Θα ξεκινήσω από το ερώτημα που με απασχόλησε.[1] Πώς παράγεται η ταξική υποτέλεια; Πώς ένα υποκείμενο παράγεται μέσα από τη σχέση του με μια άλλη τάξη ως υπάλληλο; Μέσα από ποιους μηχανισμούς επιτελεί την κατωτερότητά του; Ποια είναι πρόσωπα που παίρνουν οι σχέσεις εξουσίες στο πεδίο της εργασίας;
Κάθε σχέση εξουσίας οργανώνεται σε ένα συγκεκριμένο πεδίο και σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο. Το πεδίο αυτό είναι η έμμισθη οικιακή εργασία. Η μελέτη εντάσσεται στο πλαίσιο των ερευνών που επικεντρώνονται στη σχέση εργοδότριας - οικιακής εργαζόμενης, εμπνεόμενη από την εννοιολόγηση της τάξης από τον Έντουαρντ Τόμσον ως σχέσης. Πώς μελετάμε αυτή τη σχέση; Αν η τάξη δημιουργείται από τους ανθρώπους καθώς ζουν την ιστορία τους, αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι είναι παρόντες και συμμετέχουν στη δημιουργία των ταξικών ταυτοτήτων. Όπως υποστηρίζει ο Τόμσον, «η τάξη είναι ένα κοινωνικό και πολιτισμικό μόρφωμα (που συχνά αποκτά θεσμική έκφραση), το οποίο δεν μπορεί να οριστεί αφαιρετικά ή μεμονωμένα, αλλά μόνο με αναφορά στη σχέση με τις άλλες τάξεις· και σε τελευταία ανάλυση, μπορεί να οριστεί μόνο στο μέσο του χρόνου, δηλαδή της δράσης και της αντίδρασης, της αλλαγής και της σύγκρουσης. Όταν μιλάμε για τάξη, σκεφτόμαστε ένα πολύ χαλαρά ορισμένο σώμα ανθρώπων που μοιράζονται τις ίδιες κατηγορίες συμφερόντων, κοινωνικές εμπειρίες, παραδόσεις και αξιακά συστήματα, που έχουν την προδιάθεση να συμπεριφέρονται ως τάξη, να ορίζουν τους εαυτούς τους στη δράση τους και στη συνείδησή τους σε σχέση με άλλες ομάδες ανθρώπων με ταξικό τρόπο. Αλλά η ίδια η τάξη δεν είναι πράγμα, είναι συμβάν».[2]
Αν η τάξη είναι συμβάν, σε ποιο χρονικό ορίζοντα τη μελετάμε; Για να κατανοήσω την παραγωγή του υποκειμένου μέσα από τη σχέση, έπρεπε να την τοποθετήσω σε μια προοπτική και όχι να κόψω μια φέτα του χρόνου σύγχρονη με τη ζωή των υποκειμένων που μελετούσα. Προσπάθησα να τοποθετήσω την εμπειρία των οικιακών εργατριών στο πλαίσιο των κρατικών πολιτικών, της νομοθεσίας, της αγοράς εργασίας, της αγροτικής οικονομίας, της οικογένειας, των λόγων και των αναπαραστάσεων της αστικής τάξης.
Κάποιες κατηγορίες εργαζομένων είναι χρήσιμες για να σκέφτεται μια κοινωνία.[3] Καμία άλλη μορφή όσο η μορφή της οικιακής εργαζόμενης δεν απέδωσε καλύτερα τις αγωνίες της αστικής τάξης για τον εαυτό της και δεν αποτέλεσε για το φαντασιακό της αστικής τάξης την καλύτερη έκφραση των επιδιώξεών της. Η μορφή της υπηρέτριας αγνοημένη από την εργατική νομοθεσία και αποκλεισμένη από την κρατική προστασία εξυπηρέτησε την καμπάνια για την κατάργηση της παιδικής εργασίας όταν το κράτος αποφάσισε να προσχωρήσει στα πολιτισμένα κράτη της Δύσης αναγνωρίζοντας στα παιδιά της εργατικής τάξης το δικαίωμα στην παιδική ηλικία.[4]
Η έννοια της υποκειμενικότητας αποσκοπεί στο να γίνει κατανοητό ότι τα υποκείμενα δεν συγκροτήθηκαν ερήμην τους αλλά μετείχαν στη διαδικασία της διαμόρφωσής τους. Το δίπολο αντίσταση-υποταγή αποτελεί μια διχοτομική προσέγγιση που εγκλωβίζει την έννοια του δρώντος υποκειμένου στο περιοριστικό δίλημμα ότι το υποκείμενο είτε αντιστέκεται είτε συναινεί στις κυριαρχικές δομές εξουσίας στον χώρο του σπιτιού. Κάθε ανάλυση που θέτει ως στόχο της να απαντήσει σε αυτό το δίλημμα αρχίζει πολύ αργά τη συγγραφή της ιστορίας, καθώς δέχεται ως δεδομένες τις κοινωνικές κατηγορίες και δεν εξετάζει τη σύνθετη διαδικασία της διαμόρφωσης του υποκειμένου, η οποία δεν μπορεί να συντελείται έξω από την έγκλησή του από την εξουσία.[5] Ως εκ τούτου η παραγωγή της υποτέλειας τέθηκε στο πλαίσιο της κατασκευής της «υπηρέτριας» ως κατηγορίας του νόμου, ως μορφής που συμπυκνώνει τον κίνδυνο για την ιδιοκτησία της αστικής τάξης, την ανησυχία για την ηθική, πνευματική και σωματική μόλυνση των παιδιών της, την καταναλώτρια που απειλεί μέσω της μίμησης να συσκοτίσει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης και δυνάμει να την ανατρέψει.
Κάθε βιβλίο έχει πλοκή. Πώς σχετίζεται αυτή η πλοκή με τις πηγές; Δηλαδή ποια είναι η διαδικασία να παραχθεί ιστορία από τις πηγές; Και τι είδους πηγές είναι αυτές;
Έχουν οι πηγές αυτονομία και σε ποιον βαθμό από τα ερωτήματα; Ποιος είναι ο ρόλος των συναισθημάτων στην παραγωγή της ιστορίας;
Πώς να αποδώσω τα συναισθήματα που μου γεννούσαν τα λόγια των ανθρώπων; Αυτά που μου έλεγαν οι άνθρωποι με συγκλόνιζαν, αλλά έπρεπε να φτιάξω μια αφήγηση ώστε ο αναγνώστης να αισθανθεί αυτό που με συγκλόνισε. Το πλαίσιο αυτό ήταν το πλαίσιο των έμφυλων, ταξικών και ηλικιακών σχέσεων εξουσίας. Επομένως η ιστορία τους, για να αποκτήσει νόημα, έπρεπε να ενταχθεί στο πλαίσιο που οι ίδιες έθεταν στην αφήγησή τους. Εδώ τίθεται το ζήτημα του κατά πόσο οι συνεντεύξεις αποτελούν για τον ιστορικό απλώς πρωτογενείς πηγές στις οποίες επενεργεί με την ερμηνεία του. Κατά πόσο ο ιστορικός ασκεί μέσω της ερμηνείας την εξουσία του πάνω στις πηγές ή κατά πόσο ο διάλογος που παράγει τις πηγές του εξακολουθεί να παράγει καρπούς και στο επίπεδο της συγγραφής της ιστορίας.
Με καθοδήγησαν στη συγγραφή της ιστορίας οι ερμηνείες των ίδιων των γυναικών από τις οποίες πήρα συνέντευξη και τα συναισθήματά τους. Με αυτή την έννοια, οι συνεντεύξεις δεν αποτελούν απλώς πρωτογενείς πηγές στις οποίες επενεργεί ο ιστορικός αλλά αποτελούν ήδη μια ερμηνεία, παρέχουν τα κλειδιά για να απαντήσω στα ερωτήματα και να κατανοήσω τι σήμαινε γι’ αυτές τις γυναίκες να δουλεύουν ως οικιακές εργάτριες. Πώς αισθάνονταν και ποια αισθήματα εξέφραζαν αναφορικά με τη σχέση τους με τις εργοδότριές τους και αναφορικά με την εργασία τους.[6]
Το βιβλίο έθεσε στο επίκεντρο το υποκείμενο και τα συναισθήματά του, καθώς η βίωση της καταπίεσης εκφέρεται με συναισθήματα και αυτά τα συναισθήματα παράγουν τη συνείδηση.
Επομένως, τι σημαίνει ότι γράφω την ιστορία της οικιακής εργασίας από την οπτική των γυναικών που έκαναν αυτό το επάγγελμα; Θεωρώντας ότι έχει επιβληθεί ένας μονόλογος στη δική τους εμπειρία από την αστική τάξη, έπρεπε να ακουστεί και η δική τους φωνή. Οπότε η δική τους φωνή μελετάται σε σχέση με τον λόγο της αστικής τάξης και της κρατικής πολιτικής, που διαμόρφωσαν το πλαίσιο της εργασίας τους μέσα από τη νομοθεσία, τις αναπαραστάσεις γι’ αυτές και την πραγματικότητα της εργασίας στο αστικό νοικοκυριό. Διαμορφώθηκε μια εργασιακή κατηγορία, την οποία κατοικούν τα υποκείμενα της μελέτης, αλλά εκείνες είναι οι πρωταγωνίστριες καθώς διατυπώνουν τον δικό τους λόγο για την εργασία τους και τις σχέσεις τους με τις εργοδότριές τους.
Δεν τίθεται επομένως ζήτημα του να ακούσουμε και τις δύο πλευρές, οι οποίες έχουν διαφορετικές ιστορίες να μας πουν με στόχο να έχουμε μια πλήρη εικόνα. Διότι αυτό θα σήμαινε ότι λογαριάζουμε τα δύο μέρη στο εργασιακό συμβόλαιο σαν να είναι ίσα και όχι ασύμμετρα. Ούτε μπορούμε να ξεκινήσουμε τη μελέτη της εργασίας μόνο στο πλαίσιο του σπιτιού, της εργασίας, από τη στιγμή δηλαδή που τα υποκείμενα θα μπουν στη σχέση αυτή. Διότι είναι ήδη υποκείμενα του Λόγου και του νόμου, των λόγων που έχουν παραχθεί γι’ αυτές από την εξουσία και τους φορείς της. Εξέτασα λοιπόν πρώτα την έγκληση των υποκειμένων, ποιοι είναι αυτοί οι Λόγοι και πώς διαμορφώνουν τα υποκείμενα για τα οποία μιλούν. Το να εξετάσουμε τις δύο αυτές οπτικές σημαίνει ότι πρέπει να τις τοποθετήσουμε στο πλαίσιο των σχέσεων εξουσίας οι οποίες υπάρχουν προτού τα υποκείμενα –τα δύο μέρη– συνάψουν ένα συμβόλαιο. Οι μορφές του οικονομικού, κοινωνικού και συμβολικού κεφαλαίου με το οποίο εισέρχονται οι εργοδότριες και οι εργάτριες στο συμβόλαιο είναι άνισες και ασύμμετρες. Εισέρχονται επομένως με ένα habitus, με μια προδιάθεση, με μια αίσθηση των ορίων, η οποία έχει δημιουργηθεί από την εσωτερίκευση των δομών, των νοηματικών σχημάτων και των πράξεων που αντιστοιχούν στις μορφές του κεφαλαίου και είναι κοινές για όλα τα μέλη μιας ομάδας ή τάξης.[7] Μέσα από μια σειρά πρακτικών, τα υποκείμενα αναπαράγουν τι δομές, τα σχήματα, τις πράξεις. Αυτές οι πρακτικές είναι, όπως έδειξα στο βιβλίο, συνειδητές. Γίνονται συνειδητές μέσω της μνήμης και της επεξεργασίας που κάνει το υποκείμενο για να κατανοήσει τον εαυτό του. Η συνείδησή του για το πώς διαμορφώθηκε μέσα από τις σχέσεις του με άλλους ανθρώπους που ανήκουν σε μια άλλη τάξη.
Η «υπηρετική υποκειμενικότητα» αποτελεί επομένως μια έννοια και μια ταυτότητα που προέκυψε από τον τρόπο με τον οποίο επεξεργάστηκαν την ζωή τους και τις εμπειρίες τους οι ίδιες οι πληροφορήτριές μου. Οι ίδιες τοποθέτησαν την ιστορία τους στην πατρική οικογένεια, αφενός μιλώντας για τις αξίες και την πειθαρχία στο πατρικό σπίτι, τις έμφυλες και ηλικιακές ιεραρχίες μέσα από τις οποίες τα κορίτσια μάθαιναν την κατωτερότητά τους ως κορίτσια και ως γυναίκες. Το βιβλίο φωτίζει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και τις στρατηγικές της οικογένειας αναφορικά με τη διαχείριση του οικογενειακού νοικοκυριού ως παραγωγικής και αναπαραγωγικής μονάδας. Οι γονείς είχαν απόλυτη εξουσία πάνω στις αποφάσεις που αφορούσαν τον γάμο, την είσοδο και την έξοδο από την εργασία, την επιλογή του επαγγέλματος. Τα κορίτσια λοιπόν είχαν κατανοήσει την υποτελή θέση τους στην οικογένεια, η οποία τους είχε ενσταλάξει την πειθαρχία στις αποφάσεις των μεγαλυτέρων και την υποταγή τους στις ανάγκες της οικογένειας. Με αυτή την έννοια, είχαν διαμορφώσει μια υποκειμενικότητα που θα ετίθετο στην υπηρεσία της οικογένειας.
Τοποθέτησα την ιστορία τους στο πλαίσιο της πατρικής οικογένειας και με μια άλλη έννοια, αντιπαραβάλλοντας τις δικές τους εμπειρίες, τις πρακτικές και το υλικό κεφάλαιο που τις έκανε να βλέπουν το σπίτι των εργοδοτών σαν παλάτι και να μην αναγνωρίζουν τα αντικείμενα. Η είσοδος στο σπίτι των εργοδοτών σήμαινε την ενστάλαξη μιας νέας κοσμοθεώρησης και τη δημιουργία ενός καινούργιου εαυτού στην υπηρεσία των εργοδοτών, μέσα από την επιβολή σωματικών μηχανισμών υποταγής. Ενός συστήματος εξουσιαστικών πρακτικών και τελετουργιών μέσα από το οποίο το σώμα του παιδιού μάθαινε να υπηρετεί και να επιτελεί την κατωτερότητά του σε σχέση με τα σώματα των εργοδοτών. Το βλέμμα, η ομιλία, η στάση του σώματος, το ντύσιμο, η πρόσβαση και η χρήση των χώρων του σπιτιού και των αντικειμένων του, οι δοκιμές της τιμιότητας, η αφαίρεση του ονόματος και η αφαίρεση των προσωπικών χαρακτηριστικών του ατόμου, ο περιορισμός στην έξοδο από τον χώρο του σπιτιού. Το υλικό κεφάλαιο δεν μπορεί να ασκήσει την εξουσία του χωρίς τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που την κάνουν να φαίνεται φυσική.[8] Είδα όμως αυτούς τους μηχανισμούς της εξουσίας από τη σκοπιά των υποκειμένων που τις υφίστανται. Τα ίδια τα υποκείμενα μιλούν για την ενστάλαξη και την επανάληψη των τελετουργιών μέσα από τις οποίες εμπεδώθηκε η υποταγή τους. Ο λόγος τους και τα συναισθήματα που παράχθηκαν μέσα από τη βίωση των μηχανισμών της εξουσίας δημιούργησαν μέσω της μνήμης τη χρονικότητα ενός διαρκούς παρόντος, ενός διαρκούς τώρα. Αυτό το διαρκές τώρα είναι η εκφορά της τραυματικής εμπειρίας μέσα από την οποία το υποκείμενο αναγνωρίζει την αποϋποκειμενοποίησή του στον χώρο του σπιτιού των εργοδοτών. Η ντροπή παράγεται μέσα από τη συνειδητοποίηση ότι το υποκείμενο δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του, ήταν παρόν στην αποϋποκειμενοποίησή του, στην αφαίρεση της ταυτότητάς του και στη δημιουργία μιας νέας ταυτότητας. Η συνείδηση της διαδικασίας μέσω της οποίας σμιλεύτηκε η παραγωγή του υποκειμένου ως κατώτερου είναι η ταξική συνείδηση που εκβάλλει σε αυτό το διαρκές παρόν, διότι αυτό είναι το παρόν του υποκειμένου.
Η ενστάλαξη αυτής της κοσμοθεωρίας διαμόρφωσε ένα υποκείμενο στην υπηρεσία των άλλων, το οποίο επιστρατεύτηκε στην οικογένειά τους. Η σκληρή εργασία, η υπακοή στους συζύγους και στις ανάγκες των παιδιών, η φροντίδα των ηλικιωμένων αποτελούν τα στοιχεία της επιτέλεσης της υπηρετικής υποκειμενικότητας στη μετέπειτα ζωή τους.
Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της παρουσίασης της Ποθητής Χαντζαρούλα στην Πολιτική-Πολιτιστική Λέσχη Εκτός Γραμμής στην Αθήνα, την Τρίτη 28 Μαρτίου, στο πλαίσιο της παρουσίασης του βιβλίου της με τίτλο Σμιλεύοντας την υποταγή: Οι έμμισθες οικιακές εργάτριες στην Ελλάδα το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.
[1] Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Παναγιώτη Σωτήρη και τη Δέσποινα Παρασκευά-Βελουδογιάννη για την οργάνωση της παρουσίασης-συζήτησης, καθώς και τους συνομιλητές μου, τη Δήμητρα Λαμπροπούλου και τον Αποστόλη Καψάλη, που μου έκαναν την τιμή να συζητήσουν μαζί μου για το βιβλίο.
[2] E.P. Thompson, «Peculiarities of the English», στου ιδίου, The Poverty of Theory and Other Essays, Merlin Press, Λονδίνο 1978, σ. 295.
[3] C. Steedman, Labours Lost: Domestic Service and the Making of Modern England, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 2009.
[4] Η απαγόρευση της εργασίας των ανηλίκων στη βιομηχανία και η απομάκρυνσή τους από αυτή εφαρμόστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ως μέσο για την καταπολέμηση της ανεργίας των ενήλικων ανδρών.
[5] Η ιστορία της γυναικείας εργασίας πρέπει να ξαναειπωθεί από αυτή την οπτική γωνία, ως μέρος της ιστορίας της δημιουργίας μιας έμφυλα προσδιορισμένης και ιεραρχημένης αγοράς εργασίας. J. Scott, «Αποδομώντας το δίλημμα “ισότητα ή διαφορά”, ή, αλλιώς η χρησιμότητα της μεταδομιστικής θεωρίας για το φεμινισμό», στο Α. Αθανασίου (επιμ.), Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική, νήσος, Αθήνα 2006, σ. 146-166.
[6] Για τον ρόλο της οδύνης στη δημιουργία της εργασιακής ταυτότητας βλ. Δ. Λαμπροπούλου, Οικοδόμοι: Οι άνθρωποι που έχτισαν την Αθήνα, 1950-1967, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009.
[7] P. Bourdieu, H διάκριση. Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης, μτφρ. Κ. Καψαμπέλη, πρόλογος: N. Παναγιωτόπουλος, Πατάκης, Αθήνα 2002.
[8] Λ. Αλτουσέρ, «Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους», στου ιδίου, Θέσεις, μτφρ. Ξ. Γιαταγάνας, Θεμέλιο, Αθήνα 1990, σ. 69-121.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ