Χρόνια τώρα η παραδοσιακή μαρξιστική κριτική σκοντάφτει πάνω στις ίδιες λακούβες που έχει σκάψει η αστική κριτική, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τη λογοτεχνία είτε σαν μια απλή αντανάκλαση, είτε σαν ομολογία της κοινωνικής πραγματικότητας (Πλεχάνωφ, Λούκατς), οδηγούμενη έτσι αναπόφευκτα σε έναν ιδεαλισμό από την πίσω πόρτα.
Τόσο η μία, όσο και η άλλη προσέγγιση κάνουν το ίδιο λάθος: θεωρούν τα λογοτεχνικά έργα ως ενοποιημένες ολότητες, συμπαγείς, χωρίς αντιθέσεις, ανάγοντας τη «στράτευση» ενός καλλιτέχνη σε μια γραμμική αντιστοιχία της ζωής (δηλαδή της κοινωνικής του τάξης) με το έργο και τανάπαλιν. Ο Νταλί στο «Ρέκβιεμ για το Λόρκα» αγανακτεί λέγοντας: «Οι κόκκινοι, οι κοκκινωποί, οι ροζ και οι μωβροζέ ακόμα εκμεταλλεύτηκαν βέβαια μία δημαγωγική προπαγάνδα γύρω από το θάνατο του Λόρκα προσπαθώντας και μέχρι σήμερα ακόμα να παρουσιάσουν το Λόρκα σαν πολιτικό ήρωα. Εγώ όμως που έτυχε να’ μαι ο πιο στενός του φίλος μπορώ να βεβαιώσω ενώπιον Θεού και Ιστορίας πως ο Λόρκα, εκατό τα εκατό ποιητής αγνός, ήταν ο πιο αποστολικός άνθρωπος που γνώρισα. Δεν ήταν παρά το εξιλαστήριο θύμα ζητημάτων προσωπικών, υπερπροσωπικών και τοπικών και πάνω απ’ όλα το αθώο θύμα της παντοδύναμης και κοσμικής σύγχυσης του ισπανικού εμφυλίου πολέμου». Παρόλη την καχυποψία που αναπόφευκτα μας προκαλεί η πολιτική στάση του Νταλί, εδώ μάλλον απαντά λανθασμένα σε ένα σωστό όμως ερώτημα: Πώς ο Λόρκα, που ποτέ δεν είχε δηλώσει κάποια συγκεκριμένη πολιτική πεποίθηση, ενώ φλέρταρε διαρκώς μ’ ένα απολίτικο αισθητισμό, τελικά κατόρθωσε με το έργο και τη ζωή του να αποτελέσει φωτεινό οργανικό διανοούμενο, προσδεμένο πάντα στις αγωνίες και τα προβλήματα, την κουλτούρα και τις παραδόσεις των κατώτερων λαϊκών, αλλά ακόμα και των λούμπεν προλεταριακών στρωμάτων, όπως οι τσιγγάνοι της Ανδαλουσίας, ή οι αφροαμερικάνοι του Χάρλεμ;
Η σχέση του Λόρκα με την λαϊκή παράδοση
Στα πρώιμα ποιήματά του Λόρκα, διακρίνουμε έναν άκρατο αισθησιασμό και τη φύση να επικαθορίζει το σύνολο της θεματικής τους, με έναν διονυσιακό οίστρο. Το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι ο Λόρκα ήταν ένας ποιητής του «ρομαντικού ηλιοβασιλέματος», του απολίτικου αισθητισμού. Πού βρίσκεται όμως η βαθιά σύνδεση του έργου του με το λαϊκό αίσθημα της Ανδαλουσίας; Η απάντηση είναι μία: στη μορφή. Ο Λόρκα καλλιέργησε το κάντε χόνδο (βαθύ τραγούδι) και ήταν βαθύς γνώστης της αθιγγάνικης αραβικής και προκολομβιανής [1] παράδοσης της Ανδαλουσίας, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που η πρόσληψη του έργου του να κατορθώνεται άμεσα από τους απλούς εργάτες και αγρότες της Ανδαλουσίας, χωρίς τη διαμεσολάβηση κάποιου ειδικού ή κριτικού. Παρότι γιος μεγάλου γαιοκτήμονα της περιοχής, ο Λόρκα μερικές φορές μοιάζει να είναι ζωντανό κομμάτι του λαού και να αναδύεται μέσα από το κέφι, το μεράκι και το γνήσιο παράπονο των λαϊκών ανθρώπων.
Αλλά θα πέφταμε πολύ έξω, αν θεωρούσαμε πως ο Λόρκα αναπαράγει μιμητικά τη λαϊκή παράδοση, χωρίς παρέμβαση ή κριτική πάνω σ’ αυτήν. Και εδώ είναι που αποδεικνύεται πόσο «αποστολικός άνθρωπος» ήταν. Έχοντας συνειδητοποιήσει πολύ βαθιά το ρόλο του ως καλλιτεχνικής πρωτοπορίας και έχοντας ορίσει ως σκοπό του την εκπαίδευση του λαού και την καταπολέμηση της κυρίαρχης κουλτούρας στην πιο εκλεπτυσμένη της μορφή, χάραξε έναν πρωτότυπο και ανεξάρτητο δρόμο για μια τέχνη λαϊκή, αλλά και υψηλή. Ίσως ο Λόρκα ήταν πολύ πιο πρωτοπόρος και ριζοσπάστης από τους σουρεαλιστές ή τους φουτουριστές, διότι αντιλαμβάνονταν το νέο, το πρωτοποριακό, ως διαλεκτικά εξαγόμενο από το παλιό, το παραδοσιακό, σε αντίθεση με μια ανιστόρητη αντίληψη του πρωτοποριακού ως εγκεφαλικού ή εργαστηριακού παράγωγου. Ο Μαγιακόφσκι, ο Μπρετόν και ο Λόρκα αντιλαμβάνονταν την τέχνη ως κοινωνική πρακτική και όχι ως αντικείμενο ακαδημαϊκής έρευνας, αλλά μόνο ο Λόρκα κατόρθωσε να συνειδητοποιήσει, για να παραφράσουμε τον Μπρεχτ, ότι «νέο είναι ότι γίνεται νέο».
«La Barraca»: προς ένα νέο θέατρο
Ο «αποστολικός» Λόρκα συχνά διακήρυττε: «Ένα νέο θέατρο, εξελιγμένο ως προς τη φόρμα και τη θεωρία, είναι η μεγαλύτερη έγνοια μου». Στο πλαίσιο του οράματος αυτού ίδρυσε τον πρωτοποριακό θίασο «La Barraca», που περιόδευε από τη μια άκρη της ισπανικής υπαίθρου στην άλλη, παρουσιάζοντας διασκευασμένα τα μεγάλα κλασικά έργα του ισπανικού θεάτρου, ενώ οι ηθοποιοί εργάζονταν αμισθί.
Η αποφασιστική βούληση του Λόρκα να ταχθεί σε μια προσπάθεια εκπαίδευσης του λαού φαίνεται ανάγλυφα σε μια συνέντευξή του λίγο πριν δολοφονηθεί: «Στην Ισπανία, η πλειονότητα των συγγραφέων και των ηθοποιών γράφουν θέατρο για την πλατεία, περιφρονώντας τους εξώστες και τη γαλαρία. Το πιο θλιβερό πράμα στον κόσμο είναι να γράφεις για την πλατεία. Το κοινό που πάει σε μια παράσταση νιώθει ότι εξαπατήθηκε, και το αγνό κοινό, το αθώο κοινό, το λαϊκό, δεν καταλαβαίνει πώς του μιλούν για προβλήματα που στο περιβάλλον του τα θεωρεί άξια περιφρόνησης». Η ίδρυση του πανεπιστημιακού κινούμενου θεάτρου ήταν μάλλον η δική του απάντηση απέναντι στην περιφρόνηση που δεχόταν ο απαίδευτος λαός, ενώ αποτέλεσε τον πρόδρομο του πειραματικού επικού θεάτρου του Μπρεχτ και των θεωριών του Μπένγιαμιν, δίνοντας μία έμπρακτη αμφισβήτηση της αστικής αντίληψης για την τέχνη, αντιστρέφοντας τους όρους με τους οποίους συνδιαλέγεται ο καλλιτέχνης με το κοινό του.
Εξάλλου, η θεματική των θεατρικών έργων του Λόρκα έχει μια πιο φανερή πολιτική διάσταση από τα ποιητικά του έργα: αμφισβητεί και εγείρεται ενάντια στο συντηρητισμό του Ρωμαιοκαθολικισμού, τις δεισιδαιμονίες και την ομοφοβία της ισπανικής κοινωνίας, γεγονός που οφείλεται μάλλον στον πιο επικοινωνιακό χαρακτήρα του θεάτρου σε σχέση με την ποίηση. Η ποίηση ως ένα προσωπικό καλλιτεχνικό προϊόν, τόσο σε σχέση με τον δημιουργό-ποιητή, όσο και σε σχέση με τη λειτουργία της πρόσληψής της απ’ το κοινό (μοναχική προσωπική ανάγνωση), διατηρεί μία πιο μετριοπαθή πολιτική θεματική, ή (πιο σωστά) αυτή είναι κρυμμένη πίσω από τη δυσπρόσιτη μορφή.
Η αλλαγή του μοτίβου
Στο ποιητικό έργο του Λόρκα διαγράφεται μία φθίνουσα πορεία του πρώιμου απολίτικου αισθητισμού στα μετέπειτα έργα του. Το φως γίνεται σκοτάδι, με αποκορύφωμα το τραγικό ποίημα «Θρήνος για τον Ιγνάτιο Σάντσεθ Μεχίας». Αν στο πρώιμο έργο αυτό που συνδέει το Λόρκα με τις λαϊκές τάξεις είναι λαϊκότροπη μετρική κυρίαρχα, στα ύστερα έργα τον συνδέει ένα ακατανίκητο αίσθημα ενάντια στην αδικία. Αποκορύφωμα εδώ είναι η συλλογή «Ποιητής στη Νέα Υόρκη». Και ακριβώς επειδή τελικά η μορφή εγγράφει ιδεολογία, ο Λόρκα αποξεχνά πια τον πρώιμο λυρισμό του, ή (ακριβέστερα) τον χρησιμοποιεί ανάποδα, επιλέγοντας συνειδητά αντιλυρικές λέξεις, γεμάτες ναυτία και απόγνωση, για να περιγράψει τη ζωή των μεγαλοαστικών κέντρων της Αμερικής. Μιας Αμερικής που του αποκαλύπτεται με τον πιο καφκικό τρόπο, σκοτεινή, σκληρή, απάνθρωπη.
Στα «ποιήματα της Νέας Υόρκης», ο Λόρκα καταφεύγει στη ζεστασιά των λαϊκών παραδόσεων των Αφροαμερικάνων του Χάρλεμ. Σταδιακά, όμως, το έργο του μεταλλάσσεται, ο ποταμός Γουαδαλκιβίρ δεν υπάρχει πια στο ποιητικό του τοπίο, το οποίο πια δεν κατοικείται απ’ τον κεφάτο και αγνό λαό της Ανδαλουσίας, αλλά από ένα λυσσαλέο πλήθος «που κατουρά» και «ξερνάει». Ο ίδιος σ’ ένα ποίημά του παραδεχόμενος το σοκ της μετάλλαξής του νοσταλγεί και τραγουδά:
Ω αρχαία φωνή του έρωτά μου
Ω φωνή της αλήθειας μου
Ω φωνή της ανοιχτής πλευράς μου
Όταν όλα τα ρόδα ανάβρυζαν από τη γλώσσα μου
Όταν η χλόη δε γνώριζε τ’ αναίσθητα δόντια του αλόγου.
Αλλά τίποτα πια δε θα είναι το ίδιο. Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος καταργεί τα λυρικά σχήματα και τις ωραίες λέξεις, μετασχηματίζοντας ένα από τα βασικά μοτίβα της ποίησής του: της θάλασσας. Σε ένα πρώιμο λυρικό ποίημά του, την «Μπαλάντα του θαλασσινού νερού» διαβάζουμε:
Η θάλασσα χαμογελάει από μακριά
δόντια από αφρό
χείλια ουρανού
ενώ σε ένα από τα τελευταία του ποιήματα συγκατανεύει τραγικά:
Δεν μπορείς να κοιταχτείς μέσα στη θάλασσα
οι ματιές σου σπάζουν σαν μίσχοι από φως
νύχτα γης. Νύχτα γης έγινε η θάλασσα που κάποτε χαμογελούσε.
Ο επίλογος
Το 1936, ο Λόρκα θα συντάξει μια διακήρυξη κατά του φασισμού μαζί με άλλους λογοτέχνες, αναφωνώντας: «είμαι ποιητής και κανένας δεν πυροβολεί τους ποιητές». Μια απ’ τις πιο διάσημες φράσεις του θα αποδειχθεί τελικά κούφια και τραγική συνάμα. Στις 19 Αυγούστου συλλαμβάνεται και εκτελείται από το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο. Η πρώιμη μποέμικη αντίληψή του, που ήθελε τον ποιητή με το ιερό φωτοστέφανο ενός παραδοσιακού διανοουμένου, ο οποίος δεν απειλείται από καμία όξυνση της κοινωνικής πραγματικότητας, σιγοσβήνει. Η «ιερότητα» της ποίησης μοιάζει πολύ μικρή μπροστά στην «ιεροσυλία» ενός ποιητή να ανακατεύεται με την ιστορική πραγματικότητα της εποχής του και να μην εφησυχάζει σε ένα ακίνδυνο ακαδημαϊκό έργο. Το τίμημα ήταν σκληρό.
Ο Λόρκα έφερε την ποίηση στα μέτρα της ζωής και τη ζωή στα μέτρα της ποίησης. Θύμα τελικά της κοσμικής (όπως είπε ο Νταλί) σύγχυσης της εποχής του, μα ποτέ θεατής της, αλλά ενεργός μέτοχός της. Κι αν η Παγκόσμια Αριστερά παρουσίασε το Λόρκα ως πολιτικό ήρωα, ίσως στρεβλά και γραμμικά, μα όχι άδικα, ήταν γιατί το έργο του και ο συμβολισμός του θανάτου του, ιδίως σε χώρες με ισχυρά αντιφασιστικά και κοινωνικά κινήματα, έδωσε το πιο δυνατό χτύπημα στην απαισιοδοξία των μελλοντικών καιρών και ελπίδα σε ολόκληρους λαούς. Και είναι γι’ αυτό που ο Λόρκα υπήρξε στρατευμένος. Στρατευμένος αιώνια στην εποχή του και στο διαχρονικό όραμα για μια πιο δίκαιη κι ελεύθερη ζωή.
----
[1] Η Ανδαλουσία ήταν η περιοχή που συνεισέφερε πιο πολύ σε πληρώματα στην επάνδρωση του ισπανικού στόλου κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας. Η προκολομβιανή παράδοση είναι λογικό να επηρέασε τη λαϊκή τέχνη των Ανδαλουσιανών
ΔΙΑΒΑΣΤΕ