Φίλες και φίλοι, καλησπέρα
Είμαι πολύ χαρούμενος για την παρουσία μου εδώ απόψε και θα ήθελα να ευχαριστήσω τα παιδιά του Εκτός Γραμμής που με κάλεσαν στη συζήτηση με αφορμή το βιβλίο του Γιάννη Κολοβού «Κοινωνικά απόβλητα;». Ο λόγος είναι ότι το βιβλίο συμβάλλει στην εκπλήρωση μιας συλλογικής ευχής που γινόταν για πολλά χρόνια: να υπάρξει ένα πεδίο καταγραφής για τα λιγότερο προβεβλημένα κομμάτια της ιστορίας της ελληνικής νεολαίας· και με τα «Κοινωνικά απόβλητα;» αυτή η ευχή εκπληρώνεται με άρτιο και λειτουργικό τρόπο.
Είναι αλήθεια ότι η παρουσία μου εδώ είναι κατά ταιριαστό τρόπο «εκτός γραμμής» – να ξεκαθαρίσω ότι ήμουν και είμαι μέλος μιας μπάντας που κανείς δεν θα τη χαρακτήριζε αμιγώς πανκ, όμως ξεπήδησε στον απόηχο της δημιουργικής έκρηξη της πρώτης εποχής του πανκ και η νοοτροπία του πανκ έδρασε σαν καταλύτης σε κρίσιμες στιγμές της, προσφέροντάς της μια ώθηση προς τα εμπρός. Γι’ αυτόν τον λόγο μού φάνηκε πολύ ενδιαφέρον να δω με ποιον τρόπο οι ιδέες που με ώθησαν αρχικά επέδρασαν επάνω μου μέσα στον χρόνο και πώς μετασχηματίστηκαν –αυτές κι εγώ– σε όλη τη διαδρομή. Αναπόφευκτα λοιπόν η τοποθέτησή μου θα είναι αυτοαναφορική, βιωματική και υποκειμενική· σας ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για όλα αυτά, αλλά δεν θα σας κουράσω για πολύ.
Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, η πρώτη μου επαφή με το πανκ ροκ δεν ήταν ακουστική αλλά οπτική. Ήταν μια φωτογραφία σε κάποιο περιοδικό ποικίλης ύλης στα τέλη των ’70s· το κλασικό πλέον στιγμιότυπο όπου ο Τζώννυ Ρόττεν και ο Σιντ Βίσιους των Sex Pistols στέκονται δίπλα σε έναν Άγγλο αστυνομικό που τους κόβει πρόστιμο (;), κλήση (;) –ποτέ δεν έμαθα– με τυπική αγγλική προσήλωση στο καθήκον, ενώ οι δυο τους μοιάζουν σαν να σαρκάζουν τον φτωχό «μπόμπη», σαν να του κάνουν χάρη ενώ περιμένουν να τελειώσει τη δουλειά του. Ο Σιντ Βίσιους μάλιστα κρατάει στα χέρια του έναν μικρό ανεμόμυλο-παιχνίδι. Τα ρούχα τους και οι φάτσες τους δεν έμοιαζαν με τίποτε απ’ όσα είχα δει μέχρι εκείνη την ημέρα να φοράνε οι ροκάδες – δερμάτινα και μπότες, μαλλιά καρφιά, σακάκια από το πεθαμενατζίδικο γεμάτα παραμάνες.
Η σκηνή δεν μου ήταν ξένη –η ελληνική αστυνομία της μεταπολίτευσης θεωρούσε εκ προοιμίου επικίνδυνους τους «παρεκκλίνοντες» πιτσιρικάδες και πολύ συχνά περνούσαμε νύχτες στο τμήμα για «εξακρίβωση»– άρα γνώριζα ποια ήταν τα δύο στρατόπεδα που απεικονίζονταν στο συγκεκριμένο στιγμιότυπο. Αν η συγκεκριμένη φωτογραφία ήταν μέρος της δαιμόνιας διαφημιστικής καμπάνιας του κυρίου Μάλκομ Μακλάρεν για την προώθηση των Sex Pistols, είχε πετύχει τον σκοπό της με το παραπάνω. (Ο Μακλάρεν, μάνατζερ των Sex Pistols και εφευρέτης της εικόνας του αγγλικού πανκ των ’70s, είχε υπάρξει μέλος της σιτουασιονίστικης ομάδας King Mob που έδρασε στην Αγγλία στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές του ’70. Πριν μανατζάρει –και ουσιαστικά επινοήσει– τους Sex Pistols, είχε ντύσει με κόκκινα δερμάτινα ρούχα με σφυροδρέπανα τα μέλη της νεοϋορκέζικης μπάντας των New York Dolls και τους είχε ωθήσει σε μια καταστροφική περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες.) Σε κάθε περίπτωση, η φωτογραφία είχε «μιλήσει» στο αισθητήριο ενός εφήβου σε μια γωνία της νοτιοανατολικής Ευρώπης, σε μια περιφερειακή χώρα του «δυτικού» στρατοπέδου που η συγκρότησή της απείχε έτη φωτός από αυτή της Μεγάλης Βρετανίας ή των ΗΠΑ. Ήταν το πανκ ως εικονογραφία, μια εικονογραφία εξωτική για μένα, που καταλάβαινα ότι φιλοδοξούσε να γίνει βίαιη και προκλητική και είχε τις ρίζες της στα κινήματα τέχνης των αρχών του αιώνα, στους ντανταϊστές και τους σουρεαλιστές, όπως επισημαίνει και ο Γιάννης στο βιβλίο.
Όμως, όσο εντύπωση κι αν μου έκανε η συγκεκριμένη φωτογραφία, ήταν αδύνατον να με προετοιμάσει για το ηχητικό αντίστοιχο: Όταν έπεσε στα χέρια μου το Never Mind the Bollocks, έκανε να βγει από το πικ-απ του μικροαστικού σπιτιού μας για πάνω από έναν χρόνο. Έπειτα από μερικές ακροάσεις ήξερα –ή νόμιζα ότι ήξερα– τα λόγια. Μπορούσα να σιγοτραγουδάω τα ρεφρέν του Τζώννυ Ρόττεν καθώς ανέβαινα τα σκαλιά του σχολείου μου για να μπω στην τάξη – ένα μπουλούκι έφηβοι καταδικασμένοι να αντιμετωπίσουν άλλη μια μέρα παραλογισμού και βαρεμάρας σε ένα σχολείο-φυλακή. Υπήρχε μια παράξενη δύναμη σε αυτούς τους θορυβώδεις ύμνους και κάτι ακόμα: μια συνωμοσία μη συμμόρφωσης, που σε τοποθετούσε σε μια ασαφή ακόμη ομάδα με κοινές προτιμήσεις και, όπως αποδείχτηκε αργότερα, κοινές αξίες.
Λένε ότι δύο είναι ολόκληρο πλήθος, κι έτσι μαζί με τον Νίκο –τον πρώτο μας κιθαρίστα– γίναμε το πρώτο πανκ πλήθος που γνώρισα στη ζωή μου. Εκείνη την εποχή αράζαμε με τις ώρες στην Παραλία, στα καφενεία στους Αμπελόκηπους, ένα καταφύγιο των «παράταιρων» της περιοχής σαν αυτά που υπήρχαν και σε άλλα μέρη της Αθήνας και περπατούσαμε ατελείωτες ώρες στους δρόμους χωρίς προορισμό, τραγουδώντας αυτά τα τραγούδια που έγιναν κάτι σαν μάντρα – δεν πέφταμε πάντα μέσα στους στίχους, αλλά δεν είχε μεγάλη σημασία. Έτσι κι αλλιώς, όπως ξέραμε ήδη, το ροκ περιβάλλον που μέσα του τσαλαβουτούσαμε ήταν μια μείξη από αστικούς μύθους, ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, φαντασιακές προβολές και ακατάσχετη φλυαρία. Χαζεύαμε με τις ώρες το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου των Ramones και κάναμε εικασίες για μια ζωή που θα μπορούσε να είναι και δική μας, και φαίνεται ότι το θέλαμε τόσο πολύ που τελικά έγινε δική μας, με όλα τα καλά και τα κακά της.
Στην Πλάκα βρήκαμε κι άλλους σαν και μας, υπήρχε ένα ραντάρ που δεν άφηνε κανέναν πιθανό ομοϊδεάτη μας απ’ έξω. Μαθαίναμε για άλλες παρέες με ανάλογα γούστα από άλλες περιοχές της Αθήνας. Κάποιοι πάνκηδες στην Αργυρούπολη, κάποιοι ροκαμπιλάδες στο Περιστέρι, κάποιοι άλλοι περίεργοι κάπου αλλού. Σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, είχαμε γίνει πολλοί. Αράζαμε στο Σύνταγμα μετά το κλείσιμο των μαγαζιών στην Πλάκα και μιλούσαμε για όλο αυτό που μας έκανε να βρισκόμαστε στην ίδια ομάδα, τη μουσική. Όμως όλοι νιώθαμε ότι αυτό που συνέβαινε ξεπερνούσε τα μουσικά γούστα, αφορούσε την ίδια μας τη ζωή. Παιδιά από όλες τις υποκουλτούρες ήταν μαζί: ροκαμπιλάδες, μοντς, μέχρι και σκινς στην προφασιστική τους εποχή, αλλά ήμαστε όλοι πανκ, με τις δικές του προτιμήσεις ο καθένας. Σε αυτή την αρχική παρέα δεν υπήρχαν σαφείς πολιτικές τοποθετήσεις, μόνο μια κοινή απέχθεια προς την εξουσία∙ η μουσική ήταν εκείνο που όριζε την ταυτότητά μας. Όμως αυτό που συνέβαινε ήταν βαθιά πολιτικό: με τη φυσική παρουσία μας μετασχηματίζαμε σιγά σιγά τον κόσμο μας, και αυτό ήταν μια πρώτη, μικρή νίκη. Απέναντί μας είχαμε την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, που εξέφραζε τα νοήματά της με έναν τρόπο που μας απέκλειε. Νομίζω ότι όλοι εδώ γνωρίζουμε την κατάσταση που επικρατούσε στις αρχές του ’80 στην ελληνική κοινωνία –το βιβλίο του Γιάννη παρουσιάζει μια πολύ άρτια εικόνα– ποιες αντιφάσεις προσπαθούσε να ξεπεράσει σωρεύοντας νέες αντιφάσεις, όπως και πού οδήγησε όλο αυτό, οπότε δεν θα ήθελα να επεκταθώ.
Όμως το πιο σημαντικό απ’ όλα όσα μας έδωσε εκείνη η περίοδος ήταν η πίστη ότι μπορούσαμε να γίνουμε κι εμείς δημιουργοί της μουσικής υπόκρουσης των καθημερινών ονείρων μας. Και, ακόμα καλύτερα, ότι μπορούμε να κατασκευάσουμε μικρές ιστορίες σαν αυτές που παρακινούσαν εμάς. Ξαφνικά δεν ήταν πια δύσκολο να βρεθείς κι εσύ στη σκηνή, αρκεί να είχες 1) θράσος και 2) όρεξη να μάθεις μερικά βασικά στη μουσική. Έτσι μπήκε στα μυαλά μας η ιδέα να κάνουμε μια μπάντα, και αυτό το θεωρώ το μεγαλύτερο δώρο που μου έκανε το πανκ. Είχε να κάνει με την πίστη στις –μεγάλες ή μικρές, δεν είχε σημασία– ικανότητές σου, την αυτοεκτίμησή σου, ένα ολόκληρο πεδίο δυνατοτήτων το οποίο μπορούσες πια να διεκδικήσεις, αρκεί να πίστευες –εσύ, όχι οι άλλοι– ότι είχες αυτό που χρειάζεται για να τα καταφέρεις.
Το πανκ ήταν ένας αόρατος μέντορας που δικαίωνε την κάθε μας προσπάθεια γιατί είχε μεταφέρει το παιχνίδι σ’ ένα ολότελα διαφορετικό γήπεδο όπου το μέχρι τότε απαιτητικό σε τεχνικές προδιαγραφές ροκ γινόταν αβαρές και χωρίς νόημα. Συγχρόνως, ανέτρεπε τις νόρμες και μπορούσε να δώσει αξία σε μια απλή ιδέα που «μετρούσε», έστω κι αν δεν ήταν τέλεια παιγμένη. Και επειδή είχαμε ήδη διάφορα ακούσματα κάναμε μια γενίκευση: θεωρήσαμε ότι το πνεύμα του πανκ διέτρεχε όλη την ιστορία του ροκ εν ρολ, σαν ένα αόρατο νήμα που έδινε νέο περιεχόμενο στην αρχική απελευθερωτική του υπόσχεση. Έτσι, πανκ δεν ήταν μονάχα οι Sex Pistols, οι Clash και οι Ramones, αλλά και ο Έλβις στις αρχές του, ο Λινκ Ραίυ, ο Ίγκυ, οι MC5, οι Velvets. Πανκ ήταν ό,τι μπορούσε να κάνει το ροκ εν ρολ επικίνδυνο στο συμβολικό πεδίο, ό,τι επιβεβαίωνε τη ρήση του Τζο Στράμμερ ότι «το ροκ εν ρολ παίζεται σε εχθρικό έδαφος». Αυτή η αίσθηση του κινδύνου ήταν παρούσα, μαζί τη νεανική αποκοτιά που την κάνει να φαίνεται πολύ φυσική. Είχαμε κηρύξει τον πόλεμο σε μια κανονικότητα που δεν έδειχνε καμιά διάθεση να μας συμπεριλάβει έτσι όπως ήμαστε, και αυτό που ονομάζεται από ανθρώπους του νόμου «παραβατική συμπεριφορά» ήρθε σαν μια φυσική εξέλιξη. Παράλληλα, άρχισαν να αναπτύσσονται ανάμεσά μας άτυπες ιεραρχίες, που είχαν να κάνουν με τις αμυντικές ικανότητες στον δρόμο.
Αυτές οι τελευταίες ήταν απαραίτητες, καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές που δεχόμαστε προσβολές από αυτόκλητους υπέρμαχους αυτής της κανονικότητας, οι οποίες ξεκινούσαν από ειρωνείες και πειράγματα και έφταναν μέχρι σωματικές επιθέσεις. Κι έτσι, όπως εύκολα γίνεται σε αυτές τις ηλικίες, μπήκε στο κάδρο το λεξιλόγιο της βίας. Ο Γιάννης αναφέρει μια κουβέντα ανάμεσα σε δύο πάνκηδες, όπου περιγράφεται η εικόνα της πανκ συμμορίας από την ταινία Suburbia. Αυτή η αίσθηση δύναμης μέσα από την ομάδα έγινε πολύ επικίνδυνη, και μερικές στιγμές συνόρευε με έναν φετιχισμό της βίας. Από την άλλη, ήξερες ότι στη δύσκολη ο άλλος θα έπεφτε στη φωτιά για σένα χωρίς να το λογαριάσει, σαν αληθινός αδερφός.
Το ροκ εν ρολ είναι γεμάτο αντιφάσεις, και ο δρόμος που παίρνει ο καθένας μέσα σ’ αυτό είναι ο χάρτης της προσπάθειάς του να λύσει αυτές τις αντιφάσεις. Μπορεί κάποιος να τις εξομαλύνει επιχειρώντας να βρει το σημείο όπου στέκεται στην κοινωνία, ή να χαθεί μέσα στην υπαρκτική δίνη της νεωτερικότητας, σε ένα προσωπικό κρεσέντο αυτοκαταστροφής. Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας, η αρχική παρέα των πανκ που είχαμε γνωρίσει στην Πλάκα και είχαμε γίνει κομμάτι της είχε αποδεκατιστεί από τις φυλακές, την πρέζα και τα τροχαία. Αυτό που μας κράτησε όρθιους –όχι χωρίς απώλειες– ήταν αφενός η τύχη και αφετέρου ο διάλογος με τον εαυτό μας και το περιβάλλον που είχαμε ξεκινήσει με όχημα το συγκρότημα, και τα όνειρα και οι επιδιώξεις που μπορούσε να υποστηρίξει αυτός ο διάλογος, αυτό το πεδίο δυνατοτήτων για το οποίο μίλησα προηγουμένως. Η καθημερινότητά μας είχε αποκτήσει έναν συνεκτικό ιστό. Γι’ αυτό λοιπόν θεωρώ εξαιρετικά ζωτική την ύπαρξη της πανκ νοοτροπίας για ανθρώπους σαν και μένα, και τρομερά σημαντικό τον ρόλο που έπαιξε στη ζωή μου.
Έπειτα από το αρχικό σοκ είχαμε ξεφύγει από το πανκ ως μουσική φόρμα, στρέφοντας τους προβολείς μας στο ροκαμπίλι και το γκαράζ πανκ, αλλά συνεχίσαμε να υπάρχουμε μέσα στον ευρύτερο χώρο του αθηναϊκού πανκ. Οι πάνκηδες ήταν οι σύντροφοί μας, μας έδεναν συμβολικοί –μια εικονογραφία με πολλά κοινά σημεία– και εκ των πραγμάτων αληθινοί δεσμοί αίματος. Οι συναυλίες αλληλεγγύης και κοινωνικής αφύπνισης ήταν μαζί με τον Πήγασο –την ιστορική τρύπα της Τηλεμάχου δίπλα στο αστυνομικό τμήμα των Εξαρχείων– οι μοναδικές ευκαιρίες που είχαμε να παίξουμε. Ήταν μια σκηνή παγκόσμια, ευέλικτη και ζωντανή (φτάνει να αναφέρω ότι μέσω φίλων πάνκηδων είχαμε επικοινωνήσει με τον Τζέλλο Μπιάφρα όταν είχαμε βγάλει τον πρώτο μας δίσκο, ο οποίος μάλιστα ανταποκρίθηκε άμεσα και μας ζήτησε αντίτυπα, τα οποία ανταλλάξαμε με δίσκους της Alternative Tentacles). Είδα τις εξισωτικές υποσχέσεις του πανκ να γίνονται πραγματικότητα με τον πιο απόλυτο και περιεκτικό τρόπο, όταν το ’85 είχα την τύχη και την τιμή να γνωρίσω τον Τζο Στράμμερ των Clash μετά το τελευταίο λάιβ της μπάντας στην Αθήνα, και περάσαμε με την παρέα μια ολόκληρη νύχτα μαζί, τριγυρνώντας στην πόλη δίχως ίχνος βεντετισμού από μεριάς του. Τον θυμάμαι το πρωί να κοιτάζει τις εφημερίδες που μιλούσαν για «Ροκ και αίμα» και να μας ρωτάει για τον Αλέκο Παναγούλη.
Ο Γιάννης περιγράφει διεξοδικά τη μετάβαση από την Πλάκα στα Εξάρχεια, όπως και τις επιπτώσεις της. Αποτέλεσε το πρώτο σκαλοπάτι για την πολιτικοποίηση ενός μεγάλου μέρους αυτού του κομματιού της νεολαίας. Η κατεύθυνση ήταν προς την αναρχία, καθώς οι αρχικές επιδράσεις –τα πρώτα διαβάσματα– προέρχονταν από εκεί. Ο απόηχος της δεκαετίας του ’60 ήταν περιορισμένος αλλά ολοζώντανος στην Αθήνα της δεκαετίας του ’80, και σιγά σιγά η ιστορία απέκτησε άλλο βάρος καθώς γνωρίζαμε και μπορούσαμε πλέον να αντλήσουμε έμπνευση από συγκεκριμένα γεγονότα, όπως ο ισπανικός εμφύλιος ή ο Μάης του ’68, διαφορετικά από αυτά που είχαν γίνει σύμβολα για τη γενιά των γονιών μας. Συγχρόνως, επέδρασαν καταλυτικά τα δύο Χημεία, η δολοφονία Καλτεζά και το διάχυτο κλίμα ενός κοινωνικού πολέμου, και είχες διαλέξει στρατόπεδο· σχεδόν για λόγους άμυνας, καθώς απέναντί σου υπήρχε μια άτυπη αλλά σιδηρά κοινωνική ομοφωνία. Επιφανειακά ήταν μια εποχή που η ελληνική κοινωνία γνώριζε μια ιδιότυπη, υπόγεια στην αρχή συναίνεση, αλλά σε κάθε συναίνεση πρέπει να υπάρχει ένας εχθρός. Η «Επιχείρηση Αρετή» που εξαπέλυσαν οι ομάδες καταστολής της εποχής δεν ήταν ωραία ανάμνηση για όσους την έζησαν. Το επίπεδο της βίας αναβαθμίστηκε, ξαφνικά το να σε συλλάβουν ή να καταλήξεις στο νοσοκομείο σοβαρά χτυπημένος μόνο και μόνο επειδή περπατούσες στον δρόμο έγιναν πολύ πιθανά ενδεχόμενα. Η υστερία που τροφοδότησαν τα ΜΜΕ της εποχής έκανε τα πράγματα πολύ πιο εύκολα για τις αρχές.
Με το κλίμα καταστολής να εδραιώνεται στα Εξάρχεια και με ενδιάμεσο σταθμό τις διαδηλώσεις του ’91, οδηγηθήκαμε σ’ ένα νέο πεδίο, που έφερε στο προσκήνιο πλευρές του πανκ οι οποίες δεν ήταν τόσο διακριτές κατά την πρώτη περίοδο. Την πολιτική του διάσταση, την στράτευσή του σε ένα είδος διαρκούς κοινωνικού πολέμου και τη δυνατότητα συντήρησης και επιβίωσης μέσα από τη δημιουργία υποδομών. Αυτό το στάδιο αυτοοργάνωσης αλλά και εσωστρέφειας ίσως ήταν μια απαραίτητη εξέλιξη για λόγους που περιγράφονται διεξοδικά στο βιβλίο, ένας αναγκαίος όρος για την επιβίωσή του απέναντι στην επίθεση του λάιφστάιλ και της βιομηχανίας παραγωγής αναγκών. Όμως έτσι το πανκ στερήθηκε την πολυμορφία και τον ανοιχτό του χαρακτήρα – τον οποίο εκτός Ελλάδας διεκδικούσε στο μουσικό πεδίο με τη δημοφιλία των πανκ συγκροτημάτων του Σιάτλ μέσω των πολυεθνικών και με την όσμωσή του με είδη μουσικής όπως το μέταλ, το φανκ και άλλα. Κι έτσι το πανκ έφτιαξε μια άλλη σκηνή, στο επίκεντρο της οποίας υπήρξαν οι καταλήψεις και για την οποία, παρόλο που είχα πολλούς φίλους μέσα από αυτή, δεν είμαι ο πιο κατάλληλος να μιλήσω – σίγουρα ο Γιάννης είναι πιο κατάλληλος γι’ αυτό, γιατί υπήρξε ενεργό μέλος της.
Αυτή η μη ευθύγραμμη πορεία έμοιαζε να εκφράζει μια απόπειρα να λυθεί η βασική αντίφαση του πανκ, που όπως λέει και ο Νεοϋορκέζος «αρχετυπικός» πανκ ρόκερ Ρίτσαρντ Χελ, είναι ότι συνέχιζε να υπάρχει. Σύμφωνα με τον Χελ, το πανκ είναι η κορυφαία μουσική για παιδιά ή για ανθρώπους που θεωρούν την παιδικότητα –θυμηθείτε τον ανεμόμυλο-παιχνίδι του Βίσιους– βασικό όρο της ύπαρξής τους, αλλά καθώς δεν μπορεί κανείς να μείνει για πάντα παιδί, έχει δύο επιλογές: να πεθάνει νέος ή να υιοθετήσει τη στάση και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που θα του επιτρέψουν να διατηρήσει ακέραιο ή όσο το δυνατόν απρόσβλητο το αρχικό πεδίο της έμπνευσής του.
Το πανκ της πρώτης εποχής, το οποίο με ταρακούνησε, κατέληξε στην καλύτερη ή στη χειρότερη περίπτωση μουσειακό έκθεμα ή παρωδία. Μια στιγμή που πάγωσε στον χρόνο, καθώς δεν μπόρεσε, όπως ήταν φυσικό, να παγώσει τον χρόνο. Ένα πάρτι που αντί να τελειώσει με το ξημέρωμα εξαερώθηκε μέσα σε μια πικρή, αυτοκαταστροφική νύχτα. Όμως έδωσε –ή μάλλον ξανάδωσε, σε μια κρίσιμη στιγμή για την προσωπική μας συγκρότηση– στο ροκ εν ρολ το απελευθερωτικό του περιεχόμενο και μια ωραία αυθαίρετη πίστη στις δικές σου δυνάμεις. Και μετασχηματίστηκε σε κάτι πολύ ζωντανό, στην πίστη ότι το ροκ ήταν και μπορεί να παραμείνει υπόθεση της κοινότητας. Έτσι είχα την τύχη να ζήσω τη μέθεξη της εποχής που οι δίσκοι ξανάγιναν υπόθεση της παρέας και όχι των εταιρειών, την εποχή που το να ευχαριστείς όσους σε βοήθησαν στο οπισθόφυλλο έγινε απαραίτητο για να θεωρηθεί ένας δίσκος ολοκληρωμένος, την εποχή που για πρώτη φορά ένας νέος μπορούσε με όχημα το ροκ εν ρολ να αισθανθεί κομμάτι μιας τοπικής σκηνής με υπερτοπικές αναδράσεις και μπορούσε να το καταφέρει βασικά με τις δικές του δυνάμεις, πράγματα σχεδόν αδιανόητα για ροκ μουσικούς πριν από κάποια χρόνια. Και όλα αυτά έγιναν συστατικά της παγκόσμιας ροκ κοινότητας των «από κάτω», μια κληρονομιά που προσγείωνε με ωραίο τρόπο το ροκ, το κρατούσε σε επαφή με τη βάση του και μόνο καλό τού έκανε.
Υπάρχει μια άποψη που λέει ότι κάθε είδος λαϊκής μουσικής είναι η αντανάκλαση ενός συλλογικού τραύματος – από τα τραγούδια της ξενιτιάς, τα μπλουζ και τη δουλεία, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το ροκ εν ρολ, την κρίση στην Αγγλία του ’70 και το πανκ· τότε το ελληνικό πανκ στην αρχική του φάση ήταν μια αντίδραση στο τραύμα της κανονικότητας, μιας κανονικότητας που έπρεπε να επιβληθεί άνευ όρων γιατί υπήρξε προϊόν καθολικής συναίνεσης στο πλαίσιο της μεταπολιτευτικής κοινωνικής συμμαχίας. Το περιεχόμενο αυτής της αντίδρασης άλλαξε με τα χρόνια (καθώς η ικανότητα αφομοίωσης και ο συντηρητισμός της ελληνικής κοινωνίας άλλαζαν επίσης μορφή), αλλά το αρχικό ζητούμενο της «μη συμμόρφωσης» παρέμεινε κυρίαρχο θέμα της ελληνικής ροκ θεματολογίας και τη δεκαετία του ’90, ακόμα και όταν ο «παρεκκλίνων» νέος έγινε σταδιακά από εξοβελιστέος παρείσακτος, δυνάμει καταναλωτής.
Υπό αυτή την έννοια, η στάση των πάνκηδων στην Ελλάδα ήταν μια απόπειρα επανοικειοποίησης σημασιών που η μεταπολιτευτική συγκυρία είχε ακυρώσει: η επιστροφή στην κοινότητα και τη συντροφικότητα ενόψει ενός ατομικισμού που ζούσε χάρη στην επίκληση συλλογικών αγώνων του παρελθόντος, ακυρώνοντας έτσι το νόημά τους. Θυμάμαι τον υπότιτλο μιας συνέντευξης των Exhumans στο περιοδικό Ήχος το ’86, νομίζω: Μια συνέντευξη με τους αυθεντικούς εκπροσώπους ενός μη αυθεντικού κινήματος, ελπίζω να το θυμάμαι σωστά. Όμως αν υπήρξε κάποια περισσότερο πηγαία συλλογική έκφραση της δίψας της ελληνικής νεολαίας για χειραφέτηση και ελευθερία στους καιρούς μας, πολύ θα ήθελα να την γνωρίσω.
Αθήνα, Μάιος 2016
Ομιλία του Αλέξη Καλοφωλιά στη συζήτηση βιβλιοπαρουσίαση με τίτλο «Για πάντα πανκ; Πανκ για πάντα», που διοργάνωσε η Πολιτική-Πολιτιστική Λέσχη Εκτός Γραμμής στην Αθήνα, στις 20 Μαϊου 2016, με αφορμή το βιβλίο του Γιάννη Κολοβού «Κοινωνικά απόβλητα»; Η ιστορία της πανκ σκηνής στην Αθήνα, 1979 - 2015 (εκδόσεις Απρόβλεπτες), στην οποία συμμετείχαν επίσης ο δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός Θανάσης Μήνας και ο συγγραφέας του βιβλίου. Λεπτομέρειες εδώ.
Ο Αλέξης Καλοφωλιάς είναι μουσικός (Last Drive, Earthbound, Thee Holy Strangers) και μεταφραστής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ