάλιστα αυτή πρέπει να συνδυαστεί με μια ακόμα πιο επιθετική στάση απέναντι σε Κίνα[1] και «ισλαμιστές τρομοκράτες», όποιοι κι αν είναι. Είναι όμως αυτά τα σημαντικότερα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν στο άμεσο μέλλον οι δυνάμεις του κέντρου στην Ε.Ε;
Amerika über alles
Όλα αυτά τα επιθετικά περισσότερο δείχνουν ότι ο νέος πρόεδρος (δηλαδή το επιτελείο του) δεν καταλαβαίνει ακριβώς ούτε ποιος είναι ούτε τι θέλει. Φαίνεται να αγνοεί, ή να μην του έχουν ακόμη εξηγήσει, ότι διαχρονικά η ισχύς των ΗΠΑ βασιζόταν στην ικανότητά της να δίνει και καρότα μαζί με τα μαστίγια και στην αποφυγή ανοίγματος πολλών ταυτόχρονων μετώπων. Σε επίπεδο διακηρυκτικό τουλάχιστον, ο Τραμπ έχει ανοίξει (και μάλιστα άκομψα) όλα τα μέτωπα εκτός από αυτό της Ρωσίας, αλλά ακόμα και σε αυτό συμπεριφέρεται λες και αγνοεί ότι η Ρωσία έχει τεράστια συμφέροντα συνδεδεμένα με την Κίνα, συμφέροντα που οι ΗΠΑ είναι πολύ δύσκολο να μπορέσουν να αντικαταστήσουν σε περίπτωση της έναρξης μιας οικονομικής σύρραξης. Η πολιτική αυτή επομένως είναι δύσκολο να συνεχιστεί χωρίς να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στις ίδιες τις ΗΠΑ. Ακόμα περισσότερο αφού, σε αντίθεση με προηγούμενους «αναμορφωτές» προέδρους, όπως ο Ρήγκαν και κυρίως ο Νίξον, που η γραμμή την οποία θα ακολουθούσαν ήταν καθαρή και γνωστή εξαρχής, εδώ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Το μόνο που έχουμε για την ώρα είναι μια κακοφωνία αλληλοσυγκρουόμενων δηλώσεων και συμφερόντων: Δεν γίνεται λ.χ. να πρεσβεύεις ταυτόχρονα και προστατευτισμό και λιγότερους φόρους.
Τέλος, ο νέος πρόεδρος εμφανίζεται να αγνοεί ότι το κράτος είναι το πραγματικό κόμμα του κεφαλαίου και ότι ως τέτοιο δρα για το μακροπρόθεσμο συμφέρον του τελευταίου. Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι σημαντικό τμήμα του αμερικανικού κεφαλαίου φαίνεται να μη συμφωνεί με τις τακτικές του νέου προέδρου, είναι στρατηγικά πιο ενδιαφέρουσα η ρητορική περί προστατευτισμού και νομισματικών πολέμων. Είναι αλήθεια ότι βρισκόμαστε σε μια ασταθή οικονομικά περίοδο γεμάτη αβεβαιότητες, μια περίοδο που το παλιό υπόδειγμα κερδοφορίας το οποίο χρησιμοποιήθηκε διεθνώς από τη δεκαετία του 1980 και το οποίο αντιπροσώπευσε ο νεοφιλελευθερισμός έχει πεθάνει, χωρίς όμως νέο υπόδειγμα κερδοφορίας να έχει ακόμη διαφανεί. Είναι σαφές ότι σε τέτοιες περιόδους κρίσης αυξάνονται οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Είναι όμως δύσκολο να φανταστεί κανείς την κάτοχο του διεθνούς νομίσματος και εξαγωγό καπιταλιστικού ήθους στον πλανήτη να διεξάγει πόλεμο τέτοιου είδους ταυτόχρονα με όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν είναι μόνο ότι εάν ξεκινούσε έναν τέτοιο πόλεμο contra omnes απλώς δεν θα επαρκούσαν οι δυνάμεις της (ακόμα και ο ηγεμόνας έχει όρια στη δύναμή του), αλλά επιπλέον θα διακύβευε την υπαναχώρηση σε ένα προϊμπεριαλιστικό, προμονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, ένα στάδιο που έχει ήδη προ πολλού ξεχαστεί από την ιστορία. Επιπλέον, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η έναρξη ενός τέτοιου πολέμου δεν θα ωφελούσε τελικά τους ίδιους τους ανταγωνιστές της υπερδύναμης.
Το σύνθημα του Τραμπ «America first» («Αμερική πρώτα απ’ όλα», σύνθημα που φυσικά θυμίζει τα αντίστοιχα ναζιστικά) –το οποίο με έναν τρόπο ανταποκρίνεται σήμερα στην πραγματικότητα καθότι η Αμερική ηγείται της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας– κινδυνεύει να πάψει να αντιστοιχεί σε αυτήν,
αν ο νέος πλανητάρχης αποφασίσει δασμούς που θα απορρίψει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (του οποίου την ύπαρξη εγγυώνται εν πολλοίς οι ΗΠΑ), δασμούς που επιπλέον οι εισαγωγικές αμερικανικές πολυεθνικές θα τους έβλεπαν περίπου σαν κήρυξη πολέμου·
αν ο νέος πλανητάρχης όντως αποφασίσει από τη μία προστατευτισμό και από την άλλη κλείσιμο των συνόρων σε μουσουλμάνους, αποξενώνοντας έτσι τον κυριότερο σύμμαχό του, τη Βρετανία. Η τελευταία, δύσκολα θα αφήσει το κοσμοπολίτικο και διεθνοποιημένο κεφάλαιο κλείνοντας τα σύνορά της, τη στιγμή που είναι η πιο αποβιομηχανοποιημένη χώρα του ιμπεριαλιστικού κέντρου. Έτσι, οι εξαγγελίες Τραμπ στην πραγματικότητα δυσκολεύουν τη ζωή της Μέυ, και κάνουν πιο επίφοβο για το βρετανικό κεφάλαιο το Brexit, αφού θα είναι ταυτόχρονα αδύνατη η στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ. Εγκαταλείπεις το σαπιοκάραβο (Ε.Ε.) μόνο αν κοντά εκεί είναι ένα καράβι να σε μαζέψει (ΗΠΑ), όχι αν είναι να παλέψεις μόνος με τα κύματα·
αν (και εφόσον) κάνει βήματα νομισματικού πολέμου που ακυρώνουν τους λόγους ύπαρξης του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και άλλων διεθνών οργανισμών, που κύριο λόγο ύπαρξης έχουν τη διαιώνιση της σταθερότητας του συστήματος μέσω της κυριαρχίας των ίδιων των ΗΠΑ, υπονομεύοντας έτσι τη θέση της Αμερικής ως εγγυήτριας της διεθνούς τάξης πραγμάτων·
κ.ο.κ.
Επομένως, αν ισχύουν τελικά τα παραπάνω και αν οι άναρθρες κραυγές του νέου προέδρου είναι απλώς ένα «χαριτωμένο» παιχνίδι με τα μίντια (ή, ακόμα καλύτερα, μια μεγαλοπρεπής μπλόφα διαπραγμάτευσης όπου ο πρόεδρος φωνάζει τώρα ώστε να διεκδικήσει περισσότερα μετά), τότε μπορούμε να περιμένουμε από την υπερδύναμη σε ένα άμεσο μέλλον μια πορεία αποκλιμάκωσης του δολαρίου, σε συμφωνία –ή και σε μερική αντίθεση (;)– με τους μεγάλους εμπορικούς εταίρους, σε αντιστοιχία με παλιότερες τέτοιες συμφωνίες, όπως η συμφωνία Πλάζα.[2] Μια τέτοια κίνηση, είτε σε συμφωνία με Ε.Ε. και Κίνα είτε όχι, θα είχε σαφώς την επιδοκιμασία των αναπτυσσόμενων χωρών, των οποίων το τεράστιο χρέος είναι σε δολάρια. Η διολίσθηση ή υποτίμηση του δολαρίου και τις αμερικανικές εξαγωγές θα πριμοδοτούσε αλλά και το χρέος των τρίτων χωρών σε δολάρια θα μείωνε. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο αλλαγών έχει νόημα και το σταμάτημα των διεθνών συμφωνιών όπως η TPP και η NAFTA. Αλλά μέχρι εκεί. Οι κινήσεις του ηγεμόνα πρέπει να είναι προσεκτικές αλλιώς δεν του αξίζει να είναι ηγεμόνας.
Η αρχή του τέλους;
Ο αξιότιμος Ότμαρ Ίσσινγκ, καθηγητής οικονομικών του πανεπιστημίου Γκαίτε της Φραγκφούρτης, δεν είναι ο μέσος οικονομολόγος. Δεν είναι το γεγονός ότι είναι ένας λυσσασμένος νεοφιλελεύθερος αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει. Οι περισσότεροι πολιτικά ενεργοί οικονομολόγοι (δηλαδή όσοι βρίσκονται σε θέσεις κρίσιμες για τη λειτουργία του συστήματος) είναι νεοφιλελεύθεροι. Οι Γερμανοί μάλιστα, όπως ο Ίσσινγκ, είναι μια ξεχωριστή ποικιλία πολύ αυστηρού ταλιμπανικού φιλελευθερισμού με σαδομαζοχιστικές τάσεις, του «ορντολιμπεραλισμού». Αν λ.χ. ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν οικονομολόγος στη Γερμανία, τότε θα ήταν μάλλον στη δεξιά πτέρυγα των σοσιαλδημοκρατών και όχι στους χριστιανοδημοκράτες. (Τι να λέμε τώρα, εδώ στο Die Linke και υπάρχουν μητσοτακικοί...)
Εκείνο που κάνει τον κύριο Ίσσινγκ να ξεχωρίζει –και του κρατάει και μια ξεχωριστή θέση στην παγκόσμια ιστορία της νεοφιλελεύθερης αυστηρότητας (κάποιοι λίγοι κακόπιστοι θα έλεγαν «νεοφιλελεύθερης μπαρουφολογίας»)– είναι το γεγονός ότι ο ίδιος επινόησε την «Πολιτική των δύο στυλοβατών», την πολιτική δηλαδή που ακολουθεί από τον Οκτώβριο του 1988 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.[3] Τότε μάλιστα ήταν ο πρώτος τη τάξει οικονομολόγος (chief economist) της ΕΚΤ και μέλος του δ.σ. της (αργότερα βέβαια αποχώρησε από το δ.σ. σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το γεγονός ότι η τράπεζα δεν είναι επαρκώς νεοφιλελεύθερη...).
Ο κύριος Ίσσινγκ λοιπόν, ο ήρωας του νεοφιλελευθερισμού, αυτός που τόσο κομβικό ρόλο έπαιξε στην ΕΚΤ, ο στυλοβάτης του οικοδομήματος του ευρώ, σε μια συνέντευξή του τον περασμένο Οκτώβριο, δήλωσε για το μέλλον του κοινού νομίσματος: «Είναι δύσκολο να προβλέψουμε πόσο θα συνεχιστεί αυτή [. . .] η διαρκής πάλη από τη μια κρίση στην άλλη, αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα. Οι κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να σωρεύουν χρέος πάνω σε χρέος – και μετά μια μέρα, αυτός ο πύργος από τραπουλόχαρτα (‘house of cards’) θα καταρρεύσει». Τι άλλο να πει κανείς; Καλώς τονε κι ας άργησε...
Είναι η πρώτη φορά[4] που προβλέψεις για το τέλος του ευρώ έχουν αρχίσει να ακούγονται και από τόσο συστημικά, κατά τεκμήριο ευρωφιλικά χείλη, συντείνοντας έτσι σε μια αίσθηση τέλους εποχής. Μέχρι τώρα αυτή ήταν η μονότονη δουλειά λίγων καταστροφολόγων της άκρας δεξιάς (οι οποίοι όμως δεν είχαν πιάσει στασίδια στο γκουβέρνο, αν και το ήθελαν) και ακόμα λιγότερων της αριστεράς (οι οποίοι ούτε μπορούσαμε ούτε θέλαμε να πιάσουμε στασίδια στο γκουβέρνο). Είναι άλλη μια ενδιαφέρουσα υποσημείωση για την κατάσταση της ευρωαριστεράς το ότι κανείς δεν φαίνεται να έχει περισσότερη τυφλή εμπιστοσύνη στο κοινό νόμισμα από τους αριστερούς. Ακόμα κι αν αυτή η τύφλωση εκφράζεται ως μπλαζέ αδιαφορία του τύπου «τι ευρώ, τι δραχμή, το νόμισμα είναι έτσι κι αλλιώς καπιταλιστικό», όπως κάνει στα καθ’ ημάς το ΚΚΕ.
Στο ευρωπαϊκό κέντρο όμως, φαίνεται ότι έχουν αρχίσει σταδιακά να καταλαβαίνουν τον κίνδυνο. Γιατί μπορεί βέβαια η γραφειοκρατία είτε των Βρυξελλών είτε των εθνικών κυβερνήσεων να έχει φτάσει πλέον να είναι μια κάστα όλο και περισσότερο μη εκλεγμένων «ειδικών» (π.χ. ούτε η Μέυ της Βρετανίας ούτε ο Τζεντιλόνι –και πιο πριν ο Ρέντσι– της Ιταλίας είναι εκλεγμένοι στο αξίωμά τους), που με ύφος καρδιναλίου επαναλαμβάνουν μονότονα το μάντρα τους «περικοπές, μείωση δημοσίου, χρηματοοικονομική σταθερότητα, περικοπές», όμως από την άλλη μεριά είναι μια γραφειοκρατία με σαφή υλικά συμφέροντα προσδεμένα στο κοινό νόμισμα. Έτσι, μπορεί να επιδεικνύουν την αναισθησία τους στην οικτρή κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων, αναισθησία που είναι το αποτέλεσμα της πλήρους εδώ και λίγα χρόνια αποσύνδεσης των εκλογών από τα όποια στρεβλά λαϊκά συμφέροντα αυτές εκπροσωπούσαν, όμως επιδεικνύουν μεγάλη ευαισθησία στα σημάδια ότι κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο της ευρωλάνδης.
Έτσι, αντιστρόφως, εξηγείται και η πρόσφατη τάση εκλογικής υπερίσχυσης αυτού που αποκαλείται από τους σοβαροφανείς δεξιούς των μίντια «λαϊκισμός». Σε έναν βαθμό πρόκειται για την έκφραση της τυφλής αγανάκτησης των κατώτερων (κυρίως μικροαστικών αλλά και εργατικών) στρωμάτων για την ένδεια στην οποία πέφτουν με ταχείς ρυθμούς, μια αγανάκτηση που συχνά, όχι όμως πάντα, τη διαχειρίζονται (ακρο)δεξιοί εκπρόσωποι ενός κάπως διαφορετικού μείγματος πολιτικής.
Αλλά ταυτόχρονα, σε ένα άλλο επίπεδο, τα αστικά επιτελεία του ευρωκέντρου είναι προφανές πως μελετούν σενάρια σχετικά με το κοινό νόμισμα και το πιθανό τέλος του.
Ποιας εποχής το τέλος;
Πρόσφατα ο επικεφαλής της ΕΚΤ, ο Μάριο Ντράγκι, σε μια επιστολή του όπου απαντούσε σε ερώτημα Ιταλών ευρωβουλευτών, έγραψε ότι η έξοδος της Ιταλίας από το ευρώ θα της κόστιζε 358 δισ.[5] (Για την Ελλάδα το αντίστοιχο ποσό υπολογίζεται σε 96 δις). Η επιστολή του Ντράγκι τελειώνει ως εξής: «Οποιαδήποτε χώρα επιθυμεί να εγκαταλείψει το ευρωσύστημα θα πρέπει πρώτα να τακτοποιήσει όλες τις οικονομικές απαιτήσεις αλλά και τα χρέη της Κεντρικής της Τράπεζας». Το οποίο ως δήλωση είναι πράγματι εντυπωσιακό, αν σκεφτεί κανείς ότι, τουλάχιστον σύμφωνα με την Ελληνική κυβέρνηση και αντιπολίτευση, το ευρώ είναι εδώ για να μείνει και ουδεμία συζήτησις περί εξόδου δύναται να γίνει δεκτή.
Σοβαρά τώρα, η απάντηση Ντράγκι είναι εκπληκτική για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή είναι η πρώτη φορά που η ΕΚΤ η ίδια αναγνωρίζει το ενδεχόμενο εξόδου, λέγοντας ότι ναι, η Ιταλία μπορεί να φύγει αλλά μόνο αν τακτοποιήσει τα χρέη της, αλλιώς η ΕΚΤ δεν θα το επιτρέψει. Ως τώρα, ακόμα και στην περίπτωση της Ελλάδας η απάντηση ήταν ότι τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει. Δεύτερον, για το μέγεθος της μπλόφας που κάνει εδώ ο Ντράγκι, μπλόφας τόσο μεγάλης που μόνο ως κίνηση απελπισίας ενός παίχτη που δεν κρατάει φύλλο μπορεί να γίνει αντιληπτή. Ας δούμε γιατί.
Ας υποτεθεί ότι η Ιταλία όντως βγαίνει από το ευρώ, μια κίνηση πολύ πιο σημαντική από το Brexit, αφού η Βρετανία δεν συμμετέχει στο κοινό νόμισμα. Το πρώτο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι το τεχνικό γεγονός ότι τα δισ. αυτά είναι (υποτίθεται) απαιτητά από τον μηχανισμό TARGET2, κάτι το ψευδές – αλλά δεν θα μείνουμε σε αυτό το γεγονός επειδή είναι αρκετά τεχνικό για να εξηγηθεί εδώ.[6] Το αμέσως επόμενο είναι το ερώτημα «Και πώς η ΕΚΤ θα αποτρέψει την έξοδο χωρίς τακτοποίηση;». Δεν υπάρχει κανένας διεθνής μηχανισμός που να μπορεί να το κάνει αυτό, ούτε έχει η ΕΚΤ (ή η Γερμανία, που είναι στη συγκυρία αυτή ο κύριος χρηματοδότης του TARGET2) στα χέρια της κάποιο όπλο για να εκβιάσει την Ιταλία αν θελήσει να βγει πριν αυτή βγει.
Το τρίτο τώρα έχει να κάνει με το απαιτητό των χρεών, αφού η Ιταλία –υποθετικά– βγει. Εδώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Ιταλία θα έχει να αντιμετωπίσει δικαστικές διαμάχες σε διεθνή δικαστήρια και ατέλειωτες περιπέτειες, πληθωρισμό, πείνα, πόλεμο, φυσικές καταστροφές, δεν θα έχει χαρτί υγείας, όλοι οι Ιταλοί θα βγάλουνε κριθαράκι στο μάτι κ.λπ., όπως η Αργεντινή (ή/και η Βενεζουέλα και η Βόρεια Κορέα). Πέρα από το γεγονός ότι οι «περιπέτειες» της Αργεντινής σε δικαστικό επίπεδο είναι πολύ πολύ μικρότερες από όσο τις έχει κατά καιρούς περιγράψει ο ΣΚΑΪ, εδώ μπαίνουν μια σειρά άλλοι παράγοντες, ακόμα πιο βαθιοί και σημαντικοί: «O Ζαν Μεσιχά [σ.σ. σύμβουλος της Λεπέν], παρουσίασε τα σχέδια του Εθνικού Μετώπου για το Frexit, υποστηρίζοντας πως το γαλλικό κράτος θα μετατρέψει σε νέο φράγκο χρέος πάνω από 2 τρισ. ευρώ και θα εγγυηθεί ότι οι εταιρείες θα έχουν πρόσβαση στις αγορές χρέους για να διευκολύνει τη μετάβαση».[7]
Το επιχείρημα είναι απλό, νομικά στέρεο (lex monetae), γνωστό στο διεθνές τραπεζικό σύστημα, αν και δεν έχει ακουστεί και τόσο πολύ· ποιος εξάλλου θα το διαφήμιζε, ο ΣΚΑΪ ή η Αυγή; Το επιχείρημα λοιπόν, που το χρησιμοποιεί εδώ για δικούς της λόγους η Λεπέν, είναι ότι όπως όταν μπήκαμε στο ευρώ, όλα τα χρέη που ήταν σε δραχμή αυτομάτως μετατράπηκαν σε ευρώ (αφού αυτό έγινε το εθνικό νόμισμα), έτσι και στην έξοδο, όλα τα χρέη σε ευρώ (το έως τώρα εθνικό νόμισμα) που έχουν συναφθεί από μια χώρα αυτόματα θα μετατραπούν στο νέο εθνικό νόμισμα, δραχμή για την Ελλάδα, φράγκο για τη Γαλλία κ.λπ. και επομένως άμεσα και εύκολα πληρωτέα, προς απελπισία όμως των απανταχού δανειστών.
Έτσι πλησιάζουμε στην ουσία του προβλήματος, που την εκπροσωπεί σε αυτό το στάδιο η Λεπέν. Και το πρόβλημα είναι ακριβώς η αδυναμία ύπαρξης μιας υπερεθνικής ιμπεριαλιστικής ενοποίησης όπως η Ε.Ε. σε συνθήκες κρίσης, λόγω (μεταξύ άλλων) και των αποκλινουσών εθνικών στρατηγικών. Στην περίπτωση που συζητάμε, πριν από την ενοποίηση, η Γαλλία ήταν πλεονασματική και η Γερμανία ελλειμματική, αντίθετα δηλαδή από τώρα. Το γερμανικό εξαγωγικό κεφάλαιο πάλευε τότε με το ακριβό μάρκο και τα υψηλά γερμανικά ημερομίσθια. Το ευρώ βοήθησε τον γερμανικό ιμπεριαλισμό να αναπτυχθεί σε βάρος όχι μόνο της «δικής του» εργατικής τάξης, με το πολύχρονο πάγωμα των μισθών στη χώρα, αλλά και σε βάρος ενός τμήματος του γαλλικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος αναγκάστηκε από τις συνθήκες και προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει το κοινό νόμισμα, να αφήσει τους Γερμανούς να τον ξεπεράσουν (όπως ακριβώς τους κατηγορεί ο σύμβουλος του Τραμπ!). Αυτό το τμήμα του γαλλικού κεφαλαίου, που πιστεύει ότι μπορεί να γίνει ξανά ανταγωνιστικό αν του επιτρέπεται η διαχείριση της ισοτιμίας του νομίσματός του, μαζί με σημαντικά τμήματα μικροαστών που έκλεισαν οι βιοτεχνίες τους και έπεσαν ταξική κατηγορία, μαζί και με απαξιούμενα τμήματα της εργατικής τάξης είναι η εκλογική βάση της Λεπέν. Η οποία Λεπέν φυσικά με τη σειρά της μπλοφάρει, προετοιμαζόμενη βέβαια από τη μια για κάθε ενδεχόμενο αλλά κυρίως φωνάζοντας για έξοδο ώστε να διαπραγματευτεί, ως πρόεδρος, καλύτερες θέσεις για το γαλλικό κεφάλαιο εντός ευρώ.
(Σημείωση: Όποιος μιλάει για «εθνικό νόμισμα» ως τμήμα μιας «εθνικής» στρατηγικής είναι με την Λεπέν, που, όχι τυχαία, συνεχίζει αναφέροντας την απόλυτη στήριξη που θα δώσει στις εθνικές της επιχειρήσεις. Αν αντίθετα μας ενδιαφέρει μια στρατηγική εξόδου όχι του «έθνους» αλλά των λαϊκών τάξεων από την κρίση, τότε το «εθνικό νόμισμα», νοούμενο ως «κρατικό», θα πρέπει να είναι ρητά συνδεδεμένο με μια σειρά άλλα μεταβατικού χαρακτήρα μέτρα που δεν έχουν και πολλή σχέση με τη στήριξη των... εθνικών ή άλλων επιχειρήσεων.)
Επομένως περισσότερο από τη ρητορική Τραμπ (που είναι σύμπτωμα και όχι αιτία), το πρόβλημα της Ε.Ε. είναι εσωτερικό και όχι εξωτερικό. Αν δεν υπάρξουν συνταρακτικές αλλαγές της κατάστασης (δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο ο Τραμπ να είναι όντως ταύρος σε υαλοπωλείο...) στο επόμενο διάστημα, οι ρωγμές στο κοινό νόμισμα θα γίνουν ρήγματα. Δύο είναι οι παράγοντες που κρατούν την Ε.Ε. ενωμένη αυτή τη στιγμή· το πρώτο είναι το τεράστιο εκτιμώμενο κόστος της διάλυσης λόγω της απίθανης περιπλοκότητας του συστήματος. Το δεύτερο είναι η επιμονή της Γερμανίας, η οποία θέλει μόνο την Ελλάδα και κάνα δυο μικρούς ακόμα έξω, αλλά δεν ξέρει πώς να το πετύχει χωρίς να γκρεμιστεί όλο το μαγαζί. Ποιος χρωστάει τι σε ποιον είναι περίπου αδύνατο να υπολογιστεί. Σε περίπτωση όμως που η Γαλλία ή η Ιταλία όντως βγουν, τέτοιοι υπολογισμοί που σήμερα γίνονται σε ευρώ, θα ακυρωθούν σε μια βραδιά. Τα δεδομένα θα αλλάξουν απότομα και όποιος δεν έχει έτοιμο ένα σχέδιο για την επόμενη μέρα θα είναι ο χαμένος.
Κι ανάμεσα στους χαμένους θα είναι και αυτοί οι λίγοι καταστροφολόγοι της αριστεράς που, αν δεν καταφέρουν να φτιάξουν μια συνεκτική πολιτική πρόταση, ένα πολιτικό υποκείμενο, θα καταφέρουν να γίνουν το μόνο χειρότερο πράγμα που υπάρχει από καταστροφολόγοι της αριστεράς: σταλεγάκηδες καταστροφολόγοι της αριστεράς...
[1] Οι κατηγορίες για χειραγώγηση του νομίσματος της Κίνας για να είναι ανταγωνιστικότερες οι εξαγωγές της είναι ενδιαφέρουσες. Το ΔΝΤ, ικανοποιημένο από τη στάση της κινεζικής κυβέρνσησης τα τελευταία χρόνια προσέθεσε το ρενμίμπι (το νόμισμα της Κίνας) στο διεθνές καλάθι νομισμάτων που χρησιμοποιεί για να υπολογίζει τα Special Drawing Rights, μαζί με δολάριο, ευρώ, γιεν και λίρα, μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο. Το ΔΝΤ δηλαδή δίνει το οκέι στην Κίνα και λίγους μήνες μετά έρχεται ο πρόεδρος και λέει τα αντίθετα. Ο Τραμπ για άλλη μια φορά φαίνεται να αγνοεί διεθνείς οργανισμούς που ηγεμονεύονται από τις ΗΠΑ λες και δεν ξέρει ότι υπάρχουν.
[2] Βέβαια μένει να δούμε αν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα συμφωνούσε η Κίνα, με δεδομένο ότι το χτύπημα στις εξαγωγές της θα ήταν μεγάλο, όπως δείχνει και το προηγούεμενο της Ιαπωνίας και της εξέλιξής της ακριβώς μετά τη συμφωνία Πλάζα.
[3] Οι δύο στυλοβάτες είναι η νομισματική και η οικονομική ανάλυση που είναι υποχρεωμένη να κάνει η ΕΚΤ προκειμένου να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών: όχι δηλαδή και τίποτα το ιδιαίτερο, όλες οι κεντρικές τράπεζες κάνουν κάτι τέτοιο έτσι κι αλλιώς. Είναι ενδιαφέρον όμως (θα έλεγαν οι κακόπιστοι), ότι η ΕΚΤ, εκτός από τη σταθερότητα των τιμών, δεν έχει από το καταστατικό της καμία άλλη υποχρέωση όπως π.χ. να διασφαλίζει την ανάπτυξη ή να φροντίζει για τη μείωση της ανεργίας, σαν όλες τις άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες. Μια σύντομη περιγραφή των δύο πυλώνων από τον ίδιο τον Ίσσινγκ εδώ.
[4] Για την ακρίβεια η δεύτερη, γιατί πρώτος ήταν εδώ και χρόνια ο Χανς-Βέρνερ Σιν, ο οποίος όμως, ως απλός σύμβουλος της γερμανικής κυβέρνησης, δεν είναι τόσο (ευρω)συστημικός όσο ο Ίσσινγκ.
[5] Γιάννης Αγγέλης, «Το “αόρατο” χρέος των 96 δισ. ευρώ που δεν “σβήνει” ούτε με... Grexit», capital.gr, 24.1.2017
[6] Για τον φιλομαθή και μελετηρό ενδιαφερόμενο, το άρθρο της Wikipedia είναι μια καλή αρχή. Χρήσιμη είναι και η στατιστική σελίδα της ΕΚΤ, με τα άπειρα δεδομένα της, π.χ. για το TARGET2.
[7] «Η Λεπέν υπόσχεται έξοδο από το ευρώ σε έξι μήνες», euro2day.gr, 31.1.2017.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ